Τις μέρες εκείνες που ουρανός και θάλασσα γίνονταν ένα, η ανθρώπινη βλακεία φάνταζε μεγαλύτερη ! Δεν είχε λογική εξήγηση για αυτό το συναίσθημα. Ίσως είχε να κάνει με την έλλειψη ώσμωσης που εμπόδιζε τους ανθρώπους να ενταχθούν στην πραγματική ζωή. Περνούσαν από τον πλανήτη αδιάφοροι περαστικοί και έφευγαν φορτωμένοι με χιλιάδες άχρηστες σκέψεις. Έτσι, περίμενε μια άλλη μέρα, λιγότερο μουντή. Κάποτε (συχνά θα έλεγα),ερχόταν αυτή η μέρα, μα ήταν μόνο για λίγο. Όσο κρατάει ένα διάλειμμα για τσιγάρο Αυτός μάλλον ήταν ο λόγος που κάπνιζε όλο και περισσότερο.
Συχνά, προσπαθούσε να φανταστεί τον άνθρωπο του μέλλοντος. Συνήθως κατέληγε σε ένα αδιάφορο ανερμάτιστο ον που έμοιαζε με ρομπότ. Δεν ήταν σίγουρη αν αυτή η κατάληξη είχε σχέση με τις καθημερινές της προσλαμβάνουσες και την προσπάθεια ερμηνείας της παράνοιας ή με τις χαρακιές στην ψυχή της. Όπως και αν ήταν οι σκέψεις αυτές δεν ήταν αισιόδοξες. Την ίδια ώρα, το ποτήρι (που σε άλλους φαινόταν μισογεμάτο και σε άλλους μισοάδειο), σε κείνη ήταν πάντα ένα απολαυστικό ποτήρι κρασί.
Ύστερα πάλι, όταν γύριζε στα σημερινά, έβλεπε μόνο μια τεράστια σκακιέρα. Μια σκακιέρα με πιόνια, ανήμπορα να κάνουν ματ. Τα άσπρα και τα μαύρα πεδία, ποτισμένα με αίμα, δεν ξεχώριζαν. Η γη ολόκληρη μύριζε θάνατο. Άνθρωποι φλεγόμενοι, απεγνωσμένα προσεύχονταν να κάνει λάθος ο αρχισκακιστής. Εκείνος όμως είχε πάντα στο στόχαστρο τον αλαζόνα βασιλιά (που στην πραγματικότητα ήταν μεταμφιεσμένο πιόνι) και την απαιτούμενη ευελιξία ώστε να τον περικυκλώνει αθόρυβα. Χρόνια ολόκληρα είχε εξασκηθεί στις αόρατες ίντριγκες. Και ποτέ δεν λάθευε.
Μετά από όλες αυτές τις σκόρπιες σκέψεις τα βήματά της την οδηγούσαν στην θάλασσα. Μόνο εκεί εύρισκε παρηγοριά. Στο νερό. Αυτό μόνο ήταν αμερόληπτο. Φαντασιωνόταν ότι ξαναγύριζε στην αρχή της ζωής, της ζωής πριν την γνωστή μας ζωή. Εκεί που όλα κυλούσαν αμερόληπτα. Εκεί που τα χάδια έμεναν ανεξίτηλα. Εκεί που όλα τα αινίγματα είχαν την λύση τους. Το νερό ήταν λυτρωτικό. Και η θάλασσα αυτή δεν ήταν σαν όλες τις θάλασσες. Ένα πλατάνι φύτρωνε μέσα της. Σε μια ανήσυχη θάλασσα όλα μπορούν να συμβούν. Ο γλάρος ξεκουραζόταν στη σκιά του όταν δεν την συντρόφευε. Ήταν ένας σκεπτόμενος γλάρος ή τουλάχιστον περισσότερο σκεπτόμενος από πολλούς γνωστούς της ανθρώπους.
Ως να τελειώσει η μέρα και πριν η νύχτα σκορπίσει το μαύρο της στο νερό, η θάλασσα ήταν ο σύντροφός της. Μετά, έστρεφε το βλέμμα της ξανά στον ουρανό και εκείνη, μαζί με όλους μας συνέχιζε να βαδίζει ανάμεσά τους.