Στον ποιητικό κόσμο της Μυρτώς Χμιελέφσκι
Η ευχάριστη έκπληξη από τα ποιήματα της Μυρτώς Χμιελέφσκι στη συλλογή «Walkwoman» (εκδόσεις Κουκκίδα 2023), προέρχεται αφενός από τη θεματική («η γυναίκα που πεζοπορεί»), αφετέρου από την τεχνοτροπία, μια πεζογραφική ποιητική που συγκεράζει το αυθόρμητο με τη λελογισμένη αλλά και υπερρεαλιστική φαντασία.
Ο ελεύθερος συνειρμός εικόνων διαμορφώνει μια ροή παραστάσεων που εναλλάσσονται σαν σεκάνς. Με τα ακουστικά στην τσάντα η Walkwoman βαδίζει και ταξιδεύει στο παρόν και στο παρελθόν. Ο περίπατος ξεδιπλώνει εικόνες τρέχουσες αλλά και μνήμες. Σουηδία, Πολωνία, Ελλάδα. Συμβατικές συμπεριφορές, πολιτική, βία, πόλεμος. Διάλογοι στο κρεοπωλείο, στις αγοραπωλησίες. Ο φακός εστιάζει στο σύνηθες, σε ό, τι περνά απαρατήρητο, το οποίο η Χμιελέφσκι μεταπλάθει δεξιοτεχνικά σε τέχνη.
WALKWOMAN. ΣΤΟ ΚΡΕΟΠΩΛΕΙΟ. WARWOMAN. Η ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ. Η γυναίκα καθώς βαδίζει καταγράφει όσα συμβαίνουν. Είτε ζωντανά είτε από ηχογράφηση τα στιγμιότυπα αποτυπώνουν τη ζωή με την ιλαρότητα και την τραγικότητα, την πόλη με τους ρυθμούς και τις μεταμορφώσεις της, το τοπίο. Η αναφορά στα καθημερινά συμβάντα αγκαλιάζει τις περισσότερες εκδηλώσεις του βίου. Από τις σκηνές στον δρόμο και το σπίτι, έως τη διατροφή, τις διακοπές, τη θέση της γυναίκας, τις έμφυλες ταυτότητες, ακόμη και την κατάργηση της δραχμής. Οι ημέρες εναλλάσσονται, όπως και ο χρόνος.
[…] Διέσχισα το Σάββατο χωρίς νερό και έφτασα στην Κυριακή. Η Κυριακή έχει τρύπες που μπορούν να πλημμυρίσουν. (ΣΤΟ ΚΡΕΟΠΩΛΕΙΟ, σελ. 37)
Η Μυρτώ Χμιελέφσκι κοιτάζει πίσω από τις βιτρίνες των καταστημάτων και τη λαμπρότητα των φώτων. Εισχωρεί στα ενδότερα των επαγγελμάτων. Παρατηρεί τον εργαζόμενο και την εργαζόμενη στην καθημερινή τους βιοπάλη, στην ωμότητα της δουλειάς. Τις σκηνές καταγράφει χωρίς φτιασίδωμα, με αλλεπάλληλους συνειρμούς και φωτογραφική αναπαράσταση, με κίνηση της κάμερας μπρος-πίσω, γκρο πλαν. Τα πρόσωπα και οι συμπεριφορές μεταφέρουν την ψυχοσύνθεση, την κουλτούρα, τις συνήθειες, τα ελαττώματα, τις παθογένειες.
Στη Βαρσοβία σταθμεύω για λίγο και μαζεύω αντικείμενα. Να το πάρω; Πάρ’ το. Βρίσκω, τη μέρα της αναχώρησης, εκτός από ένα βαζάκι powilda, δυο poster του ’70 που ανήκαν στον μικρό θείο. Ο αδελφός του χάθηκε στη Δύση και στον μικρό θείο δεν επιτρέπεται η έξοδος από τη χώρα. Στη θεία επιτρέπεται. Στον παππού όχι. Στη γιαγιά ναι. Η χώρα χρειάζεται τους άνδρες της, οι γυναίκες ας βγουν για λίγο από τον χάρτη. Κι ο παππούς, όταν γέρασε. (ΣΤΟ ΚΡΕΟΠΩΛΕΙΟ, σελ. 36)
Η Χμιελέφσκι έμμεσα σχολιάζει τα συστήματα, τα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα, ενώ συνομιλεί διακειμενικά με την τέχνη. Οι σπουδές και η εργασία, η ταυτότητα, αποτελούν μέρος της θεματικής, μια ελκτική αυτοαναφορά.
- Ονοματεπώνυμο. Όχι ΑΜΚΑ; Μετά. Χμιελέφσκι, χι όπως Χρήστος, μι όπως Μαρία, Χμιελέφσκι Μυρτώ (βιάζομαι να πω το μικρό). Μυρτώ Μαριάννα, (πετάγεσαι, σε κοιτάω ουδέτερα). Εθνικότητα; Υπηκοότητα ή εθνικότητα; Υπηκοότητα. Ελληνική (πάω να πω όλη την ιστορία, αν το έκανα θα με κοιτούσες ουδέτερα). Συμπτώματα; Το και το. Από δω παρακαλώ. Καθίστε, πίσω το κεφάλι βαθιά ανάσα στο gov το βράδυ το αποτέλεσμα. (Η ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ, σελ. 47)
Η Warwoman από την άλλη, παρατηρεί τις γυναίκες του πολέμου και της μετανάστευσης, τα παιδιά, τη μελλοντική ζωή τους.
- Γυναίκες με το όνομα Σόνια σέρνουν τα παιδιά τους στη μετανάστευση. Βρέχουν με βότκα μια ολόμαλλη κάλτσα και τρίβουν τις πλάτες τους για να πέσει ο πυρετός. Τυλίγουν με φύλλα λάχανου τον θώρακα για να σταματήσει ο βήχας.
Με κανένα λεωφορείο δεν επιστρέφουν. Στο εστιατόριο τα Σάββατα είναι σαν να είσαι στην πατρίδα. (WARWOMAN, σελ. 45)
Η γλώσσα κοφτή και σκωπτική τις περισσότερες φορές. Η καραντίνα και ο κομφορμισμός μέρος της λεπτής και υποβόσκουσας ειρωνείας.
[…] Όταν κουράζομαι να στήνω την περσόνα, βγάζω τις μπότες και πάω για ύπνο. […] (σελ. 41)
Πεζόμορφα και αφηγηματικά τα ποιήματα της Χμιελέφσκι εναλλάσσουν τη χρήση του πρώτου προσώπου (μορφή εκφοράς εσωτερικού μονολόγου ή ενός διαλόγου με τον Άλλο), με την αντικειμενική αφήγηση του τρίτου προσώπου, ενώ παράλληλα, σε συνεχή ροή, εγκιβωτίζουν εξωτερικούς διαλόγους όπως διαδραματίζονται στον καθημερινό βίο. Η αμεσότητα με την οποία αποτυπώνονται οι σκηνές, ο κινηματογραφικός τρόπος απόδοσης, οι ρεαλιστικές και υπερρεαλιστικές εικόνες, ξετυλίγουν τον χώρο μέσα στον οποίο ζούμε με τα πολυκαταστήματα και την ηλεκτρονική δικτύωση, τη βία, την ανισότητα, τους πολέμους, την τραγικότητα, αλλά και την ανθρωπιά.
Όταν η Ευτυχία είναι μικρή μεσουρανούν τα Jumbo.
Όταν η Ευτυχία δεν έρχεται στο σχολείο πηγαίνει με τη μαμά της για καφέ στην πλατεία. Κάτι συνέβη στη μαμά της. Μα την είδα στην Εθνική τράπεζα χθες.
Στο σχολείο, το σούρουπο, ήταν το ραντεβού για το μαχαίρωμα του Παύλου. Στην υπόγεια διάβαση χτύπησαν τον γιο του Βαλίδη για το iPhone. Στην πλατεία δέρνουν τους άνδρες και μια γυναίκα. Πριν την καραντίνα και πριν το κουδούνι, η Ευτυχία κάνει tik tok με τη φίλη της. Έχω χάσει τα ίχνη της και ούτε tik tok κάνει πια κανείς. Κυρία, ζωγραφίστε μου δυο ψηλοτάκουνες κόκκινες μπότες στην άκρη ενός δωματίου. Κάνω ό, τι μπορώ. Εντάξει. Ο Παύλος είναι εντάξει. Ο Βαλίδης μετακόμισε. Στην πλατεία δεν διαδηλώνουν. Η μαμά της Ευτυχίας δεν θα ξαναπιεί καφέ. (ΣΤΟ ΚΡΕΟΠΩΛΕΙΟ, σελ. 33)
ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ