You are currently viewing Μαγδαληνή Θωμά: Δημήτρης Κοσμόπουλος, «Έθνος εξαιρετικά», εκδ. Περισπωμένη, Αθήνα 2023, σ. 59.

Μαγδαληνή Θωμά: Δημήτρης Κοσμόπουλος, «Έθνος εξαιρετικά», εκδ. Περισπωμένη, Αθήνα 2023, σ. 59.

Του στίχου η ανταμοιβή

 

 

Με τον εκφραστικά ανοίκειο τίτλο της, η ποιητική συλλογή του Δημήτρη Κοσμόπουλου προειδοποιεί εξ’ αρχής για τα ευρήματά της. Ανασκάπτοντας τον λόγο, ανανεώνει την ποίησή της. Κι έρχεται να ορίσει ένα αυθεντικό, χειροποίητο να λέγαμε, ύφος γραφής.

 

Διασχίζοντας μονοπάτια της μεταπολεμικής ποίησης κι ακόμα πιο πίσω, στο αντηχείο ενός παλιού ρυθμού, από τις παρυφές της δημοτικής παράδοσης ως την αυλή του Γκάτσου, δεκαπεντασύλλαβοι ξάστεροι και άρτιοι ίαμβοι που δίνουν τη θέση τους σε ρυθμικές αποκλιμακώσεις, αρμονικές ομοιοκαταληξίες – διακλαδώσεις και σονέτα «αποδεσμευμένα από αυστηρές τεχνικές δεσμεύσεις»,[1] η λογοτεχνική μνήμη της γραφής του διαμορφώνει ένα ύφος ξεχωριστό. Ο λόγος του ποιητή, για άλλη μια φορά, μεστός και ουσιαστικός, ευθυβολεί και γοητεύει.

 

Κι αν το ευγενές μέταλλο ενός τέτοιου λόγου έχει σφραγίδα γνησιότητας, το περιεχόμενο ορίζει τη θεματική του στο όριο της ιστορικής και προσωπικής μνήμης, της ανάμνησης που γίνεται Ιστορία, της Ιστορίας που γίνεται κι αυτή με τη σειρά της μαρτυρία, βίωμα, τόπος και χρονικό. Για να περιγράψει την καθημαγμένη πατρίδα, θραυσματική όσο και ακέραια, μελαγχολική αλλά και εύθυμη, με μια μειλίχια φωνή.

 

Μ’ αυτόν τον τρόπο, στις σαράντα δύο συνθέσεις με τη λατινική αρίθμηση, η αναφορά στον στρατιώτη γίνεται το συνεκτικό νήμα της ποιητικής διαδρομής, ο μίτος του προσανατολισμού, ο οδηγός του βλέμματος. Όλα τα υπόλοιπα πειθαρχούν στην αποστολή αυτή και συνάδουν. Από το συμφραζόμενο του τίτλου που εκτός των άλλων παραπέμπει στη συσκευασία των ομώνυμων τσιγάρων, στο μότο του Εγγονόπουλου που ανακατεύει τους ίδιους όρους (“στρατιώτης”, “τσιγάρα”), και από τον πρώτο στίχο «Με Έθνος εξαιρετικά και Σέρτικα Λαμίας» ίσαμε τον τελευταίο «δίνουμε το αίμα μας, σου τάζουμε παλάτια», το αίσθημα της πατρίδας ποτίζει την ποιητική δημιουργία σαν μυρωδιά καπνού.

 

Για να γίνει η μυρωδιά αυτή ευωδία και μύρο, περνώντας από την όσφρηση στην ακοή, κι ακόμα παραπέρα, στην αφή και την όραση. Ένα γαϊτανάκι αισθήσεων, μια αλχημεία ποιητικών υλικών – εύγευστη δοκιμή της γλώσσας: «Κι ακούγεται ως πέρα του τσιγάρου η μυρωδιά / πώς ανεβαίνει το πρωί από το ποτάμι / ν’ απλώνεται φτερούγα λιβανιά στα έρημα μέρη.» (σ. 9) Ή ακόμα «Πιάνω τη μυρωδιά του – ένας καπνός τη φέρνει./ Γαλάζια, θερινή, ηλιοκαμένη. / Από τσιγάρο σέρτικο, από κλαρί σγουρό.» (σ.11) «Γύρω μυρίζει λιβανιά και Μεγαλοπαράσκευο» (σ.14) Αλλά και: «Γινόταν πιο βαθύφυλλος με το παληό κρασί» (σ. 38)

 

Ως τους άλλους, επίσης διαλεχτούς στίχους: «Μισοσφαγμένα φτάνουνε τραγούδια από ηχογραφήσεις στο Σικάγο, Αμέρικα 1915. Πέφτει το πούσι, φτάνει η νύχτα. Φτάνει με οσμή από τσιγάρα αόρατων στρατιωτών. Την πιάνεις με το μάτι, βλέποντας τις καύτρες τους ν’ ανάβουνε μία-μία στον ουρανό. Μαχαίρι ο αέρας κοφτερό, δέντρα σηκώνουνε τα χέρια τους ψηλά. / Γονάτισε, γονάτισε ψυχή μου.» (σ. 55)

 

Εξετάζοντας τα ποιήματα με οριζόντιο βλέμμα (συνταγματικός άξονας), οι ποιητικές εικόνες που αναδύονται, συνδέονται μετωνυμικά και συνεκδοχικά με μοτίβα – σύμβολα, όπως «τσιγάρο», «χλαίνη», «φωτογραφίες» «γυλιά», «αίμα», «χώμα» «άνεμος», «νερό», «πηγάδι» κλπ., αντικείμενα του λόγου που τραβούν τα ιστορικά γεγονότα κατά λέξη· τα ίδια γεγονότα που μέσα από τη μεταφορική και συνειρμική λειτουργία της γλώσσας κατακορύφως (παραδειγματικός άξονας),[2] συνδέουν ονόματα και εποχές, πένθη της κοινωνίας και τραύματα του ανθρώπου – ένα κατακάθι πόνου που στεφανώνει τη συλλογική μνήμη υπαινικτικά.

 

Παρελαύνουν τόποι: Μπιζάνι, Εσκί-Σεχίρ, Αφιόν Καραχισάρ, Σμύρνη, Κορδελλιό, Μενεμένη, Πίνδος, Βελούχι, Άγραφα, Λιόπετρι, Πέργαμος κ.α. Είναι οι χαρτογραφήσεις της Ιστορίας που μέσα από τη λειτουργία της σύγκρισης, φτιάχνουν τη δική τους ποιητική διαδρομή. Από το παρελθόν στο παρόν και πίσω πάλι, οι αναδιπλώσεις των εποχών μαρτυρούν τη βαθύτερη ενότητά τους. Μέσα από την ενοποίηση του ποιητικού βλέμματος, το τραύμα αποκτά έτσι έκφραση καθολική.

 

Άλλωστε οι ημερομηνίες που σκορπίζονται στους στίχους σαν ενδείξεις, σηματοδοτούν μέρες και στιγμές ξεχωριστές: ημερομηνίες κάποιας εκδημίας, λόγου χάρη, που έχουν χρήση μότου («†31.12.2022» ή «†7.1.2023»), αλλά και άλλες, ενός προσωπικού χρόνου ή μιας ιστορικής συγκυρίας, σε τίτλους και στίχους σποραδικά («Ιστορία, 1899 – 2000», «Άνθη για τεφρά μαλλιά 1922 – 2023», «Σκηνή του 1985», «1972», «Νερά του ’22, του ’49», «Ενθύμιον Προύσης 1921», «Ιούνιο 1921», «Ιούνιο του ’93», κ.α). Είναι οι οδοδείκτες της μνήμης, τα σημεία του λόγου· μια άλλη σήμανση γραφής.

 

Διότι εκεί ξαναγυρίζει το βλέμμα του αναγνώστη: μέσα από τις ποιητικές αναφορές του πραγματικού, έρχεται να στρέψει την προσοχή του στο ίδιο το ποίημα. Η τέχνη του λόγου εδώ αποκτάει αξία αυτοαναφορική.

 

Όπως έχει παρατηρηθεί εξάλλου, «ένα ποιητικό κείμενο διαταράσσει το στοιχείο του πραγματικού ή ξεπερνά κάθε πιθανή και εύλογη πραγματικότητα»[3] για να φτιάξει το δικό του ήθος στο ύφος του λόγου που υπερασπίζει. Σε ανάλογο πνεύμα και η ποίηση του Δημήτρη Κοσμόπουλου, φιλοξενεί και συμφιλιώνει στη συλλογή αυτή, διάφορα ετερόκλητα είδη ποιητικού λόγου, έμμετρες ή ελεύθερες συνθέσεις, λαϊκότροπα στιχουργήματα και μαρτυρίες προφορικότητας, αναπαράγοντας, αλλά και υπονομεύοντας εμπνευσμένα τις παραδοσιακές λογοτεχνικές δομές. Να είναι μια τέτοια γενναιόδωρη ποιητική φωνή τελικά η ανταμοιβή του στίχου;

 

Μαγδαληνή Θωμά
[1]     βλ. Μαρία Ν. Ψάχου, Σημαδιακός αλλά όχι αταίριαστος. Ο Α. Παπαδιαμάντης στο Κρυπτόλεξο της ποίησης του Δ. Κοσμόπουλου, «Νέα Ευθύνη», τ. 48-49, Ιανουάριος – Ιούνιος 2020, σ. 63.
[2]     Οι έννοιες των συνταγματικών (syntagmatique) και παραδειγματικών (paradigmatique) σχέσεων στη γλώσσα, που εγκαινίασε ο Ferdinand de Saussure, (“Cours de linguistique générale”, Charles Bally και Albert Sechehaye 1916), συνδέονται και με τη λειτουργία της Μετωνυμίας και Μεταφοράς στον λόγο. Βλ. ενδεικτικά Roland Barthes, “Éléments de sémiologie”, Éditions du Seuil, 1965, σ. 114-130 και Gilles Deleuze, “Desert Islands and Other Texts (1953–1974)”, Semiotext(e), 2004, σ. 170- 192.
[3]     Michael Riffaterre, Le Poème comme représentation, “Poetique” no4, Publications Paris – Sorbonne, 1970, σ. 401.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.