Ι
- Σκύψε, αγάπη μου, μέχρι να περάσει η μπόρα.
- Με όλο αυτό το σκύψιμο η πλάτη μου έχει γίνει ένα τόξο. Πότε θα εκτοξεύσεις το βέλος σου;
(Απλώνεις το ένα χέρι στο άλλο και βρίσκεις μια χούφτα αλεύρι.)
- Σκύψε, αγάπη μου, μέχρι να περάσει η μπόρα.
- Με όλο αυτό το σκύψιμο η πλάτη μου έχει γίνει ένα γιοφύρι. Πότε θα το διασχίσεις;
(Προσπαθείς να κινήσεις τα πόδια σου, αλλά το σίδερο δεν υποχωρεί.)
- Σκύψε, αγάπη μου, μέχρι να περάσει η μπόρα.
- Με όλο αυτό το σκύψιμο η πλάτη μου έχει γίνει ένα ερωτηματικό. Πότε θα απαντήσεις;
(Ο ανακριτής παίζει στο πικάπ έναν δίσκο όπου ξεσπάει ένα χειροκρότημα.)
Όταν η μπόρα τα σκόρπισε, το παρόν φώναζε στο παρελθόν: «Εσύ φταις». Και το παρελθόν μεταμόρφωνε το έγκλημα του σε νόμο. Όσο για το μέλλον, αυτό παρέμενε ένας ουδέτερος παρατηρητής.
Όταν πέρασε η μπόρα, όλο αυτό το καμπύλωμα ολοκληρώθηκε και μετατράπηκε σε έναν κύκλο, που η αρχή και το τέλος του δεν μας είναι γνωστά.
V
Φύγε. Και ξαναγύρνα, τότε που εγώ θα γυρνάω στον εαυτό μου από την έκσταση.
Μείνε μακριά μου ώσπου να φύγει το όνειρο απ’ το σώμα μου.
Σ’ έμαθα να καπνίζεις. Κι εσύ μ’ έμαθες τη συντροφιά του καπνού.
Φύγε. Και ξαναγύρνα.
- Και τι άλλο της είπες;
- Δεν μίλησα για αγάπη. Τα λόγια μου ήταν αόριστα, και δεν τα κατάλαβα μέχρι που την πήρε ο ύπνος. Τραγούδαγε πολύ, και δεν κατάλαβα τα τραγούδια της παρά μόνο στα όνειρα. Και είναι όμορφη! Όμορφη! Απ’ τη στιγμή που την είδα τα σύννεφα έφυγαν απ’ το μυαλό μου. Την άρπαξα και την πήρα στο σπίτι μου και της είπα «Θεώρησε το αγάπη αυτό».
Γέλασε. Γελούσε ακόμα και στην πιο σκοτεινή στιγμή.
Τη φώναζα με ένα δανεικό όνομα γιατί έτσι ήταν πιο όμορφα. Όταν τη φίλησα ήμουν τόσο γεμάτος από πόθο απ’ το ένα φιλί στο άλλο που νόμισα ότι θα την έχανα αν σταματούσαμε να φιλιόμαστε.
Ανάμεσα στην άμμο και στο νερό είπε «σ’ αγαπώ».
Και ανάμεσα στα βασανιστήρια και στον πόθο είπα «σ’ αγαπώ».
Και όταν ο αξιωματικός τη ρώτησε τι γύρευε εδώ, του απάντησε «Και ποιος είσαι εσύ;». Κι εκείνος είπε «κι εσύ ποια είσαι του λόγου σου;»
Του είπε «Είμαι η γλυκιά του, τομάρι, και ήρθα μαζί του μέχρι την πύλη αυτής εδώ της φυλακής για να τον αποχαιρετίσω. Τι θέλετε απ’ αυτόν;»
Της είπε, «Θα πρέπει να ξέρεις πως είμαι αξιωματικός.»
«Θα γίνω κι εγώ αξιωματικός του χρόνου», του είπε αυτή.
Κι έβγαλε το χαρτί για τη θητεία της. Ο αξιωματικός τότε χαμογέλασε και με οδήγησε στη φυλακή.
Τον άλλο χρόνο [το 1967] ξέσπασε ο πόλεμος, και βρέθηκα πάλι στη φυλακή. Τη σκέφτηκα: «Τι να κάνει άραγε τώρα;» Μπορεί να είναι στη Νάμπλους, ή σε κάποια άλλη πόλη, με ένα ελαφρύ τουφέκι, ένας απ’ τους κατακτητές κι αυτή, και ίσως αυτή τη στιγμή να δίνει διαταγές σε κάποιους να σηκώσουν τα χέρια ψηλά και να γονατίσουν στο χώμα. ‘Η, ίσως, να κάνει κουμάντο στην ανάκριση και στα βασανιστήρια μιας Παλαιστίνιας συνομήλικης της, τόσο όμορφη όσο ήταν και αυτή.
Δεν μου είπε αντίο.
Κι εσύ δεν της είπες: «Φύγε. Και ξαναγύρνα.»
Την έμαθες να καπνίζει, και σ’ έμαθε τη συντροφιά του καπνού.
VII
- Γιατί αυτή η αλαζονεία; Εγώ την έχω κληρονομήσει τη θρησκεία μου και την εθνικότητα μου. Ποτέ δεν ήταν θέμα εκλογής. Τώρα να σε ρωτήσω εσένα, Ποιος αναμεταξύ σας διάλεξε να είναι Εβραίος; Ποιος;
- Αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα σε μας τους δυο. Εγώ δεν είμαι απλώς Εβραίος: έχω διαλέξει να είμαι αυτό.
- Πώς;
- Αυτό δεν είναι θέμα για συζήτηση. Την Εβραϊκότητα μπορούν να την κατανοήσουν μόνο οι Εβραίοι. Αυτή είναι πηγή της περηφάνειας μου που εσύ τη λες αλαζονεία.
- Μπορώ να το καταλάβω πως έχεις διαλέξει να είσαι Σιωνιστής, ή Ισραηλίτης. Μήπως εννοείς αυτό;
- Όχι ακριβώς. Εννοώ ότι έχω διαλέξει την Εβραϊκότητα μου και έχω παραμείνει πιστός της.
- Και πώς εκδηλώνεται αυτή η πίστη;
- Επάνω στην ιστορική πατρίδα.
- Και ποια είναι αυτή η ιστορική πατρίδα; Είναι και αυτή αόριστη, σαν την ταυτότητα σου; Την έχεις μήπως διαλέξει, ή κληρονομήσει;
- Είναι αόριστη και ξεκάθαρη ταυτοχρόνως. Με τη μια, την έχω διαλέξει και την έχω κληρονομήσει.
Ο ομιλητής ήταν ένας συγγραφέας που είχε επαναστατήσει κατά των διαχωρισμών που έθεταν μερικοί ανάμεσα στην Εβραϊκότητα, τον Σιωνισμό, και την Ισραηλινότητα. Πίστευε ότι η Εβραϊκότητα μπορεί να εκδηλωθεί μόνο μέσα από τον Σιωνισμό, και ότι ο Σιωνισμός δεν είναι δυνατόν να εκδηλωθεί παρά με την Ισραηλινότητα. Από αυτή την άποψη, αν απαρνηθείς τον Σιωνισμό σημαίνει ότι απαρνείσαι την Εβραϊκότητα. Και όταν τον ρωτήσεις τι σημαίνει ιστορική πατρίδα στην πραγματικότητα, εκείνος σου υπενθυμίζει τον περίφημο διάλογο ανάμεσα στον Μπεν-Γκούριον και έναν Άραβα διανοούμενο το 1936, όταν η Παλαιστίνη ήταν ακόμα ένα Σιωνιστικό όνειρο. Όταν ρωτήθηκε ο Μπεν-Γκούριον τι ήταν η «ιστορική πατρίδα», αυτός απάντησε ότι ήταν η περιοχή που ήταν διαθέσιμη για Εβραϊκή εγκατάσταση.
- Ποια είναι αυτή η περιοχή;
- Η Γη του Ισραήλ.
- Ποια είναι τα σύνορα της;
- Τα σύνορα της Γης του Ισραήλ είναι ιστορικώς γνωστά.
- Τα σύνορα είναι πράγματα φτιαχτά. Τη μια βρίσκονται εδώ, την άλλη εκεί πέρα.
- Η Γη του Ισραήλ είναι αυτή που βρίσκεται ανάμεσα στη Μεσόγειο Θάλασσα προς δυσμάς και την έρημο προς ανατολάς, ανάμεσα στο Σινά στο νότο και την πηγή του Ιορδάνη στον βορρά.
- Συμπεριλαμβάνεις και την Υπεριορδανία;
- Φυσικά. Ο Ιορδάνης δεν είναι σύνορο για τη Γη του Ισραήλ. Είναι ποταμός που βρίσκεται μέσα στη Γη του Ισραήλ.
Ο Χάϊμ Γουάϊτσμαν έλεγε, «Ξέρω πως ο Θεός έταξε τη Γη του Ισραήλ στα τέκνα του Ισραήλ, αλλά δεν ξέρω τα σύνορα που καθόρισε ο Κύριος».
Εκείνη την εποχή οι Άραβες έβαζαν τα γέλια κοροϊδευτικά για τον Γουάϊτσμαν και τον Μπεν-Γκούριον. Αν όμως σήμερα σκεφτείς τα μυστικά σύνορα «που καθόρισε ο Κύριος», που ξεπερνούν την Παλαιστίνη, διαπιστώνεις πως «η Ισραηλινή πραγματικότητα» είναι «πιο μεγάλη από το όνειρο του Σιωνισμού» και την Εβραϊκή Ιστορία, και θυμάσαι τον συγγραφέα που σου είχε πει «Αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα σε μας τους δυο. Εγώ δεν είμαι απλώς Εβραίος: έχω διαλέξει να είμαι αυτό».
Θα ξαναγελάσεις μήπως, όπως γελούσαν οι Άραβες πριν πενήντα χρόνια, ή θα περάσεις τα όνειρα σου στα παιδιά που έχουν γεννηθεί κάτω από την ξιφολόγχη αυτής της Κατοχής;
VIII
Θέλεις να διασκεδάσουμε στο δρόμο;
- Αγάπη μου, στα γενέθλια μου, θέλω το δώρο μου να είναι ένα τανκς ή ένα κανόνι, ή οποιοδήποτε είδος όπλου Ρωσικής κατασκευής.
- Θα σου δώσω ένα τανκς όπου θα μπορούμε να κοιμόμαστε παρέα, καλή μου, έτσι ώστε να δοκιμάσουμε μια καινούργια στάση.
- Όχι. Θα κοιμηθούμε παρέα στο ύπαιθρο, στις όχθες της Διώρυγας του Σουέζ.
- Χα χα χα!
- Χα χα χα!
Περπατάς στο δρόμο και κάθεσαι σ’ ένα καφενείο. Ταξιδεύεις μ’ ένα λεωφορείο και δεν λες κουβέντα. Δεν σε φωνάζουν να δηλώσεις την ταυτότητα σου. Η σιωπή σου τα λέει όλα. Αυτή είναι η μόνη θέση που μπορείς να πάρεις όταν ακούς αυτά τα Ισραηλινά ερωτόλογα. Η εποχή για γλυκόλογα έχει περάσει. Θα σου δώσω ένα φεγγάρι ή μια γαζέλα για δώρο. Όχι. Τι μεγάλη απόσταση ανάμεσα στη φαντασία που περιπλανιέται στην έρημο και τη φαντασία που την κατασκευάζει η τεχνολογία και η νίκη! Η αγάπη τώρα εναρμονίζεται με τα πιο πρόσφατα γεγονότα και τις πιο πρόσφατες τεχνολογικές ανακαλύψεις. Ο ενθουσιασμός τώρα δεν εναρμονίζεται με πράγματα της φύσης.
Κι έτσι ο Άραβας στο Ισραήλ τώρα είναι οπισθοδρομικός ακόμα και στην πράξη του έρωτα. Του έπαιρνε πολύ χρόνο για να μάθει πώς να απευθυνθεί στην αγαπητικιά του με ρόδα. Πόσους αιώνες λοιπόν θα χρειαστεί αυτή η ύπαρξη για να εκπαιδεύσει τον εαυτό του σε τέτοιο είδος ερωτόλογων. Αγάπη μου, θα σου δώσω ένα τανκς για δώρο.
Και τι σκέφτεσαι; Για το πώς κοιμούνται παρέα στα τανκς! Και πώς γεννούν παιδιά στα τανκς; Και πως τα περνάνε ωραία στα τανκς. Σιγά τώρα! Αυτό εδώ είναι το ασφαλές Ισραηλινό σπίτι. Ετούτη είναι η ερωτική φωλιά. Και είναι το μέλλον!
XII
Θέλεις να ταξιδέψεις στην Ιερουσαλήμ.
Σηκώνεις το τηλέφωνο και καλείς τον αξιωματικό τον υπεύθυνο για ειδικές περιπτώσεις στο αστυνομικό τμήμα. Τον ξέρεις καλά, και τον ρωτάς για την υγεία του και αστειεύεσαι μαζί του. Κατόπιν τον ρωτάς πολύ ευγενικά να σου δώσει μια ταξιδιωτική άδεια για να πας στην Ιερουσαλήμ για μια μέρα, χωρίς μπόνους διανυκτέρευσης. Λέει αυτός «Να υποβάλεις μια γραπτή αίτηση». Φεύγεις απ’ τη δουλειά σου και υποβάλλεις μια γραπτή αίτηση σε γυαλιστερό χαρτί. Περιμένεις την απάντηση. Μια μέρα, δυο μέρες, τρεις μέρες. Υπάρχει ελπίδα γιατί δεν είπαν όχι όπως συνήθως. Περιμένεις καθώς το ραντεβού σου στην Ιερουσαλήμ πλησιάζει. Τους ρωτάς, τους ικετεύεις, και τους παρακαλείς να σου δώσουν κάποια απάντηση, ακόμα κι αν είναι όχι, ώστε να ακυρώσεις το ραντεβού σου. Δεν λένε κουβέντα. Τους λες πως έχεις πολύ λίγο χρόνο πριν τη συνέντευξη σου. Λένε αυτοί «Έλα να το πάρεις το χαρτί σε μια ώρα».
Πας και βρίσκεις το γραφείο κλειστό. Ρωτάς έτσι αθώα «Γιατί είναι τόσο ευγενικοί μαζί μου; Γιατί δεν λένε όχι όπως συνήθως;» Θυμώνεις και αποφασίζεις – βλακωδώς – να εκδικηθείς «την ασφάλεια του κράτους», και κάνεις το ταξίδι ούτως ή άλλως.
Την επόμενη μέρα σε καλούν σε ένα στρατιωτικό δικαστήριο στημένο στο πόδι. Καθώς περιμένεις τη σειρά σου, ακούς ετούτες τις ιστορίες: μια Παλαιστίνια που δουλεύει σε κιμπούτζ κουβαλάει μια άδεια που της απαγορεύει να κατέβει από το λεωφορείο σε οποιαδήποτε στάση. Μια φορά δεν είχε άλλη επιλογή από το να κατέβει απ’ το λεωφορείο και τη συνέλαβαν. Κάμποσοι νεαροί πήραν έναν αγροτικό δρόμο και τους συνέλαβαν. Στο δικαστήριο δεν βρίσκουν κανέναν αθώο. Στους κατηγορούμενους αποδίδονται ποινές φυλάκισης ή υποχρεώνονται να πληρώσουν πρόστιμα. Και τότε θυμάσαι την υπόθεση με τον γέρο, το γάιδαρο, και την άδεια. Ο άνθρωπος όργωνε και είχε κρεμάσει την κάπα του στο δέντρο, με την άδεια στην τσέπη. Είδε πως ο γάιδαρος είχε ξεφύγει απ’ το χωράφι σε κάποιου άλλου τη γη. Έτρεξε ξοπίσω και η στρατιωτική αστυνομία τον σταμάτησε. Τον συνέλαβαν γιατί είχε μπει σε κρατική γη χωρίς την άδεια. Τους είπε «Έχω άδεια. Είναι στην τσέπη της κάπας μου που κρέμεται στο δέντρο». Τον συνέλαβαν ούτως ή άλλως, και τον καταδίκασαν.
Και ύστερα θυμάσαι τις άδειες θανάτου, που έπρεπε να υπογράψουν οι αγρότες, που τους έκαναν υπεύθυνους για το δικό τους θάνατο, σε περίπτωση που μια βόμβα τύχαινε να σκάσει ενόσω αυτοί ήταν σε στρατιωτική ζώνη ασκήσεων. Αυτή η άδεια απαλλάσσει το κράτος από κάθε υπευθυνότητα για τον θάνατο τους. Αλλά οι φελαχίν έπρεπε να βγάλουν τα προς το ζην, και δεν έδιναν σημασία στον θάνατο. Και όντως, κάμποσοι από αυτούς σκοτώθηκαν, και κάμποσοι επέζησαν. Αλλά το κράτος απαύδησε και με τους ζωντανούς και με τους νεκρούς και κατάσχεσε τη γη.
Και επίσης θυμάσαι το παιδί που πέθανε στην αγκαλιά του πατέρα της μπροστά στην πόρτα του στρατιωτικού διοικητή. Ο πατέρας περίμενε για την άδεια για να ταξιδέψει απ’ το χωριό του στην πόλη, για να φροντίσουν το άρρωστο παιδί του οι γιατροί.
Κι έτσι, νιώθεις ευτυχισμένος που σου έδωσαν μόνο δυο μήνες ποινή. Τραγουδάς για την πατρίδα, διαβάζεις άρθρα για την πατρίδα, και στέλνεις γράμματα στην καλή σου. Και επίσης διαβάζεις το μυθιστόρημα «Ελευθερία ή Θάνατος», αλλά παρά ταύτα δεν απελευθερώνεις τον εαυτό σου, ούτε πεθαίνεις.*
*Σημείωση μεταφραστή: Πρόκειται για το μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη «Καπετάν Μιχάλης» που στο εξωτερικό είχε κυκλοφορήσει με τον τίτλο «Ελευθερία ή Θάνατος».
XIII
Θέλεις να πας στην Ελλάδα;
Ζητάς διαβατήριο, αλλά ανακαλύπτεις πως δεν είσαι πολίτης γιατί ο πατέρας σου ή ένας από τους συγγενείς σου είχε τραπεί σε φυγή με εσένα μαζί κατά τον πόλεμο της Παλαιστίνης. Ήσουν παιδί, και ανακαλύπτεις πως κάθε Άραβας που είχε φύγει από τη χώρα εκείνη την εποχή και είχε ξαναγυρίσει είχε χάσει το δικαίωμα υπηκοότητας.
Απελπίζεσαι με το διαβατήριο και ζητάς μια άδεια εξόδου. Μαθαίνεις ότι δεν είσαι κάτοικος του Ισραήλ γιατί δεν έχεις πιστοποιητικό διαμονής. Νομίζεις ότι είναι γελοίο και σπεύδεις να πεις σε έναν φίλο σου δικηγόρο: «Εδώ δεν είμαι πολίτης ούτε και κάτοικος. Τότε πού και ποιος είμαι;» Σου κάνει έκπληξη να μάθεις πως ο νόμος είναι με το μέρος τους, κι εσύ πρέπει να αποδείξεις ότι υπάρχεις. Ρωτάς το Υπουργείο Εσωτερικών, «Είμαι εδώ ή είμαι απών; Δώστε μου έναν ειδικό στη φιλοσοφία, έτσι ώστε να του αποδείξω ότι υπάρχω.
Και τότε διαπιστώνεις ότι φιλοσοφικώς υπάρχεις αλλά όχι νομικώς.
Σκέφτεσαι το νόμο. Πόσο αθώοι ήμασταν που σκεφτήκαμε ότι ο νόμος είναι ένα σκεύος που περιέχει τα δικαιώματα και τη δικαιοσύνη! Ο νόμος εδώ είναι ένα σκεύος που περιέχει αυτό που θέλει ο άρχων, ή ένα κοστούμι που το παραγγέλνει στα μέτρα του. Βρίσκομαι σε αυτή τη χώρα πολύ πριν αυτό το κράτος, που αρνείται την ύπαρξη μου, είχε γίνει οντότητα. Διαπιστώνεις, για άλλη μια φορά, ότι η δικαιοσύνη είναι μια ελπίδα που μοιάζει με ψευδαίσθηση όταν δεν έχει την υποστήριξη της εξουσίας, και η εξουσία αυτή μεταμορφώνει την ψευδαίσθηση σε πραγματικότητα, και τότε χαμογελάς στο νόμο που δίνει σε κάθε Εβραίο ανά την υφήλιο το δικαίωμα υπηκοότητας.
Και ύστερα προσπαθείς ξανά. Αφήνεις την τύχη σου στον Θεό και στο νόμο. Αποκτάς ένα πιστοποιητικό που αποδεικνύει ότι υπάρχεις, και τελικά αποκτάς μια άδεια εξόδου, αλλά το ερώτημα είναι, «Πώς θα εξέλθεις;» Βρίσκεσαι στη Χάϊφα, και το αεροδρόμιο είναι κοντά στο Τελ Αβίβ. Ζητάς απ’ την αστυνομία άδεια για να πας από τη Χάϊφα στο Τελ Αβίβ και αυτοί στην αρνούνται. Επεμβαίνει ο δικηγόρος, και κάποια μέλη της Κνεσέτ, αλλά η αστυνομία ακόμα αρνείται. Σκέφτεσαι πως θα φανείς πιο έξυπνος και πονηρός από αυτούς, και αποφασίζεις να φύγεις δια θαλάσσης απ’ το λιμάνι της Χάϊφας, με το σκεπτικό ότι έχεις το δικαίωμα να εξέλθεις από το λιμάνι. Χαίρεσαι με το πόσο έξυπνος είσαι. Αγοράζεις εισιτήριο και περνάς από τον έλεγχο διαβατηρίων, το υγειονομικό, και το τελωνείο χωρίς καμιά δυσκολία. Και τότε, όταν είσαι κοντά στο πλοίο, σε συλλαμβάνουν και σε πάνε στο δικαστήριο. Αυτή τη φορά, επιμένεις ότι ο νόμος είναι με το μέρος σου.
Στο δικαστήριο ανακαλύπτεις ότι το Λιμάνι της Χάϊφα είναι μέρος του Κράτους του Ισραήλ, και όχι μέρος του Δήμου, και στο υπενθυμίζουν ότι απαγορεύεται να είσαι σε οποιοδήποτε μέρος του Ισραήλ έξω από τη Χάϊφα, και το λιμάνι σύμφωνα με το νόμο είναι έξω από τον Δήμο. Σε κηρύσσουν ένοχο.
Τους λες: «Κύριοι, τώρα που καταλαβαίνω το νόμο, θέλω να κάνω μια επικίνδυνη ομολογία. Κολυμπώ κάθε μέρα στη θάλασσα, που ανήκει στο Κράτος του Ισραήλ και όχι στον Δήμο της Χάϊφας, και δεν έχω άδεια για να μπαίνω στη θάλασσα».
Έχω και άλλη μια ομολογία: « Απολαμβάνω τον καιρό στην πόλη της Χάϊφας, και ο καιρός ανήκει στο Κράτος του Ισραήλ και όχι στην πόλη της Χάϊφας. Δεν έχω άδεια για να μπαίνω μέσα στον καιρό γιατί ο ουρανός που βλέπω από πάνω μου δεν ανήκει στη Χάϊφα, και δεν έχω άδεια για να κάθομαι κάτω απ’ τον ουρανό.
Και ύστερα τους ζητάς μια άδεια για να ζεις στον αέρα, και αυτοί χαμογελούν.
XVII
Μερικές φορές σε συλλαμβάνουν καθώς διαπράττεις ένα όνειρο.
Αν το είχες σκεφτεί καλά, δεν θα είχες βρει άλλη κατηγορία, γιατί αυτά τα γραφτά και αυτοί οι λόγοι δεν είναι τίποτα άλλο παρά η έκφραση του ονείρου με λέξεις. Ποια η διαφορά στα μάτια του νόμου ανάμεσα σε ένα όνειρο σιωπηλό και σ’ ένα που βρυχάται;
- Είχες σκοπό να πεις κάτι άλλο.
- Είχες σκοπό να κάνεις κάτι άλλο.
Σου κάνει πάντα έκπληξη που είσαι έτοιμος να δώσεις λόγο για μια κατηγορία που δεν ξέρεις. Και αν δεν σε κατηγορεί κάποιος άλλος, κατηγορείς εσύ τον εαυτό σου.
- Τι έχεις κάνει προς όφελος του οτιδήποτε;
- Τι μπορείς να κάνεις προς όφελος του οτιδήποτε;
Το Σάββατο ανεβαίνεις στο Όρος Κάρμηλος και ποτέ δεν προφταίνεις το χάραμα. Σε εκπλήσσει η σπάνια σχέση του ήλιου με τη φυλακή. Αυτόν τον ήλιο – πότε τον είδες να γεννιέται πρώτη φορά; Μην ψεύδεσαι λέγοντας μας ότι έψαξες για αυτόν σε ένα πικνίκ ή σε μια μάχη. Σε ξύπνησαν πρωί πρωί και σου έβαλαν χειροπέδες στα χέρια ξανά. Κατόπιν, σε πήγαν στο προαύλιο της φυλακής. Κι εκεί έγινες μάρτυρας της γέννησης του ήλιου για πρώτη φορά. Μην ψεύδεσαι, και μη λες ότι δεν ήταν όμορφος, και ότι αισθάνθηκες ντροπή.
Το Σάββατο ανεβαίνεις στο βουνό. Όχι, δεν είναι βουνό, γιατί το Όρος Κάρμηλος είναι ο μιναρές του Θεού. Στον ορίζοντα φαίνονται δέντρα που καμουφλάρουν πυροβόλα αντιαεροπορικά και την ομορφιά. Αν ο μουεζίνης ερχόταν να ψιθυρίσει στο αυτί πως είναι ώρα για προσευχή, όλα τα τζαμιά της Δαμασκού θα γέμιζαν με ανθρώπους που προσεύχονταν. Ζευγαράκια και στρατιώτες προσπερνούν: «Ήταν το σπίτι και το χωριό και η ζωή που φτιάξαμε εδώ – ήταν τόσο αγαπητά και τόσο αληθινά και τόσο σωστά πριν τώρα;» Αυτά ρωτούν μετά τον πόλεμο και τη νίκη. Ρωτάς κι εσύ τα ίδια. Λένε, «Με κάθε βήμα σε αυτή τη γη υποχωρούν οι σκιές, και η πρασινάδα και η ελπίδα σε κυριεύουν.» Και μετά απ’ τον πόλεμο και την ήττα εσύ λες, «Με κάθε βήμα σε αυτή τη γη γκρεμίζεται η καρδιά μου, και η πρασινάδα και η ελπίδα και οι κατακτητές με κυριεύουν».
Σε συλλαμβάνουν καθώς διαπράττεις ένα όνειρο.
- Τι θα έκανες αν στον πόλεμο είχαν νικήσει οι Άραβες;
Απαντάς, «Θα ανέβαινα στο βουνό, θα διάλεγα ένα πεύκο, και θα καθόμουνα κάτω. Κι ύστερα θα τέντωνα τα πόδια μου μέχρι τη Μεσόγειο. Θα άγγιζα τα μαλλιά του ουρανού και θα ακολουθούσα το όνειρο ακριβώς όπως κάνω τώρα.
- Μα οι νικητές δεν συμπεριφέρονται έτσι.
- Δεν υπήρξα ποτέ μου νικητής, για να ξέρω πως συμπεριφέρονται οι νικητές.
Νιώθεις πως δεν είσαι πια πολίτης. Η Ιστορία σου δεν είναι τίποτα άλλο παρά μόνο όνειρα που σκίζονται κομματάκια σαν μια εφημερίδα, και κάθε όνειρο είναι μια καταστροφή.
Σε τι ωφελούν η Γιαρμούκ και η Καντισίγια και οι άλλες ιστορικές μάχες; Και γιατί εσύ; Γιατί εσύ; Όμορφος είναι ο Κάρμηλος, και ο ουρανός είναι πλησίον, και η νίκη είναι πολύ μακριά. Και τι έχεις κάνει προς όφελος του οτιδήποτε; Τίποτα. Βρίσκεσαι εκτός πολέμου, εκτός νίκης, εκτός ήττας, και εκτός της ίδιας σου της ανθρωπιάς.
Και αναλόγως, γίνεσαι ένα δέντρο ή μια πέτρα ή οποιοδήποτε άλλο πράγμα της φύσης.
Ο Μαχμούτ Νταρουίς (1942-2008), ο θεωρούμενος ως εθνικός ποιητής της Παλαιστίνης και ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους άραβες ποιητές, γεννήθηκε στην al-Birwa, ένα χωριό ανατολίκα της Ακρ. Μετά τον πόλεμο του 1948 οι Ισραηλινοί κατέλαβαν το χωριό και ο Νταρουίς με την οικογένειά του έγιναν πρόσφυγες. Αυτή η εμπειρία του ξεριζωμού σημάδεψε αργότερα βαθύτατα τη ζωή του. Εργάστηκε στη δημοσιογραφία και το 1961 έγινε μέλος του Ισραηλινού Κομμουνιστικού Κόμματος, Ράκα, και εξέδωσε για κάποιο διάστημα και την εφημερίδα του, “Αλ Ιτιχάντ”. Εκείνες τις ημέρες βίωσε τον εγκλεισμό του στη φυλακή και τον κατ’ οίκο περιορισμό. Σπούδασε το 1970 στη Μόσχα. Έφυγε το 1971 από το Ισραήλ και εγκαταστάθηκε στη Βηρυτό, στο Λίβανο, όπου εργάστηκε για την ΟΑΠ (Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης) και εξέδιδε το μηνιαίο δελτίο “Σουούν Φιλιστινίγια” (“Παλαιστινιακές Υποθέσεις”). Διατέλεσε διευθυντής έκδοσης του παλαιστινιακού λογοτεχνικού και μορφωτικού περιοδικού “Αλ – Κάρμελ”. Όταν οι Ισραηλινοί εισέβαλαν στο Λίβανο το 1982, η ΟΑΠ εγκατέλειψε το αρχηγείο της εκεί και ο Νταρουίς μετακόμισε στην Κύπρο. Το 2001 απονεμήθηκε στον Νταρουίς το βραβείο της “Ελευθερίας της Μόρφωσης” από το Ίδρυμα Αννάν. Η πρώτη του συλλογή εμφανίστηκε το 1960 όταν ήταν μόνο 19 ετών. Με τη δεύτερη συλλογή, “Αουράκ Ζαϊτούν” (1964) έγινε γνωστός ως ένας από τους ηγετικούς ποιητές της αντίστασης. Τιμήθηκε με πολλά βραβεία για τη δουλειά του, συμπεριλαμβανομένου το 1969 του Βραβείου Λότους από την Ένωση των Αφροασιατών Συγγραφέων και του Βραβείου Ειρήνης Λένιν το 1983. Πολλά από τα ηρωικά του ποιήματα έγιναν τραγούδια. Πέθανε στις 9 Αυγούστου 2008, σε ηλικία 67 ετών, τρεις μέρες μετά από την εγχείρηση καρδιάς στην οποία υποβλήθηκε στο Νοσοκομείο Memorial Hermann Hospital, στο Χιούστον του Τέξας.