Το φιλοσοφικό διήγημα του Κωνσταντίνου Λίχνου
Μια ενδιαφέρουσα και αλληγορική ερμηνεία του μύθου του Σίσυφου καταθέτει ο συγγραφέας Κωνσταντίνος Λίχνος στο φιλοσοφικό του διήγημα «Ο βράχος του Σίσυφου» (εκδόσεις Γράφημα, 2024), ανοίγοντας τη σκέψη προς τις πηγές της ζωής, προβάλλοντας τον ελεύθερο άνθρωπο, αυτόν που αντιτάσσεται στον δεσποτισμό των θνητών αλλά και των θεών. Το έργο συνιστά απόσταγμα γνώσης μυθολογίας και φιλοσοφίας, είναι γραμμένο με γλαφυρότητα και λόγο παραστατικό.
Στη μυθολογία ο Σίσυφος είναι ο ήρωας που καταδικάστηκε από τον Δία να κουβαλά έναν τεράστιο βράχο στην ανηφόρα. Να τον φτάνει στην κορυφή, αλλά ο βράχος να ξανακυλάει και εκείνος να εκκινεί απ’ την αρχή, δέσμιος ενός μαρτυρίου με μορφή επανάληψης και αιωνιότητας. Ο εφιάλτης του Σίσυφου αλληγορικά κατά πολλούς σχηματοποιεί το αναπόδραστο, ενσαρκώνει τη δυστυχία, τη ματαίωση κάθε προοπτικής για το μέλλον.
Ο συγγραφέας -όχι τυχαία- ως μότο του βιβλίου χρησιμοποιεί απόσπασμα από τον «Προμηθέα δεσμώτη» του Αισχύλου, παραλληλίζοντας τους δύο μυθολογικούς ήρωες. Αξίζει να δούμε τις συγκλίσεις, όπως και τη σκοπιμότητα του συγκεκριμένου αποσπάσματος. Ο Τιτάνας Προμηθέας παρά την απαγόρευση του Δία, σύμφωνα με τον μύθο, έκλεψε τη φωτιά από τους θεούς και την έδωσε στους ανθρώπους. Για την πράξη του αυτή καταδικάστηκε σε αιώνιο μαρτύριο: αλυσοδεμένος σ’ έναν απόκρημνο βράχο να του τρώει ένας γύπας το συκώτι κάθε ημέρα, αυτό να ανασυγκροτείται τη νύχτα και την επόμενη το μαρτύριο να επαναλαμβάνεται.
Μια από τις βασικές συγκλίσεις επομένως είναι ότι ο Σίσυφος και ο Προμηθέας περιφρονούν τους θεούς, τιμωρούνται για αυτό και εκτίουν ποινές μαρτύριο. Ωστόσο, ο Αισχύλος στον «Προμηθέα δεσμώτη» ξεφεύγει από τον μύθο. Παρουσιάζει τον Τιτάνα ελεύθερο, ατρόμητο στις απειλές, στους κεραυνούς του Δία. Απειλεί μάλιστα ο ίδιος τον θεό, μηνώντας του ότι γνωρίζει ένα μυστικό, το οποίο αν δεν το μάθει, θα χάσει τον θεϊκό του θρόνο. Ο Δίας ταράζεται, στέλνει τον απεσταλμένο του, τον Ερμή, να μάθει από ποιον κινδυνεύει η εξουσία του. Υπόσχεται ότι θα τον απελευθερώσει, αν του πει. Όμως ο Προμηθέας δεν το καταδέχεται. Θεωρεί τον εαυτό του ευεργέτη του γένους των ανθρώπων, επομένως αξίζει την ελευθερία και δεν την ανταλλάσσει. «Στον κραταιό λόγο του Δία, δηλαδή, ο Τιτάνας αντιτάσσει τον δικό του κραταιό λόγο, που προέρχεται από τη δίκαιη συνείδησή του».
Ο Αισχύλος με λίγα λόγια δημιουργεί τον πρώτο ελεύθερο άνθρωπο στη δυτική λογοτεχνία. Παρέχοντας στον Προμηθέα την ισχυρή βούληση να υψώσει το ανάστημά του απέναντι στην αυθαιρεσία των θεών, τον καθιστά κέντρο του σύμπαντος, ελεύθερο απέναντι στο θεό, στον άνθρωπο, στην ομάδα, στο συμφέρον, σε ό, τι εκμαυλίζει τη ζωή.
Ο Κωνσταντίνος Λίχνος στο φιλοσοφικό του διήγημα «Ο βράχος του Σίσυφου» αυτή την αισχύλεια, την προμηθεϊκή ελευθερία, δίνει στον Σίσυφο. Γι’ αυτό προτάσσει απόσπασμα του μεγάλου τραγικού ποιητή. Την ελευθερία του Ανθρώπου, όχι μιας μηχανής στην υπηρεσία συμφερόντων. Με τον τρόπο αυτό μετατρέπει τον βράχο σε ελπίδα, σε σισύφεια ευτυχία και ακουμπά το παράλογο του Καμύ, ο οποίος θεωρεί τον Σίσυφο τραγικό ήρωα όχι γιατί στερείται της ελπίδας, αλλά γιατί έχει συνείδηση της κατάστασής του. «Δεν υπάρχει μοίρα που να μην νικιέται με την περιφρόνηση» γράφει ο Καμύ και παρουσιάζει τον Σίσυφο ευτυχισμένο, να ορίζει ο ίδιος το πεπρωμένο του.
Στο πρώτο μέρος ο Κωνσταντίνος Λίχνος υπογράφει εκτενές «Σημείωμα του συγγραφέα». Ανιχνεύει τον αρχικό μύθο, τις αναφορές, όπως και τις πολλές ερμηνείες που από την αρχαιότητα έως σήμερα έχουν δοθεί για τον Σίσυφο και το δράμα του. Είναι μια ενδιαφέρουσα εργασία που αναδεικνύει το μέγεθος της επιρροής και των αναγνώσεων. Δίνει ωστόσο βαρύτητα στην ερμηνεία του Καμύ ο οποίος στο φιλοσοφικό του δοκίμιο «Ο μύθος του Σίσυφου» (πρώτη έκδοση 1942 από τον εκδοτικό οίκο Éditions Gallimard), μέσω του μύθου ασχολήθηκε με εάν έχει νόημα η ζωή και με το παράλογο που περικλείει, αφού «από τη στιγμή που θα γεννηθούμε είμαστε καταδικασμένοι να πεθάνουμε».
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου εκτυλίσσεται η μυθοπλασία. Ο συγγραφέας δημιουργεί ένα περιβάλλον θεατρικό στο οποίο ο πρωταγωνιστής Σίσυφος αναπτύσσει έναν χειμαρρώδη μονόλογο με πυρήνα τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής: την επανάληψη, τον ρόλο που έχει επωμιστεί, τους πολέμους, τη βία, τις ταξικές αντιθέσεις. Αναρωτιέται για το αυτεξούσιο, για την αναγκαιότητα του μαρτυρίου, την άρνηση να υποταχθεί σε αυτό, τη μελλοντική προοπτική. Βάζει τον Σίσυφο να συναντιέται με τον Ερμή, όπως και με τον Σωκράτη, ο οποίος του μιλά για τη σημασία της αμφιβολίας (αρχής της γνώσης), για την αξία της αμφισβήτησης (βάσης της εξέλιξης), ενώ ως δάσκαλος της διαλεκτικής προσπαθεί με διαρκείς ερωτήσεις να εκμαιεύσει από εκείνον απαντήσεις.
Φιλοσοφώντας για το «είναι», ο Λίχνος πλάθει έναν Σίσυφο επικεντρωμένο στο ανέβασμα του βράχου. Ο βράχος γίνεται η δύναμη που χαρίζει την πληρότητα, την αγωνιστικότητα, το πάθος για να ζήσει. Πρόκειται για έναν ρόλο παράλογο, όμως αναγκαίο, προκειμένου να αποφύγει την κενότητα και τη ματαιότητα. Έτσι φτάνουμε στην παράδοξη αντιστροφή του τίτλου: ο βράχος του Σίσυφου, όχι ο Σίσυφος και ο βράχος. Το παράλογο καθίσταται η μοναδική λογική, το μόνο που εξασφαλίζει την ύπαρξη. Παρότι όμως ο Σίσυφος -ως απόλυτος γνώστης του εφήμερου- παρουσιάζεται ανεκτικός και αποστασιοποιημένος, σαν να έχει απομυθοποιήσει κάθε νόημα, δεν αρνιέται τη ζωή. Αποδέχεται το βάρος της πέτρας, η θέληση γίνεται στόχος ζωής, την υπηρετεί συνειδητά και εν γνώσει του παραλογισμού της.
Το έργο απηχεί τις απόψεις του Καμύ. Σύμφωνα με τον Καμύ, η συνείδηση του θανάτου από μέρους του ανθρώπου δηλητηριάζει κάθε του φιλοδοξία. Αυτό τον οδηγεί σε μηδενισμό, σε μια αποστασιοποίηση που μπορεί να λάβει αυτοκτονικές διαστάσεις. Εν τέλει, όμως, η αιώνια αυτή προοπτική να κουβαλά την πέτρα στην ανηφόρα, λειτουργεί ευεργετικά για τον άνθρωπο, γιατί του προσφέρει τη δύναμη να μην παραιτείται. Στο σημείο τούτο εστιάζεται το παράλογο: ότι δηλαδή ο άνθρωπος αποδεχόμενος τη συνθήκη του μαρτυρίου του, νικά τον θάνατο και -έστω με την ψευδαίσθηση- συνεχίζει να ζει.
«Το τραγικό του μύθου βρίσκεται στη συνείδηση του ήρωα» γράφει ο Καμύ. «Πού θα ήταν, πράγματι, ο μόχθος του, αν σε κάθε βήμα τον στήριζε η ελπίδα της επιτυχίας; Σήμερα, ο εργάτης κάνει την ίδια δουλειά όλες τις μέρες της ζωής του κι αυτή η μοίρα είναι το ίδιο παράλογη. Είναι όμως τραγικός μόνο τις σπάνιες στιγμές που αποκτά συνείδηση. Ο Σίσυφος, προλετάριος των θεών, ανίσχυρος κι επαναστατημένος, γνωρίζει όλη την έκταση της άθλιας κατάστασής του: αυτήν σκέφτεται καθώς κατεβαίνει. Η διαύγεια του πνεύματός του, που θα ’πρεπε να ήταν το μαρτύριό του, ολοκληρώνει ταυτόχρονα τη νίκη του. Κανένα πεπρωμένο δεν αντέχει στην περιφρόνηση».[i]
Το φιλοσοφικό διήγημα του Κωνσταντίνου Λίχνου παρουσιάζει τον Σίσυφο να αποδέχεται το ανεβοκατέβασμα του βράχου. Έτσι τον μετατρέπει σε εκφραστή του οδυνηρού παραλόγου της ζωής, σε έναν άνθρωπο περήφανο, που επαναλαμβάνει εκούσια το μαρτύριο. Όταν ο βράχος φτάνει στην εκκίνηση, επιστρέφει για να τον ξανασηκώσει. Περιγράφοντάς τον να βαδίζει στωικά προς το μαρτύριο, τον καθιστά «υπέροχο μέσα στη μοίρα του, πιο δυνατό από το βράχο του».
ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ
[i] Albert Camus. 2007. Ο μύθος του Σίσυφου. Δοκίμιο για το παράλογο. Μετάφραση: Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ και Μαρία Κασαμπάλογλου-Ρομπλέν. Καστανιώτης. Τίτλος πρωτοτύπου: Le mythe de Sisyphe, (Paris: Gallimard, 1942)