You are currently viewing Μανώλης Μ. Στεργιούλης: Χριστίνα Πετροπούλου, «Τα εγγόνια του Ομήρου»- Μνήμη Συγγένεια Ταυτότητα στο Γκαλλιτσιανό της Καλαβρίας, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2023, σελ.341

Μανώλης Μ. Στεργιούλης: Χριστίνα Πετροπούλου, «Τα εγγόνια του Ομήρου»- Μνήμη Συγγένεια Ταυτότητα στο Γκαλλιτσιανό της Καλαβρίας, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2023, σελ.341

«Τα εγγόνια του Ομήρου». Μνήμη, Συγγένεια, Ταυτότητα στο Γκαλλιτσιανό της Καλαβρίας είναι ο τίτλος του βιβλίου που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Επίκεντρο, το 2023. Συγγραφέας του η Χριστίνα Πετροπούλου, που σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Κοινωνική Ανθρωπολογία στα Πανεπιστήμια «La Sapienza» και «Tor Vergata» της Ρώμης. Ασχολήθηκε επί μακρόν την ελληνόφωνη περιοχή της Καλαβρίας,  και κυρίως με το ελληνόφωνο χωριό Γκαλλιτσιανό (Galliciano) και η μελέτη της με θέμα «Μνήμη, Συγγένεια, Ταυτότητα σ’ ένα ελληνόφωνο χωριό της Καλαβρίας  (Γκαλλιτσιανό)» υποβλήθηκε ως διδακτορική διατριβή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Όμως, η ασχολία της με το θέμα συνεχίστηκε με εστίαση στις κοινωνικές, οικονομικές και γλωσσικές αλλαγές στο χωριό και στην ευρύτερη περιοχή της Καλαβρίας, μετά την επίσημη αναγνώριση των ιστορικών γλωσσικών μειονοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1999).

Το βιβλίο προλογίζει ο Αντονίνο Κολαγιάννι (Antonino Colajanni), ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου της Ρώμης «La Sapienza», ο οποίος εξαίρει τη συνεισφορά της Χριστίνας Πετροπούλου στη μελέτη της κοινωνικής ζωής των ανθρώπων της Grecia Calabra. Χαρακτηρίζει την «αφύπνιση της ελληνικότητας» των ανθρώπων αυτών ως φαινόμενο μεγάλης σημασίας, διότι αν και είναι κληρονόμοι μιας μακρινής ιστορικής παράδοσης, αντιμετωπίζονται ως κατώτεροι  ακόμη και για τη γλώσσα τους (τα «γκρεκάνικα»). Στην πολύ κατατοπιστική εισαγωγή της, η συγγραφέας αναφέρει ότι το βιβλίο της αποτελεί καρπό μακροχρόνιας επιτόπιας έρευνας, στο πλαίσιο της οποίας αξιοποίησε αρχειακό υλικό, αλλά και γλωσσολογικές, ανθρωπολογικές  και κοινωνιολογικές μελέτες για την Καλαβρία. Αναφέρει, επίσης, ότι τρεις είναι οι άξονες των περιεχομένων του βιβλίου: η μνήμη του παρελθόντος, η μελέτη της οικογενειακής δομής και η ταυτότητα. Ο επίλογος της εισαγωγής μάς προϊδεάζει για τις διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα που προέκυψαν από την έρευνά της και συμπυκνώνονται στην παραδοχή ότι σε όλη τη νότια Ιταλία η επίδραση της ελληνικής παράδοσης είναι αναμφισβήτητη. Την επιβεβαιώνουν μνημεία, τοπωνύμια, ανθρωπωνύμια και βεβαίως το τοπικό ελληνικό ιδίωμα που μιλούν οι λίγοι εναπομείναντες κάτοικοι του Γκαλλιτσιανού, του Νέου Ρογουδίου και οι ακόμοι λιγότεροι της  Bova και Bova Marina.                                                                    Το βιβλίο χωρίζεται σε έξι κεφάλαια. 1. Η επιτόπια έρευνα, 2. Ο τόπος και οι άνθρωποι, 3. Ο ελληνισμός της νότιας Ιταλίας χθες και σήμερα, 4. Η συλλογική μνήμη, 5. Οικογένεια, συγγένεια, γάμος, 6. Γκρεκάνοι, «Έλληνες της Καλαβρίας» ή ελληνόφωνοι;

Στο πρώτο κεφάλαιο, η συγγραφέας αφηγείται εμπειρίες από την πρώτη και δεύτερη επίσκεψη και παραμονή της στο Γκαλλιτσιανό, τον τρόπο με τον οποίο την υποδέχθηκαν οι κάτοικοί του και τον θετικό ρόλο της ελληνικής γλώσσας στην επικοινωνία τους, που προϊόντος του χρόνου διευρύνθηκε και εξελίχθηκε σε σχέσεις αμοιβαίας εκτίμησης, οικειότητας και σεβασμού. Στον ίδιο χώρο αναφέρεται και το δεύτερο κεφάλαιο, όπου γίνεται γενική αναφορά στην Καλαβρία, με επικέντρωση σε πληροφορίες σχετικές με το Γκαλλιτσιανό και την ιστορία του, τους οικισμούς, τις ασχολίες των κατοίκων, τις συνθήκες υπό τις οποίες οι μαθητές φοιτούσαν στο σχολείο, τα έθιμα που συνόδευαν τις εορτές των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και του Πάσχα, την υποδομή του χωριού, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση της κοινότητας έως τη δεκαετία του 1960 και στο επόμενο διάστημα έως σήμερα.

Στο τρίτο κεφάλαιο, γίνεται αναδρομή στην μακραίωνη ιστορία του ελληνισμού στη νότια Ιταλία, στην ακμή πόλεων και χωριών, στην πολιτισμική ανάπτυξη και στη σταδιακή συρρίκνωσή τους στο πέρασμα των αιώνων. Παρατίθενται σχετικές πληροφορίες από το 6ο βιβλίο της Γεωγραφίας του Στράβωνα καθώς και συμπεράσματα που διατύπωσε ο Ιταλός αρχαιολόγος Paolo Orsi, έπειτα από αρχαιολογικές έρευνες και μελέτη των ελληνικών επιγραφών που βρέθηκαν στο Ρήγιο. Περιγράφεται η κατάσταση που διαμορφώθηκε στην περιοχή, όταν έφθασε εκεί ο Απόστολος Παύλος, η μεγάλη δύναμη της Εκκλησίας και η μετάβαση από το ορθόδοξο στο λατινικό τυπικό. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν όσα η συγγραφέας αναφέρει για τους λόγους που οδήγησαν στη διατήρηση αλλά και στη συρρίκνωση της ελληνικής γλώσσας κατά τους τελευταίους δύο αιώνες (στην Καλαβρία ονομάζεται γκρέκο, στην Απουλία γκρίκο, σε παλαιότερη εποχή γκρεκάνικα, στην Ελλάδα κατωιταλική διάλεκτος ή κατωιταλικά ιδιώματα).

Στο τέταρτο κεφάλαιο, περιέχονται στοιχεία που αφορούν στην ίδρυση του χωριού, στους πρώτους κατοίκους του, σε ιστορίες και παραδόσεις που αφηγούνται κάτοικοί του, σε προσωπικότητες του παρελθόντος που επηρέασαν τις εξελίξεις, αλλά και σε γεγονότα, όπως ο καταστροφικός σεισμός του 1908, η μετανάστευση μέρους του πληθυσμού στην Αργεντινή, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο φασισμός του Μουσολίνι, η επίθεση κατά της Ελλάδας το 1940 και στη μεταπολεμική περίοδο έως σήμερα.

Στο πέμπτο κεφάλαιο, εξετάζονται θέματα, όπως η δομή της οικογένειας, η συγγένεια, ο γάμος, η ράτσα, τα παρωνύμια και οι αντιλήψεις που σχετίζονται με όλα αυτά. Από πίνακα που περιέχει την ορολογία της συγγένειας στο Γκαλλιτσιανό ο αναγνώστης πληροφορείται για τη διάκριση μεταξύ στενών συγγενών (parenti stretti) και συγγενών εκ σεβασμού (parenti per rispetto), για τους γάμους που συνάπτονταν όχι μόνο μεταξύ συγχωριανών (κοινοτική ενδογαμία) αλλά και μεταξύ συγγενών (συγγενειακή ενδογαμία).

Στο έκτο κεφάλαιο, παρουσιάζονται προβλήματα σχετικά με τον προσδιορισμό της ταυτότητας. Πρόκειται για Γκρεκάνους, για Έλληνες της Καλαβρίας ή για ελληνόφωνους; Οι απόψεις που έχουν διατυπωθεί ως απάντηση στο ερώτημα είναι διαφορετικές και αυτό οφείλεται στα κριτήρια που κάθε φορά λαμβάνονται υπόψη. Γεγονός πάντως είναι ότι το γκρέκο, η γλώσσα των ελληνοφώνων της Καλαβρίας, για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν υποτιμημένη, αλλά από το 1967 εκτυλίσσεται διαδικασία «αφύπνισης της ελληνικότητας», με αφορμή μία βυζαντινή λειτουργία που παρακολούθησαν δύο καθηγητές Λυκείου από το Ρήγιο. Η λειτουργία αυτή τους ώθησε στην ανάληψη πρωτοβουλιών, για να διασωθεί η παράδοση που χάνεται. Η αποκάλυψη μαθητών  ότι στο σπίτι τους μιλούν την ελληνική και όχι την ιταλική γλώσσα έδωσε αφορμή για περαιτέρω πρωτοβουλίες και δράσεις. Στο Γκαλλιτσιανό αλλάζουν τις ονομασίες των δρόμων με νέες, όπως  Λεωφόρος Πηνελόπης, οδός Φειδία, οδός Οδυσσέως, οδός Σωκράτη, πλατεία Ομήρου, πλατεία Έρωτος κ.λ.π. Αναπτύσσονται σχέσεις με την Ελλάδα, πραγματοποιούνται ταξίδια, πολιτιστικές εκδηλώσεις, ιδρύονται Σύλλογοι, διδάσκεται η ελληνική γλώσσα και διευρύνονται οι δραστηριότητες για επανασύνδεση με το τόσο περιφρονημένο παρελθόν των ελληνοφώνων της Καλαβρίας.

Η έρευνα και το πλούσιο υλικό που συγκέντρωσε η Χριστίνα Πετροπούλου κατά την πολυετή μελέτη της αποτυπώθηκαν στο βιβλίο της με υποδειγματικό τρόπο και διευκολύνουν σημαντικά τον αναγνώστη να πληροφορηθεί και να γνωρίσει τους ελληνόφωνους κατοίκους της Καλαβρίας από το απώτερο παρελθόν έως σήμερα. Πρόκειται για βιβλίο που ενισχύει την ισχνή βιβλιογραφία για το συγκεκριμένο θέμα και μπορεί να αποτελέσει έναυσμα για περαιτέρω σχετικές μελέτες και έρευνες.

 

 

Μανώλης Μ. Στεργιούλης

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.