Κλείσαμε τη συλλογική μνήμη σε κασέλες. Καταιγιστικές εξελίξεις και ήρωες που κινούνται σαν εκκρεμές ανάμεσα στο καλό και στο κακό, σε μία ταραγμένη περίοδο, περίπου στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αι. υπόσχεται το νέο μυθιστόρημα του Μάνθου Σκαργιώτη με τίτλο: «Το ποτάμι που επέστρεφε» το οποίο κυκλοφορεί από την Ελληνοεκδοτική. Θέατρο των εξελίξεων το σπάνιας ομορφιάς Ηπειρώτικο τοπίο, και το ιστορικό γεφύρι της Πλάκας, δωρικό και υποβλητικό όσο και οι ήρωές του συγγραφέα οι οποίοι θα περιπλανηθούν και σε Μέτσοβο, Μακεδονία, Αθήνα για να φτάσουν μέχρι την Ουκρανία και τη Μ. Ασία…
- Ο Πόρτουλας, ο κεντρικός ήρωάς σας σε όλη την περιπετειώδη ζωή του αναζητά την ταυτότητά του. Αποτελεί η «ταυτότητα» διακύβευμα στους παγκοσμιοποιημένους καιρούς μας;
Κάποτε μιλούσαμε πολύ για την ξενομανία του λαού μας. Τώρα αναφερόμαστε σ’ αυτήν όλο και λιγότερο. Όχι γιατί έχει εκλείψει ως φαινόμενο, αλλά γιατί, λόγω της παγκοσμιοποίησης, όλα τα ξένα μάς φαίνονται οικεία, απ’ όπου κι αν καταφθάνουν. Και, κατά κανόνα, αυτά έρχονται από οικονομικά ισχυρές χώρες, αφού αυτές έχουν τη δυνατότητα, μαζί με τις πλαστικές παντόφλες και τα ηλεκτρονικά κουμπιά, να διοχετεύουν και, ακολούθως, να επιβάλλουν μουσικές, ενδυμασία, συμπεριφορές, τρόπους να κοιτάμε, τρόπους να σκεφτόμαστε. Σ’ αυτή την οικειότητα με καθετί ξένο, νομίζω, βρίσκεται η απειλή. Γιατί «ανεπαισθήτως», για να θυμηθούμε τον ποιητή, εμείς οι αδύναμοι (οικονομικά) λαοί, κυρίως η νέα γενιά, ένα μεγάλο μέρος από τον λαϊκό μας πολιτισμό –αληθινά διαμάντια– το έχουμε κλείσει στις κασέλες μαζί με τα ξεχασμένα υφαντά των γιαγιάδων.Ουσιαστικά, τη συλλογική μνήμη κλείνουμε στις κασέλες,την ταυτότητά μας. Βέβαια, ως πολίτες του κόσμου δεν πρέπει να παραβλέπουμε και τα θετικά της παγκοσμιοποίησης. Οφείλουμε όμως να μην επιτρέψουμε να έρθει η εποχή που θα στεκόμαστε μπροστά στον καθρέφτη και δεν θα αναγνωρίζουμε αυτόν που θα μας κοιτάζει μέσα από το γυαλί.
- Οι ιδεοληψίες της κοινωνίας μας στα τέλη του 19ου αι. κινούν εν πολλοίς τα νήματα στο μυθιστόρημά σας με τρόπο τραγικό. Μήπως οι ιδεοληψίες της εποχής μας φορούν «στολή παραλλαγής» και δεν είναι πάντα εύκολα διακριτές;
Η στολή παραλλαγής είναι το ένδυμα της εποχής μας. Δεν είναι εύκολο να διακρίνουμε τι κρύβεται πίσω από κάθε λόγο, κάθε βλέμμα, κάθε συμπεριφορά. Γιατί όσο περισσότερο σύνθετη κάνει τη ζωή η τεχνολογία, τόσο περισσότερο σύνθετος γίνεται και ο άνθρωπος. Έτσι υπάρχει δυνατότητα γενικότερης συσκότισης, με αποτέλεσμα να προσφέρονται στον καθένα ευκαιρίες για πολλά. Για παράδειγμα: Να λέει μέρα και να εννοεί νύχτα, να λέει καλό και να εννοεί κακό, να λέει ναι και να εννοεί όχι. Και το δράμα είναι ότι τον πιστεύουμε. Η τραγική ιστορία των Τεμπών και το κατάντημα του πολιτικού κόσμου το καταδεικνύουν. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τις ιδεοληψίες, στις μέρες μας. Σίγουρα δεν έχουν την παλιά δυναμική. Όμως σε πολλές περιπτώσεις, υποκρινόμαστε πως αποδεχόμαστε πρόσωπα και καταστάσεις. Και προσποιούμαστε με τρόπο επιτυχημένο, γιατί η ευχερέστερη απόκτηση γνώσεων και τα κοινωνικά μαθήματα προσποίησης που παίρνουμε μας βοηθούν να σφάζουμε με το βαμβάκι. Οι ιδεοληψίες δηλαδή εκδηλώνονται «ευγενικά» και, αν εξαιρέσουμε τις κλειστές κοινωνίες, δεν έχουν τόσο οδυνηρές συνέπειες όσο στις παλιές εποχές.
- Ο πρωταγωνιστής σας είναι ένας μη προνομιούχος που θα κινηθεί μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας για να επιβιώσει. Ποιο το μήνυμά του στους αδικημένους του σήμερα;
Με τόση πείρα που κουβαλάει ο κεντρικός ήρωας, αν απευθυνόταν σε έναν αδικημένο της εποχής μας, θα του έλεγε τούτο: Ότι στις ανθρώπινες σχέσεις το κακό έλκεται από το κακό, και το καλό έλκεται από το καλό· κι όποιος αντιλαμβάνεται αυτήν την αρχή μπορεί να μάθει και πώς να περπατάει όρθιος. Υποδείξεις θα απέφευγε να κάνει στον αδικημένο εκτός από δύο γενικές: Η πρώτη· να μη στρέψει ποτέ το αριστερό μάγουλο σ’ αυτόν που θα του ραπίσει το δεξιό. Η δεύτερη· να αγωνιστεί εναντίον των αδικητών, όχι με τρόπο εκδικητικό και πλάγιο, αλλά κατά πρόσωπο και κάτω από το φως του ήλιου. Ύστερα, θα τον χτυπούσε φιλικά στην πλάτη και θα του έλεγε: Η γη είναι τεράστια· για όλους υπάρχει τόπος να πατήσουν.
- Μετά το «Ουμπούντου» (2019) επανέρχεστε φέτος με «Το ποτάμι που επέστρεφε». Σε ποιους νόμους υπακούει η έμπνευσή σας;
Αν φέρουμε έναν γύρο το βλέμμα, θα βρούμε πολλές αφορμές για συγγραφική ενασχόληση. Κάποια ή κάποιες από αυτές προκαλούν στον καθένα διαφορετική εντύπωση. Όσο με αφορά, καταπιάνομαι με ό,τι μου φέρει ισχυρή συγκίνηση. Ακολουθώ, δηλαδή, τον τρόπο του χορευτή. Εννοώ τον ερασιτέχνη χορευτή, όχι τον επαγγελματία· ο ερασιτέχνης μπαίνει στον χορό μόνο όταν του έρθει το κέφι, ο επαγγελματίας χορεύει γιατί πρέπει να χορέψει. Το «Ουμπούντου», που αναφέρατε, πήγασε από τις εικόνες των προσφύγων. Για σκεφτείτε τα μάτια ενός πεινασμένου παιδιού που πριν από λίγο έχασε τους γονείς του σε ναυάγιο!… Μετά τη σφοδρή συγκίνηση, που είπα πιο πάνω, έρχεται η λογική να συλλάβει την ιδέα του έργου και να σκαρώσει την ιστορία. Συμπερασματικά, η έμπνευση υπακούει σε δυο νόμους: στον νόμο του συναισθήματος και στον νόμο της λογικής.
- Τί επίγευση θέλετε να αφήσει η ανάγνωση του βιβλίου σας;
Θα ήθελα ο αναγνώστης να κλείσει το βιβλίο με την ακόλουθη σκέψη: Ο άνθρωπος μπορεί να διωχθεί, μπορεί να γίνει κομμάτια. Μπορεί να βρεθεί θαμμένος κάτω από λιθάρια και χώμα. Ωστόσο, θα έρθει η στιγμή που, όπως το φύτρο, θα βγει στην επιφάνεια της γης και θα χαρεί τον ήλιο. Να ξέρει όμως πως και τότε θα υπάρχουν μέσα του κάποια σκοτεινά σημεία που δεν θα φωτιστούν ποτέ. Για τον απλό λόγο ότι είναι άνθρωπος και όχι Θεός.
Ευχαριστώ κύριε Σκαργιώτη και σας εύχομαι να είναι καλοτάξιδο.