Μας συνέδεσε ο Ιουλιανός τού Καβάφη, πριν από δώδεκα χρόνια. Οι διαφορετικές μας απόψεις, που υποστηρίχθηκαν με επιχειρήματα, εμφύσησαν τον σεβασμό και έδωσαν αρχή σε μια φιλία η οποία, εκτός των άλλων, μου έδωσε την ευκαιρία να παρακολουθώ από τότε αδιαλείπτως την πνευματική του παραγωγή και να χαίρομαι για την εξέλιξη του ποιητικού του έργου και ως προς την τεχνική και ως προς την θεματική.
«Το Πιο Ωραίο Τοπίο» είναι η τρίτη ποιητική συλλογή τού Διονύση Στεργιούλα. Προηγήθηκαν το 2019 τα «Καθόλου Ποιήματα» και το 2021 «Το Παράδοξο του Ζην». Σε μια συνέντευξη, την οποία παραχώρησε πρόσφατα ο ποιητής, ο δημοσιογράφος σχολίασε ως εξής τον αριθμό τών συλλογών αυτών: «Δεν έχεις πολλές». Έχω καταλήξει, ύστερα από απειράριθμα διαβάσματα, και δεν είμαι ο μόνος, πως, κατά κανόνα, η αξία ενός ποιητικού έργου είναι αντιστρόφως ανάλογη του όγκου του. Ο Γκάτσος για παράδειγμα δεν σταμάτησε να γράφει, το στιχουργικό του έργο βρίθει ποίησης, όμως δεύτερο ποιητικό έργο δεν εξέδωσε, αφού έκρινε πως δεν είχε να παρουσιάσει κάτι σημαντικότερο ή διαφορετικό από την «Αμοργό» του. Οι μεταθανάτιες εκδόσεις από τον Ίκαρο (1995), συλλογή στιχουργημάτων υπό τον τίτλο «Φύσα αεράκι φύσα με μη χαμηλώνεις ίσαμε», και τον Πατάκη (2018), υπό τον τίτλο «Όλα τα τραγούδια», πόρρω απέχουν από το να λογίζονται ποιητικές συλλογές. Ας το προσέξουμε, η περίπτωση του Γκάτσου δεν είναι ακραία επειδή με ένα ποίημα έγινε ποιητής, αλλά διότι είναι όντως ποιητής. Δεν είμαστε λοιπόν υπολογίσιμο μέγεθος, για το λόγο ότι μπορούμε να επιδεικνύουμε ικανό αριθμό τίτλων συλλογών μας. Αυτό το έχει υπόψη του και ο Στεργιούλας.
Θα ήταν επομένως σοφότερο να μας ρωτούν, και εμείς να αναρωτιόμαστε, πόσα από τα ποιήματα που γράψαμε θα μείνουν. Η διόλου αμελητέα πιθανότητα να μην αφήσουμε τίποτα και να χαθούν όλα μετά θάνατον σχολιάζεται στο ποίημα «Θα ξεχαστείς». Ο ποιητής απευθύνεται στον εαυτό του και στους ομοτέχνους του: «Ποιητής στην αυλή του βασιλιά / έτσι το θέλησε η μοίρα / να υπηρετείς τους ισχυρούς (…) / Να σε γεμίζουν με επαίνους και βραβεία / αυτοί που δεν σκαμπάζουν από ποίηση / και κάθε βράδυ κλαίγοντας να εύχεσαι / να είχαν εξελιχθεί τα πράγματα αλλιώς. / Θα ξεχαστείς κι εσύ κι εκείνοι / όλοι οι στίχοι σου θα ξεχαστούν (…)» (σελ. 33).
Κοινά παρατηρήματα μπολιάζουν στίχους και μέσα από αυτούς αποδίδονται τροφή σκέψης στον αναγνώστη. Στις γραμμές εμφωλεύει η υπαρξιακή αγωνία, η οποία με το πέρασμα του χρόνου απλώνει βαθύ ρίζωμα. Η αναζήτηση αναλογιών από τις σελίδες τής Ιστορίας προσφέρει μια σοβαρή παραμυθία, έτσι όμως τα κείμενα γίνονται ιδιαίτερα απαιτητικά. Αυτή η δυσκολία προσπέλασης του ποιήματος επιτείνει τη μοναξιά τού ποιητή, ιδίως στους σημερινούς καιρούς τής ευκολίας, της ημιμάθειας, της μετριότητας, της προβολής και επιβολής τού τίποτα. Για όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας γράφει το ποίημα «Φιλόξενος»: «“Δεν μου αρέσουν τα ποιήματά σου” / είπε ο Φιλόξενος στον Διονύσιο / “κι αν θέλεις κλείσε με στη φυλακή / αν θέλεις στείλε με στα λατομεία. / Αλλά να ξέρεις, όλοι γύρω σου / σου λένε ψέματα, σε κοροϊδεύουν / όλοι γνωρίζουν ότι είσαι ατάλαντος / ότι η ποίηση υποφέρει εξαιτίας σου / και σε φοβούνται ή γελούν μαζί σου”. / Δεν ξέρω τι απέγινε ο Φιλόξενος / όταν δραπέτευσε από τα λατομεία / δεν ξέρω καν πώς βρέθηκε εδώ / σ’ αυτήν την εποχή, σ’ αυτό το ποίημα» (σελ. 30).
Στο ποίημα αυτό ο Στεργιούλας διηγείται την ιστορία τού σπουδαίου στην εποχή του διθυραμβοποιού Φιλόξενου από τα Κύθηρα, ο οποίος τόλμησε να κρίνει τα ποιητικά κατασκευάσματα του Διονυσίου τού Πρεσβυτέρου, τυράννου των Συρακουσών, και για τιμωρία εστάλη να σπάζει πέτρες στα λατομεία. Όμως, μια και στο νησί τού Φιλόξενου λατρευόταν η Κυθέρεια Αφροδίτη, ο νους με μετέφερε στην Κύπρο, όπου έζησε 2-3 αιώνες μετά, τον 2ο π. Χ. αιώνα, ένας άλλος Διονύσιος, ποιητής τραγικός, που από το έργο του δεν σώθηκε μήτε μισή αράδα. Όπως μας πληροφορεί ο ιστότοπος «polignosi», ήταν «άρχων, μέλος δηλαδή του διοικητικού συμβουλίου τού κοινού τών περί τον Διόνυσον τεχνιτών, της Παγκύπριας δηλαδή Θεατρικής Ομοσπονδίας». Πώς να μην σκεφτεί κανείς όλους εκείνους τους Διονυσίους, μέλη τής ιντελιγκέντσιας του καιρού τους, που πίστεψαν πως τους δόθηκε άνωθεν η εξουσία του «δεσμείν και λύειν» [Ματθ. 16.19].
Πρέπει να επισημάνουμε ότι ο λόγος τού ποιητή μας ουδέποτε γίνεται καταγγελτικός, δεν παρουσιάζει άρα την παραμικρή έκπτωση. Απευθύνεται με νηφαλιότητα στον αναγνώστη του: Μα πώς δεν το βλέπεις; «Αυτό που λέμε σήμερα Μεσαίωνα / εκείνοι νέα εποχή το έλεγαν / κι αυτό που λέμε νέα εποχή / εκείνοι θα το λένε κάποτε Μεσαίωνα. / Κι αυτό που σήμερα μας γοητεύει / θα έχει κάποτε ξεπεραστεί / ενώ αυτό που είναι αδιάφορο / μια άνοιξη σαν είδωλο θ’ αγαπηθεί» (Σαν είδωλο, σελ. 10). Ιστορική συνείδηση αποκτούν οι ποιητές, όχι οι ιστορικοί.
Σημαντική στο έργο τού Στεργιούλα είναι η σχέση με τον εαυτό μας. Μια ενδιαφέρουσα πρόταση μας δίδεται στο ποίημα «Να μην είσαι»: «Το θέμα είναι να μην είσαι ο εαυτός σου. / (…) Πρέπει κατά καιρούς ν’ αλλάζεις ρόλους / ν’ αμφισβητείς τις πράξεις και τα λόγια σου / να μοιράζεσαι με τους εχθρούς σου ό,τι έχεις / και να συμφωνείς με όσα σου καταλογίζουν. / (…) Δοκίμασέ το και θα δεις, όλα θ’ αλλάξουν / όλα θα σου φαίνονται πρωτόγνωρα / το καλούπι του εαυτού σου θα έχει σπάσει / και θα χαμογελάς με όλους εκείνους / που θα σε συμβουλεύουν να είσαι ο εαυτός σου» (σελ. 12). Το ποίημα μπορεί να διαβαστεί και ως συνομιλία τού ποιητή με τον Λεό Μπουσκάλια: «Μας κυβερνάει τόσο πολύ αυτό που μας λένε οι άλλοι ότι πρέπει να είμαστε, που έχουμε ξεχάσει ποιοι είμαστε».
Αυτή η σχέση με τον εαυτό μας εξετάζεται και σε ένα άλλο, εξαίσιο ποίημα, που επιγράφεται «Ένιωθε ξένος»: «Ένιωθε ξένος όπου κι αν ταξίδευε / ένιωθε ξένος κι όταν δεν ταξίδευε. // Ένιωθε ξένος όταν κοίταζε τον ουρανό / ένιωθε ξένος όταν βάδιζε στη γη. // Ένιωθε ξένος στο μεγάλο δάσος / ένιωθε ξένος στον μικρό του κήπο. // Ένιωθε ξένος όταν γύριζε στον κόσμο / ένιωθε ξένος όταν γύριζε στο σπίτι. // Ένιωθε ξένος δίπλα στους ανθρώπους / ένιωθε ξένος με τον εαυτό του» (σελ. 22). Η αίσθηση αυτή επαναλαμβάνεται και στο ποίημα «Οσία Ξένη», που καταλήγει: «Και με το όνομά της η αγία να μου θυμίζει / πως πάντα ένιωθα περαστικός και ξένος» (σελ. 34).
Η λέξη «ξένος» με απασχολεί εδώ και καιρό. Σημαίνει, μεταξύ άλλων, τον φίλο, εκείνον του οποίου δεν γνωρίζουμε το όνομα ή και την καταγωγή. Σε αυτόν τον άγνωστο φίλο απευθύνονται οι Θερμοπυλομάχοι στο επίγραμμα του Σιμωνίδη του Κείου: «Ω ξειν…». Με αυτή την ειδική σημασία μπαίνω στον πειρασμό να διαβάσω πάλι τα παραπάνω ποιήματα και έχουμε μια άλλη εκδοχή τους.
Βασικός άξονας στο corpus τού Στεργιούλα είναι ο λαβύρινθος. Διαβάζουμε το ποίημα «Το αρχαίο κουβάρι»: «Αντί να ταξιδεύω στη γαλάζια θάλασσα / ταξίδευα πάνω στη λέξη «θάλασσα» / κι από τα δύο δεν ξέρω πια τι προτιμώ. / (…) Κι ύστερα κύλησε η ζωή μου σε απογεύματα / κι όλο ξετύλιγα χωρίς να σταματώ / εκείνο το αρχαίο κουβάρι του λαβύρινθου / κι ούτε που σκέφτηκα έστω για μια στιγμή / ν’ αρχίσω πάλι να το κουβαριάζω. (…)» (σελ. 13). Το ταξίδι τού ποιητή δεν είναι κατάβαση στα έγκατα μιας σπηλιάς που γεωμέτρησε ο Θεός, μια Κάθοδος στον Άδη, (έτσι όπως παριστάνεται στην βυζαντινή εικονογραφία), στον θάνατο δηλαδή που μπορεί να γίνει ζωή, αλλά πορεία στα τρίσβαθα ενός λαβυρίνθου, που αρχιτεκτόνησε ο Δαίδαλος / άνθρωπος, πορεία δηλαδή στη ζωή, ακόμη κι αν στο τέλος ελλοχεύει ο θάνατος. Η αναπαράσταση του λαβυρίνθου ως κύκλου, που περιέχει εντός του αλλεπάλληλους ατελείς κύκλους, μου φαίνεται πως εξυπηρετεί αυθεντικότερα την αντίληψη περί του κυκλοδίωκτου ανθρώπου.
Η προμετωπίδα που κοσμεί το βιβλίο είναι έργο τού ποιητή, ο οποίος ασκεί εαυτόν με επιτυχία και στην τέχνη τής ζωγραφικής. Είναι φανερό πως θέλει να αφήσει και εκεί το στίγμα του και όντως διαθέτει τα προσόντα.