Ένα λιθαράκι
πετάχτηκε απ’τον ήλιο.
Φυτρώσαμε πάνω του,
άνθη της πέτρας,
ανίδεοι ναυαγοί του μέλλοντος.
Γεννήθηκαν πολλά λιθαράκια μετά,
στον πλανήτη της ουτοπίας.
Κάποιοι, τα πέταγαν
ο ένας στον άλλον,
πολεμώντας.
Άλλοι τ’ απίθωναν προσεχτικά,
προσπαθώντας να χτίσουν,
ότι χτίζεται.
Μερικοί τα έδεναν στο λαιμό τους,
απελπισμένοι
και τραβούσαν για τον κάτω κόσμο των νερών.
Οι οργισμένοι έσπαγαν ότι έβρισκαν,
κυρίως αγάλματα.
Ακόμη και τείχη έχτιζαν
για να κρατούν μακριά τους απέναντι.
Όλα στο τέλος ήταν γραφτό να τελειώσουν
μ’ένα τεράστιο πλάφ
σε βρώμικα νερά.
Θυμίζει πολύ Λίζα Διονυσιάδου . Σε λίγες γραμμές τα είπες όλα.