Εικόνα εξωφύλλου: Κωνσταντίνος Ι. Αρώνης
Το σακίδιο στην πλάτη
Να σταθείς στην ξενόγλωσση λέξη του τίτλου είναι ένα πρώτο βήμα: αρχή του ταξιδιού και ορμητήριο. Ώσπου να αντιληφθεί ο αναγνώστης το σύμβολο ενός σακιδίου πλάτης, καταφθάνει το δεύτερο μισό της φράσης, ασυγκράτητο, ανειρήνευτο, και οι «Ιστορίες χίμαιρες» καλπάζουν με φόρα προς το απροσπέλαστο. Σύμφωνα με το λεξικό, άλλωστε, η «χίμαιρα» ισοδυναμεί με το κυνήγι του αδύνατου, ένα απραγματοποίητο όνειρο. Να σκάβει άραγε η όραση της δημιουργού τέτοιες απόκρημνες περιοχές; Κι αν αυτό γίνεται έναυσμα γραφής, ποια η αντιστοιχία με το συνώνυμο μυθικό τέρας;
Όπως και να ‘χει, στο βιβλίο αυτό οι ιστορίες της Αλεξάνδρας Μυλωνά είναι σταθερά προσανατολισμένες στον τόπο και τον χρόνο τους – ασχέτως εάν και τα δύο αυτά στοιχεία διαπλατύνονται κι ανοίγουν. Η τοπογραφία της Θεσσαλονίκης, ωστόσο, ορίζει έναν τόπο περισυλλογής και περιήγησης, οι γειτονιές με τα κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους γίνονται διαδρομές του λόγου. Κι ύστερα διαστέλλονται για να εισαγάγουν το εσωτερικό τοπίο της ψυχής, έναν άρρητο πόνο κι ένα αρθρωμένο παράπονο, μονιασμένα.
Εξάλλου, τα πρόσωπα και οι χαρακτήρες δοκιμάζονται στο μεταίχμιο μιας τέτοιας οριακής στιγμής: στην εγκοπή επάνω της ζωής, καθώς καλούνται να περάσουν ένα κατώφλι. Για να βρεθούν μπροστά σε μια μεγάλη απόφαση ή μια αποφασιστική συγκυρία. Και να φτάσουν μπροστά στο μοιραίο ανυπεράσπιστοι, ανυπόδητοι στα δύσβατα, ασθενείς οδοιπόροι. Η μια κατάρα είναι το φορτίο της ψυχής· η άλλη, η μεγάλη ηλικία. Πώς γίνεται τα γεράματα να τραβούν έτσι το βλέμμα. Σε μια εποχή όπου το ιδανικό της σφριγηλής νεότητας απογειώνεται – με όλα τα συμπαρομαρτούντα του σύγχρονου πολιτισμού της αναστολής του γήρατος – το βλέμμα της συγγραφέως πέφτει ακριβώς επάνω στα αδύναμα αυτά κορμιά. Που γράφουν με τον τρόπο τους τη χαμένη και ακριβή ιστορία της νεότητάς τους. Έτσι γίνεται και οι ιστορίες των προσώπων αυτών μπορούν να διαβαστούν κι από το τέλος τους προς την αρχή, με όσα η μνήμη του χρόνου φέρνει.
Με το αγκίστρι της κοινωνίας πίσω από κάθε δράμα προσωπικό να κρατάει το κάθε αφήγημα ρεαλιστικά προσγειωμένο. Και με την ποίηση μαζί της ανάτασης και της πτώσης:
Η κυρά Νούλα, ο μικρός Θωμάς, η Σούλα, η μοδίστρα, ο Αντώνης με τον μπογιατζή πατέρα, η Πόπη και ο Πάνος, η «Μέλη του παλιού καημού» (σ. 32), η Ζωή «των ογδόντα τόσο Απριλίων» (σ. 39), ο παππούς που τραυλίζει, η γιαγιά Μερόπη με τα ακάματα χέρια, ο κυρ-Δημήτρης, ο ωραίος έφηβος Ιάκωβος, η άστεγη Ραλλού, η Λένα και ο Σταμάτης, ο αγράμματος και ακαμάτης ρεμπεσκές Μάνθος, η Φανή που δολοφονείται, ως και η «ας την πούμε Έλλη» (σ. 75) όλοι μοιάζουν να πίνουν από την ίδια πηγή το πικρό νερό της ζωής που μεγαλώνει ακόμη περισσότερο τη δίψα.
Κάποιες φορές, η αναμέτρηση με το ακραίο μοιάζει επεξεργασμένη σαν σκηνικό, φορμαλιστική έκφραση γραφής, λογοτεχνική σύλληψη που έρχεται ωστόσο να συνδυαστεί με την αναμφισβήτητη πραγματογνωσία. Είναι εκεί όπου ο θάνατος και η φθορά συνοδοιπορούν με τη ζωή και κατά κάποιον τρόπο την εξημερώνουν.
Τα διηγήματα του βιβλίου χωρίζονται σε δύο μέρη που τιτλοφορούνται διαδοχικά «Πάλη πάλι» και «Δίνη πανδημίας. Οδύνη», ενότητες που αντικαθρεφτίζουν η μία την άλλη.
Ακολούθως, μέσα από μια αμοιβαία ανταλλαγή βλεμμάτων, η δεύτερη ενότητα με τα διηγήματα της πανδημίας έρχεται κάποιες φορές να δηλώσει ό,τι έχει η πρώτη κιόλας υποδηλώσει, αλλά και να επεκτείνει σταδιακά τους προβληματισμούς της. Η παράνοια της πανδημίας φτάνει έτσι ως την κωμική σύλληψη, μαρτυρώντας την κωμικοτραγική διάστασή της και ανακαλώντας μια βαθύτερη μεταμόρφωση του κόσμου – ακραία αποθησαύριση ζωής. Η τέχνη του μικρού διηγήματος με την μετρημένη οικονομία λόγου δείχνει με τον τρόπο της το άμετρο.
Στο εξεζητημένο σκηνικό της πανδημίας άλλωστε, το παράλογο μπορεί να θριαμβεύσει, αποκαλύπτοντας τη ρίζα των πραγμάτων, σκάβοντας του κόσμου το υλικό: Τι είναι τελικά πραγματικότητα και τι η παράστασή της; Τα όρια μπερδεύονται. Κάτω από τις ακραίες συνθήκες ενός εγκλεισμού όπου ο θάνατος δίνει υποσχετικό φιλί στον αέρα, η ζωή και η τέχνη ανακατεύονται και το κοινότυπο δίδυμό τους αναθεωρείται. Όμως η τέχνη της γραφής, η λογοτεχνία, παραφράζει τα πράγματα με τρόπο διαφορετικό, προτείνει εδώ και επιτείνει, και βάζει στον κόσμο χρώματα αξεθύμαστα.
Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων εμποτίζεται από μια υπόγεια ειρωνεία. Τον σαρκασμό ενός τέτοιου πόνου επεξεργάζεται και η γραφή των διηγημάτων του βιβλίου, μια γραφή – συγκομιδή που πυκνώνει με τα λόγια της το ακαταμέτρητο· που διαστέλλει κάτω από μεγεθυντικό φακό τα σημεία.
Τα κείμενα αυτά, ακαριαία και περιεκτικά, ίδια σφηνάκια λόγου, αναμετρούν το άρρητο. Είναι χαρακιές μιας σκέψης ενδεχομένως μεγαλόστομης που αποσιωπήθηκε, μικρές ιστορίες – υποσχέσεις μιας περαιτέρω ανάγνωσης, μιας εκτενέστερης υποδηλούμενης ιστορίας που συνεχίζεται στο μέλλον.