Η ποιητική συλλογή του Πασχάλη Κατσίκα, «Νήσος Κίρκη» (Δρόμων, 2024), κινείται σε τόνο στοχαστικό και νοσταλγικό. Η μνήμη και ο χρόνος πρωτοστατούν, η συναισθηματική ένταση, η εκ βαθέων ομολογία. Ο τίτλος δημιουργεί συνειρμούς με την Κίρκη της ομηρικής «Οδύσσειας» που μεταμόρφωνε τους εχθρούς της σε ζώα χρησιμοποιώντας μαγικά ποτά. Η λέξη ωστόσο συνιστά και ονομασία του τόπου καταγωγής του ποιητή που είναι ο ακατοίκητος στις μέρες μας οικισμός Κίρκη του Έβρου, το Κιρκάκιοϊ μέχρι το 1920, με τα εγκαταλειμμένα μεταλλεία.
Ο Πασχάλης Κατσίκας, παρακινούμενος ωσεί Οδυσσέας από τη νοσταλγία για τη δική του Ιθάκη, με τις μεταμορφώσεις που του παρέχει η δύναμη της τέχνης, προσπαθεί να αποτυπώσει το συναίσθημα. Η επιθυμία στον ποιητικό του αργαλειό συμπλέκεται με την εμπειρία. Στις τέσσερις ενότητες της συλλογής που εισάγονται με ισάριθμα ποιήματα στοιχισμένα στη δεξιά πλευρά, διακρίνουμε επιστροφή στην παιδική ηλικία. Η αντίθεση ανάμεσα στο σήμερα και το χθες κυριαρχεί. Βαραίνει επίσης το ζήτημα του έρωτα, του θανάτου, της ποίησης.
Χρησιμοποιώντας το δεύτερο ρηματικό πρόσωπο, της συνομιλίας, σε πολλά του ποιήματα ο Κατσίκας απευθύνεται στον πατέρα. Οι αναφορές αφήνουν να διαγραφεί η προσωπικότητα, οι καθημερινές δραστηριότητες, η φυγή της οικογένειας στη Γερμανία, η σχέση μαζί του. Μέσα από την περιγραφή της πατρικής μορφής και πίσω από τις λέξεις υποφώσκει η ζωή στο χωριό, ο καφενές, το τάβλι. Ακούγονται τα τραγούδια του Καζαντζίδη. Τα παιδικά χρόνια κατακλύζουν τον νου, γεννώντας τη νοσταλγία, αλλά και συσχετισμούς με τη δική του γονεϊκή στάση, απέναντι στο δικό του παιδί.
ΣΗΜΕΡΑ
Ξύπνησα φορώντας τις πιζάμες σου
Όλες εκείνες τις φορές θυμήθηκα
Με κέρναγες τσίχλες, σοκολάτες, καραμέλες
ενώ ο ακατάδεχτος αρνιόμουν να πάρω
Στο σπλάχνο μου πρόσφερα παγωτό
μα έστρεψε το πρόσωπο αλλού
Είπε πως πιο πολύ ορέγεται
ένα αυτοκινητάκι απ’ την απέναντι βιτρίνα
Κι έτρεξε μακριά (σελ. 9)
Ο θάνατος, οι απώλειες, η απουσία γενικότερα, κατέχουν σημαντικό μέρος στη συλλογή.
ΣΤΟΝ ΜΠΑΧΤΣΕ
Μόνος σου άνοιγες βραγιές
μια δρασκελιά η μία από την άλλη
Σαράντα ρίζες φύτευες μπαρμπούνια
και άλλες τόσες ντοματιές
Με λάστιχο πότιζα τ’ απόγευμα
Έπνιγα έντομα στα καρίκια
Τον πετροπόλεμο έχανα
τη βόλτα με το ποδήλατο
τα «Υπερατού» και άλλα
Τα ζαρζαβάτια όταν μαγείρευε
δεν πείναγα, έλεγα στη μάνα
Τώρα, με νύχια άκοπα
θάβω τους ίδιους σπόρους
Τα καλοκαίρια πιότερο
η γεύση σας μού λείπει (σελ. 17)
Φόντο των ποιητικών αφηγήσεων του Πασχάλη Κατσίκα είναι η πατρώα γη, ο Έβρος και η Κομοτηνή. Ο έρωτας έχει δυναμική παρουσία, κυρίως όμως ως ανάμνηση της νεότητας. Παρουσιάζεται με στοιχεία αυθεντικότητας και αθωότητας, αλλά και ως απώλεια.
ΦΟΙΤΗΤΙΚΕΣ ΕΣΤΙΕΣ
Μετά το πρώτο ραντεβού
κάτω από την Καμάρα
με φίλησες στο κρύο μάγουλο
Στις σκάλες πριν χαθείς
γύρισα στο δωμάτιο
Με τα ρούχα ξάπλωσα
δίχως να πλυθώ
Μόνο το βράδυ εκείνο
με ονειρεύτηκα ανάμεσα στα σύννεφα (σελ. 24)
Οι ερεθισμοί από τις ανθρώπινες απουσίες οδηγούν σε ποιητικές αναφορές με υπαρξιακή κατεύθυνση. Όμως ενυπάρχει και η κοινωνική θεματική. Εκφράζεται ευαισθησία για τη φύση και τα πουλιά, ειρωνεία για τη μοναξιά παρά την εύκολη μέσω της τεχνολογίας επαφή.
ΕΝ ΖΩΗ
Ρούφηξα μόνος τον πικρό καφέ
Την ελιά μάσησα με το ξερό παξιμάδι
Στεγνό το σιτάρι στον ουρανίσκο
Μ’ ένα κονιάκ έσβησα την άχνη
5000 φίλοι έγραφε η οθόνη
και ούτε ένας από αυτούς στη γιορτή σου (σελ. 34)
Με κατανοητική δεκτικότητα που εξασφαλίζει στους αναγνώστες των ποιημάτων τη νοητική συμμετοχή ο Πασχάλης Κατσίκας αναφέρεται επίσης στην ποίηση. Τα ποιήματα ποιητικής του σχολιάζουν τη διαδικασία της δημιουργίας όπως και ζητήματα σχετικά. Οι προσπάθειες των ποιητών να περιγράψουν την τέχνη τους είναι άπειρες και αρχέγονες. «Η ποίηση είναι ένα πουλί, που αν μπορούσε να πει με ακρίβεια τί τραγουδάει, γιατί τραγουδάει, και τί είναι αυτό που το κάνει να τραγουδάει, δεν θα τραγούδαγε» έγραφε κάποτε ο Πωλ Βάλερι. «Η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου» έλεγε ο Εμπειρίκος. Για τον Μανόλη Αναγνωστάκη «η ποίηση είναι ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας» και για τον Καρυωτάκη «το καταφύγιο που φθονούμε».
Ο ποιητής για τον Πασχάλη Κατσίκα έχει έναν καφενέ.
έχΩ έναν καφενέ
Εδώ μαγειρεύω μοναχός
καινούργιους μεζέδες σερβίρω με μεράκι
Κάποιοι τούς βρίσκουν νόστιμους
πολλοί αδιάφορους
Η δοκιμή είναι πάντα δωρεάν
Ζερβά έχω το κυτίο παραπόνων
Απέναντι ένα πανέρι για τις συνταγές
Οι φιλόμουσοι ρίξτε και στα δύο
Σ’ έναν καφενέ όπου όλα νοστιμεύουν
μέρα με τη μέρα
πλούσιος δεν έγινα ποτέ
Μυρωδιές στη γειτονιά ίσως αφήσω (σελ. 47)
Στις συνθέσεις που ασχολούνται με την ποίηση ο Κατσίκας σχολιάζει επίσης τη λογοκλοπή, τον αγώνα των ποιητών και των ποιητριών με τις λέξεις, το προσωπείο στην τέχνη.
Η ΠΟΙΗΣΗ
Απαιτεί για να προσληφθείς
ημίψηλο με μια χοντρόπετση πανοπλία
Στην προσωπική συνέντευξη
έχεις αντίπαλο τον ισχυρότερο πολεμιστή
Αλλοιώνει ό, τι δεν καταφέρνει να σκοτώσει
Αλώβητος αν βγεις από τη μάχη
ίσως τα καταφέρεις ως τη σύνταξη
Δεν θα πεθάνεις άνεργος στην ψάθα (σελ. 51)
Μεταμορφωμένος και ο ίδιος στην ποιητική του συλλογή «Νήσος Κίρκη» με τις ποικίλες μάσκες και τα βότανα που προσφέρει η τέχνη ο Πασχάλης Κατσίκας δίνει διέξοδο στις εκφραστικές δυνατότητες του δικού του προσώπου. Ξετυλίγει τις αγωνίες της ωριμότητας και της ενηλικίωσης μετά από τις σκληρές απώλειες των γονέων και αγαπημένων προσώπων, μετά από τις εμπειρίες του έρωτα, την πίκρα των απογοητεύσεων. Οι στίχοι του απαυγάζουν ένα νοσταλγικό συναίσθημα, μια αίσθηση υπαρξιακής μοναξιάς που μόνον η ποίηση μπορεί ίσως να απαλύνει.
ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ