Ακόμη μια φορά που η ελληνική αστυνομική λογοτεχνία δεν με διέψευσε. Έχω διαβάσει αρκετά ελληνικά αστυνομικά και κάθε φορά επιβεβαιώνεται η άποψή μου ότι οι έλληνες συγγραφείς της ΕΛΣΑΛ δεν έχουν να ζηλέψουν σε τίποτε τους Βορειοευρωπαίους που έχουν την πρωτιά τόσα χρόνια στο αστυνομικό είδος του λόγου. Ίσως επειδή με κερδίζει η μεσογειακή γραφή τους, το εκρηκτικό τους χιούμορ τα ελληνικά ονόματα που χρησιμοποιούν για τους ήρωές τους αλλά και οι τόποι που διαδραματίζονται τα μυθιστορήματά τους. Δεν μου είναι ξένα, και τα απολαμβάνω περισσότερο.
Έτσι απόλαυσα και το τελευταίο μυθιστόρημα του συγγραφέα Άγγελου Χαριάτη, τη «Μαντάμ Αμάντα», κι αυτό από τις εκδόσεις 24γράμματα, όπως και τα προηγούμενα βιβλία του, «Η σκιά του πατέρα» και «ο κύριος Χι». Πρόκειται για τη δεύτερη περιπέτεια του κεντρικού ήρωα, Άλκη Μπαμπαλή, ιδιωτικού ερευνητή και πρωταγωνιστή στο προηγούμενο μυθιστόρημα του «Ο κύριος Χι». Αυτή τη φορά ο πρωταγωνιστής καλείται να λύσει ένα νέο μυστήριο που εκτυλίσσεται γύρω από τη γοητευτική Διαμάντα Καγιαλόγλου ή Αμάντα Καγιά ή –για τους φίλους και εχθρούς– Μαντάμ Αμάντα! Απαλλαγμένος από την υπόθεση του κυρίου Χι συνεχίζει να ξοδεύεται στα μπαρ και τους ανώφελους, αδιέξοδους έρωτες. Επιβιώνει αναλαμβάνοντας, αναλύοντας και επιλύοντας υποθέσεις που δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον. Η Νόρα, η εκρηκτική μπαργούμαν, προσπαθεί να παίξει τον ρόλο της Παόλας που τα κάνει όλα. Ένα μεταμεσονύκτιο τηλεφώνημα είναι η αρχή μιας νέας περιπέτειας. Ο ξεπεσμένος αρτίστας Βλάσσης Μώρας παλεύει να ξορκίσει τους φόβους του και το σκοτεινό παρελθόν.
Δεν κατάλαβα πόσο γρήγορα τελείωσαν οι σελίδες του. Η κινηματογραφική του γραφή, η γρήγορη ροή, τα μεστά, στοχευμένα και συμπυκνωμένα κεφάλαια του, η άρτια σκιαγράφηση των χαρακτήρων, που έπαιξαν τον ρόλο τους στη ροή του βιβλίου, όπως ο Βλάσσης Μώρας, ο Αλκίνοος Ναλμπάντης, ο ιατροδικαστής Επαμεινώνδας Πράσινος, ο αστυνομικός Αβέρκιος Ουσταμπασίδης, η Διαμάντω Καγιαλόγλου, αλλιώς Αμάντα Καγιά, ο Τέλης, η αδελφή της Αμάντας, η Γερτρούδη, ο εκδότης Βρεττός, η Νόρα, η Πάολα που τα κάνει όλα, ο οδηγός του ερευνητή ο Αντώνης, που είναι πρόσφυγας και διαβάζει λογοτεχνία κι έπαιξε σημαντικό ρόλο στο μυθιστόρημα, αλλά και η ακατάπαυστη δράση του μέσα σε ένα μπαρ γεμάτο καπνούς, ποτά και ξενύχτια, σε δωμάτια ξενοδοχείων αλλά και στα Εξάρχεια, τη γειτονιά που μεγάλωσα, το συμπεριέλαβα ως ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία της χρονιάς.
Εκτός όμως από το νουάρ σκηνικό που ξετυλίγεται το μυθιστόρημα, μου άρεσε που η πρωταγωνίστρια, η Αμάντα Καγιά είναι συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων και με έναν τρόπο βγάζει τα «άπλυτα στη φόρα» των εκδοτών, που εκμεταλλεύονται συγγραφείς, επιμελητές, εικονογράφους, γραφίστες, τυπογράφους, χονδρέμπορους με σκοπό το περισσότερο κέρδος. Στη σελίδα 161 μιλά για την υποκουλτούρα που είναι μαζική και για την κουλτούρα που με το δύσκολο λεξιλόγιο έχει ελάχιστες πωλήσεις. Ενώ στη σελίδα 350 η επιμελήτρια μιλά για τα βιβλία της Καγιά που έγιναν ευυπόληπτα βιβλία και που είναι στην κορυφή λόγω της διαφήμισης και των χρημάτων. Που κάνουν διάσημους λογοτέχνες που δεν αξίζουν, ενώ χάνονται τα διαμάντια. Πώς είναι δυνατόν η συγγραφέας Αμάντα Καγιά να γράφει ευυπόληπτα βιβλία που να πωλούνται, και να μην έχει διαβάσει πάνω από δέκα βιβλία στη ζωή της; Πώς έβρισκε καταφύγιο στις λέξεις αφού το λεξιλόγιο της ήταν φτωχό; Πώς εκβίαζε τον εκδότη της να της εκδίδει τα βιβλία της; Από πού εμπνεόταν και πως ο ιδιωτικός ερευνητής έβρισκε τα υποψήφια θύματα αφού δεν είχε διαβάσει ποτέ του τα βιβλία της; Πιστεύω πως οι νέοι συγγραφείς θα το ευχαριστηθούν περισσότερο αυτό το κομμάτι δίνοντας τους ιδέες για εμπνεύσεις αλλά και θα μάθουν το τι γίνεται στον χώρο του βιβλίου. Τελικά αρκεί να έχεις μόνο φαντασία και καλές δημόσιες σχέσεις για γράψεις ένα βιβλίο ή να έχεις γερή πένα; Το νήμα της ζωής και του θανάτου είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη λογοτεχνία σε τούτο το βιβλίο και ο Άγγελος Χαριάτης κατάφερε να τα συνδέσει ακόμη μια φορά και να μας χαρίσει ένα ακόμη δυνατό μυθιστόρημα, με ένα ανατρεπτικό τέλος. Καλοτάξιδο να είναι!
—