ΤΟ ΑΒΥΣΣΑΛΕΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΗΣ ΣΕΙΡΗΝΑΣ
Στην τρίτη ποιητική της συλλογή «Η σειρήνα του χρόνου» (Εκδόσεις ΑΩ, 2024) – προηγήθηκαν τα βιβλία «Συλλαβίζοντας τον ίμερο – 42 χαϊκού» (2023) και «Το αιώνιο αίνιγμα» (2020) – η Σοφία Περδίκη έρχεται για μία ακόμη φορά πανέτοιμη με την πλούσια ζωγραφική και καλλιτεχνική της εξάρτυση να σχεδιάσει ποιητικές installations –πολύπτυχες εικαστικές κατασκευές μέσα στον χώρο:
Ένα θαλασσινό τοπίο γδαρμένο από αιχμηρά υπερμεγέθη αγκάθια, το σπίτι-παιδική χαρά όπου ανοίγουν ένα ένα τα δωμάτια μπροστά στα έκθαμβα μάτια μας, το δωμάτιο των πρώτων αναμνήσεων, ο ασκός του ονείρου που κυοφορεί την Άνοιξη ξεδιπλώνοντας φτερά παγωνιού, κυκλική λίμνη με λευκό νούφαρο, ολοστρόγγυλος καθρέφτης μέσα στο μεγάλο δωμάτιο να αντανακλά τις ζωές που ζήσαμε σαν Άλλοι, κουρτινάκι σε παράθυρο στη Σέριφο με πλεγμένη στη δαντέλα του την απουσία, ένα πάλκο όπου ο υποκριτής αλλάζει προσωπεία χάνοντας όνομα και ταυτότητα και που στο μεθεπόμενο ποίημα μετατρέπεται σε θεατής της παράστασης, για να φορέσει κατόπιν τη μάσκα της αναπόλησης, τρένο που τρέχει ιλιγγιωδώς και συγκρούεται μετωπικά με τον χρόνο, ο κισσός της μνήμης που αντηχεί την προγονική λαλιά και τυλίγει το νέο σπίτι, το μπλε ουλτραμαρίν σκαρί των ξεθωριασμένων αναμνήσεων, της λησμονιάς και της νοσταλγίας, φθινοπωρινό τοπίο με πεσμένες γυναίκες, εκκωφαντικά προάστια των αποφάσεων που παίρνονται ερήμην μας και των ειδήσεων που ξεκουφαίνουν για να πνίξουν τη φωνή της διαμαρτυρίας και της ελπίδας, το ρήγμα όπου το καράβι της μνήμης βυθίζεται αύτανδρο και μας τυλίγει η θλίψη και η απελπισία.
Έφερες έναν ολοστρόγγυλο καθρέφτη.
Τον κρέμασες στο κέντρο του μεγάλου δωματίου.
Εκεί στροβιλιζόμασταν οι Δερβίσηδες της μέρας
με τα Εγώ μας απαστράπτοντα
γεμίζοντας με ρινίσματα φωτός τον χώρο
κι οι σπίθες της νιότης μας
εναλλάσσονταν με του δέρματος τις αυλακιές
κατρακυλούσαν απ’ τις λευκές μας πιέτες
τα ονόματα που πήραμε
αλλά και δώσαμε στα πράγματα.
Γυάλινοι βόλοι με τα κρυμμένα μας αρχικά
που θα παρέμεναν ανεξιχνίαστα
εις τον αιώνα τον άπαντα.
Οι αντανακλάσεις των ζωών μας
αυτών που ζήσαμε σαν να ήμασταν οι Άλλοι
φευγαλέα περνούσαν από μπροστά μας.
[…] Κάρφωσες στο κέντρο του μεγάλου δωματίου
το ολοστρόγγυλό σου κάτοπτρο.
Εκεί αλφαδιάζουμε τα όνειρα
και θαμπώνουμε σταδιακά
των μορφών μας τα περιγράμματα.
[“Ολοστρόγγυλος καθρέφτης”, απόσπασμα, σσ. 21-22]
Και μέσα σε αυτά τα εντυπωσιακά ιμπρεσιονιστικά σκηνικά τοποθετεί τις ιστορίες της που τις αφηγείται με στίχους, –εκτεταμένα ποιήματα, αλλά και πεζοποιήματα–, ζωγραφίζοντας με αδρές πινελιές τα συναισθήματα της μελαγχολίας, της απελπισίας, της θλίψης για τον έρωτα που χάνεται, την απομόνωση, τη φθορά της μνήμης, τα γηρατειά.
Κάθε πρωί ξεθωριάζει
το μπλε κάποιας ανάμνησης.
Από του κοβαλτίου την άμμο
χαλίκι δεν μένει στη γλώσσα μου
παρά μια λέξη λευκασμένη.
Σφουγγίζω την υγρή ζωή
με το ’να χέρι
και με τ’ άλλο νίβω
τα νοήματα
[…] Αυτό που απομένει κάθε πρωί
είναι μια μελαγχολική ούλτρα Μαρίνα
σε ένα σκαρί που το έφαγε το κύμα
κι ένας αστερίας θαλασσί
να βυζαίνει το αλάτι.
[“Blue”, απόσπασμα, σελ. 40]
Αλλά και σχολιάζει την πραγματικότητα, το δυσχερές της επικοινωνίας, την αλλοτρίωση στις ανθρώπινες σχέσεις, τις ασφυχτικές κοινωνίες του ελέγχου με τους μηχανισμούς καταστολής και ιδεολογικής επιβολής, τη βία, την κακοποίηση των γυναικών.
Κάθε μέρα σηκώνω
και μια πεσμένη γυναίκα.
Πέφτουνε μ’ ένα θρόισμα τα πρωινά
σαν τα φθινοπωρινά τα φύλλα.
Γέμισαν τα ρημαγμένα πεζοδρόμια
με του φόβου τα σώματα
που με κοιτάζουν
με τα μεγάλα τους μάτια
θολωμένα από δάκρυα
περήφανα κρυμμένα.
[…] Τυλίγουν αμήχανα τα μπούτια
με τα λούτρινά τους παλτά
τα στήθια σφίγγουν με δεσμά σφιχτά
ρίχνουν τα μαλλιά
στα σημεία που ακόμα χαίνει η πληγή
«ήταν ατύχημα», ψιθυρίζουν, «δεν υπήρξα προσεκτική».
Τις ανασηκώνω ανάλαφρα με τα γερά μου μπράτσα.
Γυναίκες πεσμένες στα τέσσερα
από μικρά κοριτσάκια.
[“Γυναίκες πεσμένες”, απόσπασμα, σελ. 54]
Το ενδιαφέρον όμως είναι πως μέσα στους στίχους της διαφαίνεται η ανάγκη για μια νέα αισθητική της ύπαρξης, για νέες δυνατότητες ζωής, για ένα όραμα, τελικά για μια υπαρξιακή αισθητική ως ηθική πυξίδα που μας προσανατολίζει προς την ποιητική πραγμάτωση του ονείρου, της επιθυμίας.
Μην πλησιάζετε τον ποιητή
όταν κοιμάται.
Φωλιάζουν στα μάτια του
τα όνειρά σας
ιδροκοπούν οι πόθοι οι κοινοί
στο κρεβάτι του
στήνονται ιστοί
σκοροφαγώνονται οι γλώσσες
αναμασώνται δαφνόφυλλα πικρά
συνυπάρχετε στην αγκαλιά του
όλα μαζί τα καθαρόαιμα
σε συνουσία μπάσταρδη. […]
[“Μην ξυπνάτε τον ποιητή”, απόσπασμα, σελ. 47]
Σημαντικότατη στη συλλογή είναι η διάσταση του χρόνου, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος της, αλλά και η ζωγραφιά του εξωφύλλου του βιβλίου, που φιλοτέχνησε η ίδια η ποιήτρια όπου η Σειρήνα του Χρόνου μας καθηλώνει με το αβυσσαλέο της βλέμμα, τα αιματόβρεχτα μαλλιά, το μυστηριώδες πουλί δίπλα στον ώμο της με το αιμάτινο λοφίο και το βαθύ μπλε πτέρωμα. Όπως οι Σειρήνες του Ομήρου, έτσι και η Σειρήνα του Χρόνου κατέχει το χάρισμα να θέλγει με το ακαταμάχητο ποτάμι της φωνής της, την ορμή της ακατάπαυστης ροής της, να μαγεύει, να σαγηνεύει, να παραλύει, να φέρνει το θάνατο, αντί να διευρύνει τη μνήμη. Ο χρόνος είναι ένα τρένο που τρέχει ιλιγγιωδώς και αν δεν προλάβεις να τραβήξεις τον μοχλό, να χτυπήσεις το σήμα κινδύνου, η σύγκρουση θα είναι μετωπική και ο θάνατος ακαριαίος. Η ζωή πάντα σε κίνδυνο να εκτροχιαστεί στο τρελό όχημα του χρόνου αλλά και πάντα με την αίσθηση της επαγρύπνησης, το μόνο που θα σε σώσει από το θανατηφόρο τραγούδι της Σειρήνας. Αρκεί η επαγρύπνηση, μοιάζει να μας λέει η ποιήτρια, και θα περάσεις ξυστά από τον θάνατο, αρκεί η ζωή σου να πάρει τον χαρακτήρα του επείγοντος και του εσπευσμένου, έτσι πρέπει να βιωθεί η ύπαρξη, επιτακτικά και θαρραλέα, και τότε θα κερδίσεις εμπειρία και γνώση, απολαμβάνοντας την ποίηση και δαμάζοντας τον χρόνο.
Η σύγκρουσή της με τον χρόνο
ήταν μετωπική.
Τον έβλεπε από μακριά
να καταφτάνει
με ιλιγγιώδη ταχύτητα
κι έναν αιμοσταγή κινητήρα
μα δεν άκουσε
τη σειρήνα που τσίριζε
δεν την είδε έγκαιρα να φτύνει τα οξέα
τα χωράφια έγιναν χέρσα
κι εκείνη ούτε που πρόλαβε να τραβήξει
το σήμα κινδύνου
όσο ήταν σε κατάσταση γόνιμη
και ταξίδευε με αμέριμνα τρένα
προσδοκώντας να γίνει ένα
με τα ομιχλώδη τοπία.
Τώρα με ένα σημάδι
στο κέντρο του μετώπου
κι ένα κόκκινο λιβάδι για ποδιά
απλώνει τον δείκτη
στα μελλούμενα.
Σε κάθε επόμενο τόνο
οι ώρες και οι εποχές της
θα είναι επείγουσες.
[ “Η σειρήνα του χρόνου”, σελ. 35]