Αν το ύφος της γραφής είναι ο άνθρωπος, όπως έλεγε ο Paul Valéry, τότε δεν μπορεί ο αναγνώστης να λαθέψει. Θα αναγνωρίζει τον συγγραφέα ακόμα και με κρυμμένο το όνομα, από μια παράγραφο και μόνο του κειμένου. Αυτό έχει καταφέρει, ανάμεσα στα άλλα, η πεζογραφία του Μιχάλη Αλμπάτη: να προσδώσει τέτοιο χαρακτήρα στον λόγο του ώστε να γίνεται εξ αρχής αναγνωρίσιμος, όπως το έργο ενός καλού τεχνίτη. Το έργο είναι η σφραγίδα του προσώπου, το καλλιγράφημα του χεριού. Κι έχει πολλά να αναδείξει η τέχνη του λόγου του, σμιλεύοντας το υλικό της γραφής με το καλέμι.
Λόγος χειμαρρώδης και ταυτόχρονα οικονομημένος, ακατάσχετος σαν μια «ροή συνείδησης» και μαζί συγκρατημένος. Η φράση τελειώνει με έναν παλμό, η παράγραφος τεντώνεται, η σελίδα γεμίζει από μια φράση. Οξύτονη ή παροξύτονη κατάληξη, δεν έχει σημασία: αρκεί ο ρυθμός να γίνεται η ανάπαλση μιας φωνής. Και τα νοήματα στοιχισμένα και αυτά, στην επιφάνεια ή στο βάθος – αδιάφορο. Όπως και να ‘χει, πάντοτε αναπότρεπτα παρόντα. Αδιόρατα, μαζί και ορατά στο συμφραζόμενο μιας πρότασης, στην πολυσημία ενός όρου. Στο προηγούμενο έργο του συγγραφέα «Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους» (εκδ. Νήσος 2022), το νυστέρι έφτανε ως το κόκαλο, ένας οντολογικός προβληματισμός πυροδοτούσε τον παράφορο λόγο. Στη νουβέλα αυτή, η αγωνία της ύπαρξης γίνεται και προβληματισμός πολιτικός – με την ευρύτερη σημασία του όρου.
Πιάνεται από τα ακρογωνιαία: το βίωμα και τη διάσταση του χρόνου, την ανθρώπινη αποστολή και το φορτίο της Ιστορίας. Ανάμεσα σε αυτές τις συμπληγάδες ένα μικρό παιδί που μεγαλώνει, συγκρατεί το βίωμα της εφηβείας μέσα στην καταναγκαστική και σωτήρια απομόνωση. Είναι ένας μικρός Εβραίος που κρύβεται σε μια σοφίτα με βιβλία για να σωθεί. Που μεγαλώνει μέσα στις σελίδες των βιβλίων για να ανδρωθεί και να ωριμάσει. Να πιστέψει και να κρίνει, αλλά προπάντων να οραματιστεί. Να φτιάξει με την απελευθέρωση το δικό του επαναστατικό κίνημα των εφήβων. Και να έρθει αντιμέτωπος με τη διάψευση των ιδεών βάζοντας το λιθαράκι ενός καινούργιου αυταρχισμού σε μια προσπάθεια ανατροπής του παλιού αυταρχισμού – άθελά του.
Να είναι ένα σημάδι για την τραγικότητα των επαναστάσεων αυτό; Ένα ουτοπικό όραμα που αφήνοντας τη θεωρία, περνάει στην πράξη ως δυστοπία; Το κείμενο ερεθίζει τη σκέψη του αναγνώστη, προβληματίζει γόνιμα. Άλλωστε κάθε επανάσταση, όπως λένε, τρώει τα παιδιά της. Και τι άλλο είναι ένας επαναστάτης από ένα αδικημένο παιδί, πεισμωμένο, που μάχεται ενάντια στου κόσμου την αδικία; Δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος να αποδοθεί αυτό αφηγηματικά από το διαλέξει ο συγγραφέας παιδιά ως ήρωές του.
Και παρόλο που η μυθοπλασία διαφοροποιείται, μπορούμε να πούμε πως η νουβέλα αυτή κάνει ένα νεύμα στο κορυφαίο μυθιστόρημα του William Golding «Ο άρχοντας των μυγών» μέσα από τη χρήση μιας ανάλογης αλληγορίας. Και εδώ, όπως και στο παραπάνω έργο, παρουσιάζεται ο άναρχος κόσμος των παιδιών με την αναγνωρίσιμη βία· την αθώα αγριότητα και την ακατέργαστη ορμή της εξόντωσης και του θανάτου· τα βήματα προς το χάος και την (αυτό)καταστροφή. Η σύγκρουση της ομαδικής σκέψης με την ατομικότητα, η διαφορά μεταξύ της ορθολογικής και συναισθηματικής αντίδρασης, η συνεχής αμφιταλάντευση ανάμεσα στο καλό και στο κακό είναι γνωρίσματα ειδολογικά του ανθρώπου, η κατάρα και η ευχή της ανθρώπινης περιπέτειας. Το έργο του Μιχάλη Αλμπάτη φτάνει ως τη ρίζα της ανθρώπινης ύπαρξης: αναδεύει τα στοιχειώδη.
Ποια είναι όμως η σχέση του χρόνου με όλα αυτά; Όπως και ο ίδιος ο τίτλος παραπέμπει, «Η κατάλυση του χρόνου» υπονοεί μια ανατροπή του προγραμματισμένου και του αναμενόμενου. Πράγματι, ο χρόνος παρουσιάζεται στην ιστορία μέσα από τις πάμπολλες διαστάσεις του. Αντικειμενικός και αναπότρεπτος γίνεται κατ’ αρχήν χρόνος της ιστορικής συγκυρίας· μια χρονολογία παθών που διασταυρώνεται με τον εσωτερικό χρόνο της συνείδησης του ήρωα για να μεταλλαχθεί και να συνυπάρξει με την αδυσώπητη πραγματικότητα. Στη διάθλαση αυτή του εσωτερικού χρόνου, το θραύσμα της συνείδησης ανασυνθέτει τον κατακερματισμένο εαυτό μέσα από τη δημιουργική μελέτη.
Για να έρθει συμπληρωματικά και η μεταμόρφωση του χρόνου, μέσα από τη μεταμόρφωση του παιδιού σε άντρα: ο Γιόσουα μεγαλώνει μέσα στο περιορισμένο απεριόριστο των βιβλίων της σοφίτας της μαντάμ Γκρόσοβα και όταν η πόλη του Νεμπόβιτσε απελευθερώνεται από τους Ναζί, οργανώνει την επαναστατική συνέλευση των εφήβων («ομάδες εργασίας» και «επικουρικά τάγματα της Πολιτοφυλακής») για να επιβάλει, ανάμεσα στα άλλα, την κατάργηση του χρόνου και την κατάσχεση όλων των ρολογιών της πολίχνης (σ. 99 – 102).
Η πρακτική αυτή της υφαρπαγής που αντιμάχεται την αυταρχικότητα με μεγαλύτερο ακόμα αυταρχισμό γίνεται στη νουβέλα μια διαδρομή αποκαλύψεων: το συμβολικό τα βάζει με την πραγματικότητα και επέρχεται το χάος. Είναι μια πρόθεση απελευθέρωσης που αυτοϋπονομεύεται, μια ανάγκη ελευθερίας που δαγκώνει την ουρά της. Ο απεγκλωβισμός από την εξουσία του χρόνου γίνεται έτσι εγκλεισμός σε μια παράλογη επιβολή.
Κι όμως υπάρχουν εξουσίες που θα έπρεπε «πάση θυσία να διαφυλαχτούν» πιστεύει ο Γιόσουα, είναι «η εξουσία της ομορφιάς και η εξουσία της πειθούς» (σ. 151). Η πρώτη τροφοδοτείται έτσι κι αλλιώς από την πνευματική και καλλιτεχνική ελευθερία και η δεύτερη επικοινωνεί με τον διάλογο και φέρνει ένα ήθος δημοκρατικό. Σε μια εποχή άνθισης των ολοκληρωτισμών, όπου κάνει αναφορά το ιστορικό πλαίσιο του βιβλίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα στήνονται στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ποια όραση μετά να ‘χεις, στρέφοντας το μάτι στην «πίσω όψη, όλο κόμπους από της πλάσης το υφαντό» (σ. 170), αν όχι προς το βαθύτερο νόημα της μοίρας του θανάτου; Ίσως η βαθύτερη αχρονία να είναι αυτή: μέσα από τη μεταφυσική του θανάτου, να ανακαλύπτει κανείς την έσχατη ελευθερία. Η κατάλυση του χρόνου έχει πίσω της, εδώ, μια τέτοια οντολογική αναζήτηση.
Φτάνοντας τον λόγο στο μεδούλι της ύπαρξης, η γραφή του Μιχάλη Αλμπάτη προσφέρεται στον αναγνώστη και σαν ένα μικρό δοκίμιο προβληματισμού. Άλλωστε, μέσα από τους μικρούς ήρωες, τα μικρά κι απρόβλεπτα αινίγματα γίνονται ανοίγματα της σκέψης μεγάλα. Τροφοδοτούν τον λόγο και ημερεύουν τον νου, εξημερώνοντας μαζί και τη βαθύτερη αγωνία.
Μαγδαληνή Θωμά