Η απόκριση είναι ο άνθρωπος
[…] και εκείνος που δεν μπορεί να είναι μέλος μιας κοινωνίας λόγω της αυτάρκειάς του δεν την χρειάζεται την κοινωνία, αυτός δεν είναι μέρος της πόλεως και είναι κατά συνέπεια είτε θηρίο είτε θεός.
(Αριστοτέλης, Πολιτικά, Α, 1253a 1-5 και Α, 1252b – 1253a 33)
Η φύση του ανθρώπου είναι τέτοια, ώστε μόνο σε μια πόλη να μπορεί αυτός να επιτύχει την ολοκλήρωσή του, υποστήριξε ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά.
Με όχημα την αντίληψη αυτή η Διώνη Δημητριάδου συνέγραψε τη νουβέλα της Θηρίο ή Θεός (ΑΩ, 2023). Ο ήρωάς της, ο Ευγένιος, επιλέγοντας τη μοναχικότητα, αποκομμένος από την άλλοτε ενεργή κοινωνική δράση, διάγει βίο μονήρη, μακριά από «προσμείξεις περίεργες, που υπαγορεύονται από τις σχέσεις». (σελ. 16)
Ανάμεσα στο μυθιστόρημα και το δοκίμιο, με στοιχεία ημερολογίου, το έργο της Διώνης Δημητριάδου γίνεται εφαλτήριο για τα μεγάλα προβλήματα της ζωής και του πολιτισμού. Την ιστορία του Ευγένιου αφηγείται ένας τριτοπρόσωπος αφηγητής/αφηγήτρια. Persona της συγγραφέως o Ευγένιος, στα πέντε δοκιμιακά σχεδιάσματα που συγγράφει με τίτλο Θηρίο ή Θεός – Ο χώρος ανάμεσα, αφήνει να εκδιπλωθεί ένας βαθύς φιλοσοφικός προβληματισμός. Τα σχεδιάσματα συνομιλούν με την αρχαία ελληνική σκέψη και τέχνη, ο ίδιος ωστόσο συνομιλεί και με τους συντρόφους του σε ένα σημείωμα που υπογράφει για εκείνους, ενώ στην όλη διάρθρωση παρεμβάλλονται τα ημερολόγια που διατηρεί από τις 30 Απριλίου έως τις 23 Μαΐου. Εκτός του χρονικού προσδιορισμού, αναγράφουν τη φράση: εδώ που είμαι ακόμα. Στο τελευταίο: 23 Μαΐου, εγώ ακόμη εδώ, για πόσο όμως;
Η αρχαία ελληνική τραγωδία και ιδιαίτερα ο Σοφοκλής με τα έργα του Οιδίπους τύραννος και Οιδίπους επί Κολωνώ βρίσκονται στον κεντρικό προβληματισμό του Ευγένιου. «Όταν στον δρόμο για τη Θήβα ο Οιδίποδας συνάντησε τη Σφίγγα και αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας αναλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα» γράφει ο Σεφέρης.[i] «Ο Οιδίπους είναι το κατεξοχήν ελεύθερο άτομο. Παιδί του πέμπτου αιώνα, παιδί του λόγου, λύνει το ένα μετά το άλλο τα προβλήματα του ανθρώπου με τον ορθό λόγο, όχι με την οιωνοσκοπία».[ii]
Είναι ο Οιδίποδας ωστόσο και η τραγική προσωπικότητα που με δική της προαίρεση πέρασε από την άγνοια στην οδυνηρή γνώση, στην αλήθεια. Η Δημητριάδου, αναλύοντας τον όρο «τραγική ειρωνεία», όπως και το ζήτημα γνώση-άγνοια, υπεισέρχεται σε θέματα που αφορούν τις θρησκείες και τη φθαρτότητα, τον διακαή πόθο του ανθρώπου για αιωνιότητα και ανάσταση, τη μνήμη, την επικοινωνία μας με τους άλλους. Φορτικές οι σχέσεις με φίλους και γνωστούς, ενίοτε καταδυναστευτικές, όμως η απομάκρυνση από τον κοινωνικό περίγυρο συνιστά έλλειψη ανοχής, οδηγεί στην επιθετικότητα. Ένας «ιδιότυπος ρατσισμός». Σπάνια ανεχόμασταν κάποιον άνθρωπο δίπλα μας, αν αυτός ξέφευγε κάπως από τις πρότυπες εικόνες που φτιάχναμε στο κεφάλι μας για το ποιος θα έπρεπε να είναι ο σύντροφός μας, ο συνοδοιπόρος μας, ο συνομιλητής μας, έστω. (σελ. 24)
Δουλεύοντας με τα δίπολα, (παλαιό-σύγχρονο, κοινωνία-ερημιά, μνήμη-λήθη, ζωή-θάνατος, παρουσία-απουσία, κλπ.), η Δημητριάδου ερευνά φιλοσοφικά, αλλά και καλλιτεχνικά θέματα, όπως είναι η γραφή, η αναγνωστική πρόσβαση, η σχέση φωτογράφου-ηθοποιού, φύσης-τέχνης. Το punctum της φωτογραφίας, οι ανεπιστρεπτί στιγμές, ο χρόνος που φεύγει. Συζητά επίσης για τον έρωτα, τα απωθημένα, τα όνειρα.
Ο Ευγένιος, στην εσωτερική του αναμέτρηση με τα περασμένα, ανακαλεί τους πολιτικούς αγώνες. Πάει πολύς καιρός που άφησε τη σηκωμένη γροθιά στο σπίτι του. Καιρός πολύς που «κουράστηκε» και αποφάσισε να συζητάει το περισσότερο παρά να ζητάει το δίκιο του στους δρόμους ανάμεσα σε σύνολο ανομοιογενές και αλλοπρόσαλλα συνθήματα. (σελ. 39) Στο σημείωμα που αφήνει για τους συντρόφους του εκδηλώνει συμπάθεια για το δικό του, όπως και εκείνων, αγωνιστικό παρελθόν. Διακρίνει ωστόσο την αλλαγή στην ώριμη ηλικία, (πολλοί συμβιβάστηκαν, παροπλίστηκαν ή άλλαξαν πλευρά), αλλά και την απουσία της νεολαίας.
[…] Τον πονούσε η μνήμη, τον έθλιβε και η αλλοίωση της εικόνας των πραγμάτων, όπως την είχε διατηρήσει στο μυαλό του. Έβλεπε γύρω του όλο άγνωστα πρόσωπα, πράγμα βέβαια φυσικό με δεδομένη την απουσία του για τόσα χρόνια. Όχι, όμως, δεν ήταν αυτό. Τα πρόσωπα που έβλεπε δίπλα του δεν ήταν μόνον άγνωστα. Ήταν αδιάφορα, άλλα ύποπτα, με κάθε τρόπο εχθρικά. Παιδιά πουθενά. […] (σελ. 41)
Η πολιτική δράση του μάς μεταφέρει (flash back) στη δεκαετία του 80: αγώνες, ακμαίο πολιτικό αίσθημα. Η συγγραφέας θίγει ζητήματα κομμάτων και πολιτικής αυτογνωσίας, λαϊκισμού. Μέσα από τις περιγραφές των περιπάτων του ήρωα στις γειτονιές και τα πάρκα της Αθήνας αφήνει να διαφανεί η περιγραφική της δυνατότητα: γλωσσική ακρίβεια, ανάγλυφες και παραστατικές εικόνες. Μέσα από τα δοκιμιακά σχεδιάσματα και τα ημερολόγια του Ευγένιου ξετυλίγει έναν σπουδαίο φιλοσοφικό λόγο πάνω στα μεγάλα και διαχρονικά προβλήματα της ανθρώπινης ύπαρξης: βούληση, θεοί, πεπρωμένο, ευτυχία, αλήθεια, γνώση· το αρχαίο ελληνικό μέτρο και το ξεπέρασμά του, το εξωανθρώπινο, η απόλυτη ελευθερία του ανθρώπου, (είμαστε τραγικά ελεύθεροι, διακήρυττε ο Σαρτρ), η αυτοχειρία ως πράξη βούλησης, (αναφορά στο ποίημα του Σικελιανού Η αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο, μαθητή του Βούδα)), ο θρίαμβος της «καταχθόνιας μηχανής» (διατύπωση του Κοκτώ για τη «συντριβή του πάσχοντος όντος»).
Αριστοτέλης, Όμηρος, Σικελιανός, Σαρτρ, Κοκτώ, Καβάφης, Καρυωτάκης, Γκαρωντύ, Σεφέρης (τ’ είναι θεός; τί μη θεός; και τί τ’ ανάμεσό τους;). Διακειμενικότητα επίσης με Έλληνες στιχουργούς, τραγουδιστές. Ένας πλούσιος λόγος περί ύπαρξης και η ανεπάρκεια, η μηδαμινότητά μας μέσα στο σύμπαν και την αιωνιότητα. Ο Οιδίποδας δεν είναι παρά ο ίδιος ο άνθρωπος.
[…] Πότε ήταν ευτυχής ο σοφός άνθρωπος, ο Οιδίποδας; Όταν αγνοούσε την πραγματική του ταυτότητα, όταν βίωνε μια «αλήθεια» κατασκευασμένη και ψεύτικη; Μήπως όταν άρχισε να του παιδεύει το μυαλό η υποψία της άλλης καταγωγής, και τον καθοδηγούσε στην έρευνά του η δύναμη του μυαλού του; Όταν, παρερμηνεύοντας τα δίσημα και σκοτεινά λόγια του θεού, που «ούτε λέγει ούτε κρύπτει, αινίττει», προσπαθώντας να αποφύγει τη μοίρα του, ίσα ίσα βάδιζε κατευθείαν επάνω της; Πότε ήταν ευτυχής; Μήπως τώρα που επιτέλους έφθασε στο τέρμα της επίπονης αναζήτησης και έμαθε το τρομερό μυστικό της γενιάς του; […] (σελ. 61)
Το τέλος που δίνει στη νουβέλα της Θηρίο ή Θεός η Διώνη Δημητριάδου, οι προβληματισμοί που θέτει, φέρνουν στην επιφάνεια το βαθιά ανθρώπινο, αυτό που όλοι αναζητούμε και έχουμε ανάγκη πέρα από την ύλη και την τεχνολογία, πίσω από τα κόμματα και τις θρησκείες: το άγγιγμα, την επικοινωνία. Ο άνθρωπος βρίσκεται πίσω και πάνω από όλα. Αδύναμος μέσα στη φθαρτότητά του, με τα αναπάντητα ερωτήματά του.
Οι αισθήσεις συμμετέχουν ενεργά στη γλαφυρή αφήγηση. Μπολιάζοντας την αρχαία, βυζαντινή και σύγχρονη πνευματικότητα με τις διαχρονικές αναζητήσεις του ανθρωπίνου όντος, η Διώνη Δημητριάδου αφήνει να αναδυθεί ένας ώριμος συγγραφικά και φιλοσοφικά προβληματισμός. Το βιβλίο από τα αξιανάγνωστα.
ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ
[i] https://prosvasimo.iep.edu.gr/Books/Eidikh-Agwgh-PI/books/c_likeiou/l_c_arial-28b/l_c_ekfrasi_ekthesi_arial_28b/l_c_ekfrasi_ekthesi_bm_(231-265)_28b.docx (Τελευταία πρόσβαση 3.12.2023)
[ii] «γνώμῃ κυρήσας οὐκ ἀπ’ οἰωνῶν μαθών»: ό.π.