Η ρεαλιστική ιστορία του Τσέχοφ, Θάλαμος Νο 6, γράφτηκε το 1892 και πρωτοδημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό «Ρωσική σκέψη». Πρόκειται για ένα έργο, όπου, ο μεγάλος συγγραφέας καταπιάνεται με την μοναξιά, την υποκρισία, την αδιαφορία του ανθρώπου για τον συνάνθρωπό του και ταυτόχρονα την δύναμή του να συνεχίζει να παλεύει μέσα στην βαρβαρότητα του άγριου κόσμου. Εδώ, η αγάπη θα σώσει τον κόσμο,(σε αντιδιαστολή με την ομορφιά του άλλου μεγάλου Ρώσου, του Ντοστογιέφσκι), αλλά μήπως και η αγάπη δεν είναι ομορφιά;
Ο κεντρικός ήρωας του έργου, ο γιατρός Αντρέι Γιεφίμιτς είναι ένας άνθρωπος μορφωμένος, με καλό, αλλά αδύναμο χαρακτήρα. Εχει πλήρη επίγνωση των προβληματικών συνθηκών του νοσοκομείου στο οποίο εργάζεται και έχει συμφιλιωθεί με την θλιβερή κατάσταση της ανύπαρκτης περίθαλψης των ασθενών. Στην αρχή, είχε κάποιες ελπίδες ότι θα μπορούσε να προσφέρει έργο, ώστε να βελτιωθούν οι συνθήκες, σύντομα όμως παραιτήθηκε από αυτή την ιδέα, συνειδητοποιώντας ότι όλους μας περιμένει το τέλος και η προσπάθειά του δεν θα είχε κανένα νόημα. Μια κατάσταση γνώριμη σε όλους μας. «Όλα είναι χάλια ! Εγώ θα σώσω τον κόσμο»;
Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι η αδιαφορία. Αδιαφορία για την καθημερινότητα με όλα της τα κοινωνικά προβλήματα. Οι φιλονικίες και όλη η καθημερινότητα δεν τον αφορούν.
Κάπου, ο Αντρέι Γιεφίμιτς διαλογίζεται :
«Ασκώ ένα βλαβερό επάγγελμα και πληρώνομαι από ανθρώπους που εξαπατώ· δεν είμαι τίμιος άνθρωπος. Ωστόσο, εγώ ο ίδιος, ο εαυτός μου, είμαι ένα τίποτα, δεν είμαι παρά ένα μόριο του αναγκαίου κοινωνικού κακού: Όλοι οι επαρχιακοί υπάλληλοι είναι επιζήμιοι και τζάμπα παίρνουν το μισθό… Υπεύθυνος, δηλαδή, για την ατιμία μου δεν είμαι εγώ, αλλά η εποχή μου… Αν περίμενα να γεννηθώ διακόσια χρόνια αργότερα, θα ήμουν αλλιώτικος».
Ίσως παρόμοιες σκέψεις κάνουν πολλοί άνθρωποι και στην εποχή μας. Όλες άλλωστε οι εποχές βρίθουν από κακώς κείμενα. Κακώς κείμενα που παραμένουν ζωντανά σε όλα τα συστήματα.
Ακόμη και αν περίμενε ο Αντρέι Γιεφίμιτς να γεννηθεί διακόσια χρόνια αργότερα, ή και περισσότερα, στα ίδια χάλια θα βρισκόταν. Η μόνη δε ελπίδα να αλλάξει κάτι τέτοιο θα ήταν η αυτογνωσία πρώτα και η προσωπική του διάθεση μετά, να αντικρύσει την αλήθεια με συμπόνια και τρυφερότητα. Αυτήν όμως την ελπίδα, εκείνος δεν την έβλεπε ακόμη τότε.
Κάποια στιγμή, στην ιστορία του Τσέχοφ, ο Αντρέι Γιεφίμιτς επισκέπτεται την παρατημένη πτέρυγα με τους ψυχικά ασθενείς. Στον θάλαμο Νο 6 γνωρίζει τον τρόφιμο Ιβάν Ντιμίτρεβιτς Γκρομ, έναν δύστυχο που πάσχει από μανία καταδίωξης. Η κουβέντα τους τον επηρεάζει τόσο, ώστε αρχίζει να τον επισκέπτεται συχνά. Η καρδιά του γιατρού κατακλύζεται από συμπόνια. Επι πλέον, δυστυχής και μοναχικός και ο ίδιος, βρίσκει μια ψυχή που αισθάνεται να της μοιάζει. Αυτό, προκαλεί την περιέργεια του προσωπικού, που αρχίζει να κουτσομπολεύει την περίεργη φιλία τους. Τον καλούν στην διοίκηση και με συνοπτικές διαδικασίες τον αναγκάζουν να παραιτηθεί. Δύο άνθρωποι από διαφορετικούς κόσμους, που τους ενώνει η μοναξιά, πλησιάζουν ο ένας τον άλλον, κόντρα στην γενική αδιαφορία των υπολοίπων. Αυτό ήταν! Σύντομα, ο γιατρός, ο ήρωας του Τσέχοφ, βρίσκεται στον ίδιο θάλαμο με τον ασθενή του.
Η ιστορία τελειώνει με τον θάνατο του γιατρού από καρδιακή προσβολή, μετά από ένα εικοσιτετράωρο παραμονής του στον θάλαμο των ψυχικά ασθενών και την απ’ ευθείας γνωριμία του με τις μεθόδους καταστολής.
Οι ήρωες μιας πτέρυγας για ψυχικά διαταραγμένους, δεν διαφέρουν και πολύ από τους καθημερινούς ήρωες της ζωής που δέχονται αδιαμαρτύρητα ότι τους πλασάρουν για το καλό τους. Ο Τσέχοφ βεβαίως απευθυνόταν στους αφημένους στην τύχη τους ανθρώπους της εποχής του. Για όλους τους μεγάλους συγγραφείς όμως τα μηνύματα περνούν μέσα από τον χρόνο.
Όταν οι αξίες της ζωής έχουν αντικατασταθεί από αδιαφορία και άρνηση για ριζικές αλλαγές, η ανθρώπινη διαδρομή οδηγείται σε αδιέξοδο και διαρκές μοιρολόι.
Μπορεί κάποιος να μείνει στην απαισιόδοξη ματιά της Τσεχοφικής ιστορίας, ωστόσο κάθε παρόμοια ιστορία δεν έχει απαραίτητα κακό τέλος. Ακόμη και με τον θάνατο του γιατρού, έχει μπει ο σπόρος για την αλλαγή.
Επι χρόνια, οι αριστεροί, ζήσαμε με την πεποίθηση πως το σύστημα, ως δια μαγείας, θα άλλαζε τον άνθρωπο. Κάθε άλλη άποψη, την θεωρούσαμε καπιταλιστική προπαγάνδα. Η ιδέα ότι ο άνθρωπος ήταν ανίκανος να βελτιωθεί από μόνος του και χρειαζόταν οπωσδήποτε μια καθοδήγηση άνωθεν για το καλό του ήταν βαθιά ριζωμένη μέσα μας.
Στην Σοβιετική Ένωση όμως, εκεί όπου έλαβε χώρα το μεγάλο πείραμα για αλλαγή του συστήματος που θα οδηγούσε στην ανθρώπινη ευημερία, κυκλοφορούσε από τους ανήσυχα σκεπτόμενους ανθρώπους, το παρακάτω ανέκδοτο:
Ερώτηση: Γνωρίζετε ποια είναι η διαφορά μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού;
Απάντηση: Στον καπιταλισμό υπάρχει εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Στον Σοσιαλισμό υπάρχει ακριβώς το αντίθετο !
Και επειδή, μέσα στα δικτατορικά καθεστώτα τα ανέκδοτα λένε τις μεγάλες αλήθειες, όλη η ελπίδα μας θαρρώ βρίσκεται στα χέρια μας! Στα χέρια όλων μας μαζί και του καθενός από μας χωριστά!