Οι περιπέτειες του νεότερου ελληνισμού μέσα από την ποιητική
συλλογή του Δημήτρη Κοσμόπουλου «Ἔθνος Ἐξαιρετικά»
Στα είδη λόγου, με τα οποία σχετίζεται η λογοτεχνία, περιλαμβάνεται και ο λόγος
της Ιστορίας. Λογοτεχνία και Ιστορία αποτελούν χώρους συνομιλίας και
αλληλεπίδρασης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ταυτίζονται ή παρακάμπτονται οι
διαφορές που τους χωρίζουν. Τα σημαντικά ιστορικά γεγονότα έχουν αντίκτυπο
στους ανθρώπους που ασχολούνται με την τέχνη, είτε τα έχουν βιώσει οι ίδιοι είτε
όχι. Σε κάθε περίπτωση η σχέση τους με την Ιστορία, άμεση ή διαμεσολαβημένη,
είναι δεδομένη.
Τις απόψεις αυτές, που παραπέμπουν στη θεωρία της λογοτεχνίας, θυμίζει η
τελευταία -δέκατη τρίτη- ποιητική συλλογή του Δημήτρη Κοσμόπουλου, που
κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες από τις εκδόσεις Περισπωμένη, με τίτλο Ἔθνος
ἐξαιρετικά. Αποτελείται από σαράντα δύο ποιήματα, αριθμημένα από I έως XLII, τα
οποία είναι εμπνευσμένα από γεγονότα-σταθμούς της νεοελληνικής Ιστορίας, όπως η
Μικρασιατική Καταστροφή, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Εμφύλιος, η αγγλική
αποικιοκρατική πολιτική στην Κύπρο, η επταετής δικτατορία και η καταστροφή που
επέφερε στη Μεγαλόνησο, ανάβοντας το πράσινο φως για την τουρκική εισβολή του
1974. Η απορία που δημιουργεί αρχικά ο τίτλος της συλλογής αίρεται από την εικόνα
της ομώνυμης παλιάς μάρκας τσιγάρων στο εσώφυλλο. Έτσι από το Ἔθνος
ἐξαιρετικά συνειρμικά ο νους μας πηγαίνει στο Έθνος εξαιρετικό, στο ελληνικό
δηλαδή Έθνος, το οποίο, στη διαχρονική του πορεία και κυρίως κατά τα τελευταία
εκατό χρόνια, πορεύτηκε μέσα σε δυσκολίες και αντιξοότητες, οδηγήθηκε σε
θριαμβευτικές νίκες και σε ολέθριες ήττες, έζησε κλυδωνισμούς και ταπεινώσεις,
ανατάσεις και εξάρσεις, καρπώθηκε μεγάλες ωφέλειες και υπέστη ανυπολόγιστες
ζημιές, γονάτισε αλλά δεν λύγισε, έπεσε στο τελευταίο σκαλί και αγωνίστηκε
σκληρά, για να αναλάβει δυνάμεις, απελπίστηκε αλλά δεν έχασε ποτέ τις ελπίδες του.
Το motto «Γιατὶ πρέπει νὰ ἔχει ὁ στρατιώτης/ τὰ τσιγάρα του», που θυμίζει
τον στίχο του Νίκου Εγγνόπουλου «διότι/ πρέπει νὰ ἔχη/ ο στρατιώτης το τσιγάρο
του», από το ποίημα «Τὸ πρωινὸ τραγούδι», λειτουργεί ως σύμβολο. Παραπέμπει
στους καημούς, τις πίκρες και την απογοήτευση του λαού μας από δυσάρεστες
εξελίξεις που σφράγισαν την ιστορική του διαδρομή αλλά και στην αναζωπύρωση της
αισιοδοξίας και της ανακούφισης που ένιωσε, όταν οι εξελίξεις υπήρξαν ευνοϊκές και
δικαίωσαν τους στόχους και τις επιδιώξεις του. Σε όλα τα ποιήματα ο απλός
ανώνυμος Έλληνας αποτελεί το κεντρικό πρόσωπο, που άλλοτε ως στρατιώτης
μάχεται για την ελευθερία και την αξιοπρέπεια και άλλοτε ως κυνηγημένος
πρόσφυγας αγωνίζεται να επιβιώσει.
Αυτός ο απλός ανώνυμος Έλληνας, σε προχωρημένη πλέον ηλικία, με τη
συντροφιά ενός τσιγάρου, εξιστορεί γεγονότα που παραμένουν ανεξίτηλα στη μνήμη
του και εξακολουθούν να συγκλονίζουν. Αναφέρεται σε μεγάλες στιγμές της
στρατιωτικής του θητείας που συνέπεσε με τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους
αλλά και τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Ἀπὸ Μπιζάνι – Ἐσκὴ Σεχίρ, στρατιώτης δέκα χρόνια
κι ὕστερα τῆς σιωπῆς σπορηᾶς, τοῦ πόνου τρυγητής.
Η ελληνική περιπέτεια στη Μικρά Ασία αναφέρεται σε πολλά ποιήματα της
συλλογής και έχει ειδικό βάρος στη συνείδηση του ποιητή. Ο ίδιος σε συνέντευξή του
δήλωσε πως στο χωριό του άκουγε πολύ συχνά σχετικές αφηγήσεις από ανθρώπους
που έζησαν τα γεγονότα. «Ο παππούς μου χάθηκε στη Μικρά Ασία, είχα όμως τους
συνομιλήκους του, τα λεγόμενα “παιδιά της κλάσης του ‘20”, να με παραμυθούν με
τις διηγήσεις τους». Στο ποίημά του «Ἆσμα γιὰ τὰ παιδιὰ τοῦ ’20», που
περιλαμβάνεται στη συλλογή «Τοῦ νεκροῦ ἀδελφοῦ», γίνεται αναφορά σε ένα νοερό
ταξίδι, στη διάρκεια του οποίου ζωντανεύουν άνθρωποι και γεγονότα.
Χιονίζει φῶς τοῦ Αὐγούστου καὶ τοῦ θέρους Μικρασία
Κρύσταλλα πρωινού κι αστέρια τῆς ἑσπέρας
Ἔρχονται πάλι πάνω στ’ ἄλογα μὲ τὸ χακὶ
ποὺ κιτρινίζει ὅπως κερὶ ― Εἶναι τὰ μάτια τους
σβησμένα χρώματα παληᾶς φωτογραφίας
Στο ποίημα μάλιστα «Ἐγκοίμησις Ηλία Παναρίτη Στρ (ΠΒ)» της ίδιας
συλλογής, τα παιδιά αυτά παρουσιάζονται αποκαμωμένα από τις κακουχίες του
πολέμου.
Μὲ χλαῖνες γκρίζες κι ἄρβυλα σκισμένα
καπνίζουνε τσιγάρα «Ἔθνος ἐξαιρετικὰ»
βεγγαλικὰ θυέλλης
Φοροῦνε ντρίλινα γιλέκα, κάπες
ἔχουν δίκανα και γκράδες
καὶ λιτανεύουν τὶς φωτογραφίες
Ση συλλογή «Ἔθνος ἐξαιρετικά», οι εικόνες από τη ζωή των στρατιωτών που
πολέμησαν στο μέτωπο αποτυπώνονται σε αρκετά ποιήματα. Η μνημόνευση τόπων,
όπου διαδραματίστηκαν συγκλονιστικά γεγονότα, και παθών που υπέστησαν όσοι
ήταν παρόντες δίνονται με ξεχωριστό τρόπο και μεταφέρουν νοερά τον αναγνώστη
στο παρελθόν, για να συνειδητοποιήσει τον κλήρο που έλαχε στον Έλληνα να
αγωνίζεται για αξίες και ιδανικά που ανυψώνουν τον άνθρωπο και δικαιώνουν τη
ζωή. Και το πιο σημαντικό και συνάμα οδυνηρό: να αγωνίζεται μόνος έναντι πολλών
και δυνατών, γιατί τις περισσότερες φορές οι υποσχέσεις των «φίλων» του για
συνδρομή και βοήθεια παρέμειναν υποσχέσεις. Και είναι πολλές οι φορές που
αντιλήφθηκε αυτό που ο Ελύτης συμπυκνώνει σε τρεις λέξεις: «Δυστυχῶς μᾶς
ἐγέλασαν».
Έρημος, λοιπόν, από ειλικρινείς φίλους ο Έλληνας εμφανίζεται στα ποιήματα
της συλλογής με τη μορφή ενός γέρου που αφηγείται τα δεινά που αντιμετώπισε ο
ίδιος στα πεδία των μαχών, αλλά και σε γεγονότα που συνέβησαν αργότερα και είχαν
ως αποτέλεσμα να χαθούν προσφιλή του πρόσωπα. Η αφήγηση, όμως, δεν σχετίζεται
μόνο με τους πολέμους αλλά και με τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν και οδήγησαν
πολλούς στην απόφαση να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να μεταναστεύσουν σε
ξένες χώρες με την ελπίδα καλύτερης τύχης.
Τοῦ λέω «σὲ νόμιζα νεκρὸ, ὅμως βλέπω μιλᾶνε ― ὅπως
μοῦ ’λεγες ― οἱ πεθαμένοι». Ἀγέλαστος, μὲ τὸ τσιγάρο ν’
ἀναθρώσκει. Τινάζει τὸν ὦμο νὰ μὴν φύγει ἡ χλαίνη, πέ-
φτει χιόνι ἡ σιωπή του. Κανεὶς δὲν μένει πιὰ ἐδῶ. Μήτε
πουλὶ πετούμενο , μήτε φωνὴ διαβάτη. Ξεροβήχει μιά.
Ξερολιθιὰ γκρεμίζεται. «Έμεῖς, γυρίζουμε ’δ’ ἀπάνου».
4
Μὲ σκουριασμένο γρέζι καὶ κουβὰ ἀνεβαίνει ἡ φωνή του.
Ἀπὸ τοῦ πηγαδιοῦ τὰ βάθη.
Λογγῶσαν τὰ σπαρτά, φρᾶξαν οἱ δρόμοι μὲ βατῶνες
κι ἄλλα, άγκαθερὰ τῆς λησμονιᾶς. Περάσανε σφαγὲς,
ἤρθανε πόλεμοι, ἐξορίες. «Ἐδῶ γυρίζουμε κρυφοὶ μὲς στὰ
μουγγὰ βουνά, νυχτόημερα στὴν Ἁρμυρὴ τὴν Ἔρημο ― δὲν
τέλειωσε ποτέ».
Με πεζά, όπως το προηγούμενο, αλλά και με ποιήματα γραμμένα σε
παραδοσιακή μορφή, χωρισμένα δηλαδή σε τετράστιχες ομοιοκατάληκτες στροφές, ο
αναγνώστης ακούει τις αφηγήσεις και του δημιουργείται η αίσθηση ότι τόποι, μορφές
και γεγονότα αποτελούν κινηματογραφική ταινία, την οποία παρακολουθεί με
ενδιαφέρον που συνεχώς επιτείνεται. Ο Κοσμόπουλος με τη συλλογή «Ἔθνος
Ἐξαιρετικά» ενεργοποιεί μνήμες. Μνήμες πατρίδων, όπου άλλοτε μεγαλούργησε ο
ελληνισμός αλλά και μνήμες πατρίδων που χάθηκαν. Μνήμες πατρίδων που
συνδέθηκαν με τραγικά γεγονότα, προκάλεσαν βαρύ πόνο, ασήκωτη θλίψη και
παραμένουν χαραγμένες βαθιά στην ελληνική ψυχή. Μνήμες που, όπου και να τις
αγγίξεις, πονούν.
Γιατὶ κι ἡ μνήμη εἶναι τσακάλι διψασμένο
καὶ λαχανιάζει μὲ τὴν γλώσσα ἔξω
γυρνώντας σ’ ἀδυσώπητο λιοπύρι,
στὰ πετρωτά, φλεγόμενα, γυμνὰ βουνά.
Βρίσκει φαράγγι σκότεινο
μὲ μελανὰ πλατάνια.
Πέφτει σὲ πέρασμα νεροῦ
νὰ πιεῖ, νὰ λησμονήσει.
Μ’ ἀντὶ νερὸ τῆς λησμονιᾶς
μαῦρο κυλάει τὸ αἷμα.
Ο ποιητής έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να προβάλλει το παρελθόν στο παρόν και
να θέτει προβληματισμούς στον αναγνώστη. Να τον ωθεί σε κριτική όσων
συμβαίνουν στη σημερινή τεχνοκρατική εποχή αλλά και αυτοκριτική για τη στάση
και τη συμπεριφορά που εκδηλώνει έναντι φαινομένων, τα οποία αναιρούν αξίες και
μεταβάλλουν τον άνθρωπο σε άβουλο και ετεροπροσδιοριζόμενο ον, που «δεν ξέρει
πού πηγαίνει και που πατά», καθόσον η αποκοπή από τις ρίζες και η λήθη
λειτουργούν ως οδοστρωτήρες που ισοπεδώνουν τα πάντα.
Θὰ ποῦνε, τάχα, πὼς ἐμεῖς δὲν ἤμασταν ποτέ,
θὰ θάψουν τὴν φωνή μας τόνοι διαφημίσεις.
Καὶ τῶν παιδιῶν σας τὰ παιδιά ―ἄν θὰ ζήσεις―
πάνω στοὺς τάφους, θὰ τὰ κάνουν χορευτές.
Ὠχρὲ τῆς μνήμης μου καπνέ, ἔρημος μαραμένη
φωτογραφία ἀπὸ τὸ ἄγριο φῶς κιτρινισμένη.
ἀπὸ τὴν Σμύρνη, τὸν Σαγγάριο, τὴν Μενεμένη.
Μιὰ τρύπια χλαίνη ἀπόμεινε πάνω μας εἰμαρμένη.
Σκεπάζει τὰ ὀρφανὰ κορμιὰ, τὰ σπίτια, τὰ βουνὰ
κι ἀπὸ τὶς τρύπες της φυσᾶ τῆς ἱστορίας ἄμμος:
Πίνδος, Βελούχι, Ἄγραφα, Λιοπέτρι, Πέργαμος.
Τὰ ἐγγόνια σας θὰ λένε «οὔτε ξέρω, οὔτε τοὺς εἶδα
πουθενά».
Ο γέρος, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, συμβολίζει τη διαχρονική πορεία
του ελληνισμού, επιστρέφει νοερά σε τόπους, όπου εκτυλίχθηκαν ηρωικές πράξεις
που λειτούργησαν καταλυτικά στις εξελίξεις των ελληνικών πραγμάτων. Τα πέντε
τοπωνύμια που αναφέρονται στον προτελευταίο στίχο του παραπάνω ποιήματος
παραπέμπουν στη νεοελληνική ιστορία των τελευταίων εκατό χρόνων. Η Πίνδος
συνδέεται με την εποποιία του λαού μας κατά του φασισμού. Το Βελούχι παραπέμπει
στον Άρη Βελουχιώτη και την Εθνική Αντίσταση. Τα Άγραφα θυμίζουν το αδούλωτο
πνεύμα των κατοίκων τους κατά την περίοδο πριν αλλά και κατά τη διάρκεια της
Επανάστασης του 1821, καθώς και τους ανυπότακτους πολέμαρχους που έδρασαν
στις βουνοκορφές τους. Η Πέργαμος θυμίζει την άγρια σφαγή των Ελλήνων από
τους Τούρκους, το 1919. Το Λιοπέτρι (περιοχή κοντά στην Αμμόχωστο), τον
ηρωικό θάνατο των αγωνιστών της ΕΟΚΑ Φώτη Πίττα, Ανδρέα Κάρυου, Ηλία
Παπακυριακού και Χρίστου Σαμάρα, συμβολίζει την αντίσταση του κυπριακού λαού
κατά της βρετανικής αποικιοκρατίας.
Η Κύπρος και η ιστορία της, παλαιότερη και νεώτερη, αποτελεί συχνό σημείο
αναφοράς σε πολλά ποιήματα της συλλογής. Η επί πενήντα χρόνια συνεχιζόμενη
παράνομη κατοχή μεγάλου μέρους των εδαφών της από την Τουρκία και τα
φερέφωνά της στα κατεχόμενα προβάλλει ως το μεγαλύτερο πλήγμα που δέχθηκε ο
ελληνισμός μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Και στις δύο περιπτώσεις
η ανδρεία που επέδειξαν οι Έλληνες στρατιώτες υπήρξε απαράμιλλη. Όμως, οι
εσωτερικές έριδες και παλινωδίες, οι εσφαλμένες αποφάσεις των υπευθύνων και οι
ολέθριες επιλογές, οδήγησαν σε οδυνηρά αποτελέσματα. Η πρώτη στροφή του
ποιήματος [Συμβαίνει νύχτα] είναι ενδεικτική.
Τώρα θὰ πῶ γιὰ τὸ πουλὶ ἀπὸ μαῦρο χῶμα.
Ἔλεγε, τὸ εἶδε πρώτη του φορὰ στρατιώτης
κάπου ἐκεῖ, ἀνάμεσα Ἐσκὴ Σεχὴρ – Σεϊντὶ Γαζή.
Σὲ μέρος ποὺ τὸ λέγαν Πέντε Μίλι, Μιὰ Μηλιά, Ἀθαλάσσα.
Ἐρχότανε κι ἀνάδευε τὰ σπλάχνα του μὲ τὰ φτερὰ
κι ἔπινε ἀπὸ τὰ μάτια του νὰ δροσερέψει.
Ο τρίτος στίχος της στροφής αναφέρεται στη μάχη του Εσκή Σεχήρ – Σεϊντί
Γαζή, κατά την οποία ο ελληνικός στρατός κατόρθωσε να προελάσει σε βάθος 60
χιλιομέτρων πριν από την Άγκυρα, να απελευθερώσει δεκάδες πόλεις και κωμοπόλεις
5
(μεταξύ αυτών τις πόλεις Εσκή Σεχήρ, Κιουτάχεια και Αφιόν Καραχισάρ), να
επιφέρει συντριπτικές απώλειες στους κεμαλικούς και να τους προκαλέσει πανικό.
Στον τέταρτο στίχο της στροφής παρατίθενται τρία τοπωνύμια: Πέντε Μίλι, Μιὰ
Μηλιά, Ἀθαλάσσα. Στο Πέντε Μίλι της Κερύνειας, στις 20 Ιουλίου 1974, πάτησαν το
κυπριακό έδαφος 40.000 Τούρκοι στρατιώτες. Η Μια Μηλιά της Λευκωσίας υπέστη
σφοδρούς βομβαρδισμούς και καταλήφθηκε από τους Τούρκους κατά τις επιχειρήσεις
του δεύτερου Αττίλα (14 Αυγούστου 1974), στη διάρκεια των οποίων ο ταγματάρχης
Τάσος Μάρκου, ως άλλος Λεωνίδας, αντιστάθηκε ηρωικά, δίνοντας άνισες μάχες, για
να ανακόψει την προέλαση των εχθρών προς την Αμμόχωστο. Η Αθαλάσσα
Λευκωσίας, υπέστη, επίσης, σφοδρούς βομβαρδισμούς κατά την εισβολή.
Ο Κοσμόπουλος επικαλείται τα τοπωνύμια αυτά λόγω της ιστορίας που
φέρουν και τους προσδίδει συμβολική σημασία. Εξαίρει τα γεγονότα που
εκτυλίχθηκαν εκεί και τα παρουσιάζει ως στοιχεία που συντελούν στη συλλογική και
προσωπική μνήμη. Σε πρόσφατη συνέντευξή του τόνιζε πως αυτό είναι απαραίτητο,
«για να μην θρηνήσουμε άλλες απώλειες, για να μην δημιουργηθούν καινούργιες
πολιτείες στην Ελλάδα με τον επιθετικό προσδιορισμό, τον πικρό επιθετικό
προσδιορισμό «Νέα Μουδανιά», «Νέα Σμύρνη», «Νέα Φιλαδέλφεια», «Νέα
Χαλκηδόνα» κ.ο.κ., για να μην έχουμε στην Ελλάδα νέες πόλεις προσφυγικές, «Νέα
Λευκωσία», «Νέα Αμμόχωστος», «Νέα Κυρήνεια» και «Νέα Λεμεσό».
Ονόματα πόλεων και χωριών υπάρχουν και σε άλλους στίχους και απηχούν
μνήμες αρετής, δόξας και μεγαλείου αλλά και μνήμες λαθών, παθών, τραυμάτων και
οδυνηρών συνεπειών για τη χώρα. (Μπιζάνι, Εσκή Σεχίρ, Προύσα, Ντικελί,
Πάνορμος, Αφιόν Καραχισάρ, Βουρλά, Σμύρνη, Κορδελιό, Αϊβαλί, Κιουτάχεια,
Μακρόνησος, Αρτάκη, Μερσίνα).
Ο γέρος που εμφανίζεται σε αρκετά ποιήματα επιστρέφει νοερά στις περιοχές
αυτές και η καρδιά του πλημμυρίζει από ανάμικτα συναισθήματα. Νιώθει
υπερηφάνεια για τις επιτυχίες, που ήλθαν ως αποτέλεσμα της εθνικής ενότητας και
λύπη για τις αποτυχίες που ήλθαν ως αποτέλεσμα εθνικού διχασμού, εσφαλμένων
επιλογών και αποφάσεων. Αναπολεί δόξες που έζησε στο παρελθόν, νοσταλγεί
στιγμές ηρωισμού στην πρώτη γραμμή για την υπεράσπιση ιερών και οσίων του
έθνους, για τα οποία στην εποχή μας το ενδιαφέρον συρρικνώνεται όλο και
περισσότερο, ενώ ο ατομικισμός, η ωφελιμιστική προσέγγιση της ζωής και το εγώ
επισκιάζει τη συλλογική συνείδηση και το εμείς. Προβληματίζεται για τον
αποπροσανατολισμό του ανθρώπου της εποχής μας που μετατρέπεται σε πιόνι των
επιτηδείων, άγεται και φέρεται από εμπόρους ελπίδων και υποσχέσεων, δέχεται
παθητικά όσα συμβαίνουν γύρω του, χωρίς να εκδηλώνει διάθεση για αντίδραση.
Κρυμμένοι οἱ πορνοβοσκοί, κοράκια κι ἀγωγιάτες
κοπάδια σέρνουνε, τυφλὰ τὰ πλήθη, ἀπὸ κρυφὲς ὀθόνες
κι ἀπὸ ὑπόγειους πύργους ἐλέγχου, μαστιγώνουνε τὶς πλάτες
δούλων ποὺ σφίγγουνε τὰ δόντια μὲ ψυχὲς ἀνήμπορες καὶ μόνες.
Ανακαλεί πρόσωπα και πράγματα, στιγμές της καθημερινής ζωής και στιγμές
που συνδέθηκαν με κορυφαίες στιγμές. Σκάβει βαθιά στη μνήμη του και αγγίζει
ονόματα χωριών και πόλεων, τόπων στους οποίους μπορεί να ταξιδέψει μόνο με
όνειρα. Περιφέρεται λησμονημένος και περιφρονημένος, μισοκοιμᾶται στὸ παγκάκι
ἔξω ἀπ’ τὰ ΚΤΕΛ… Μόνον τ’ ἀδέσποτα σκυλιὰ τόνε γνωρίζουν/ καὶ τὸν σιμώνουνε
κουνώντας τὴν οὐρά τους. Αναλογίζεται πόσο άδικα συμπεριφέρεται συχνά η Ιστορία,
αφήνοντας στη λήθη τούς απλούς ανθρώπους, αν και προσέτρεξαν να ανταποκριθούν
στο προσκλητήριο της πατρίδας σε κάθε δύσκολη καμπή της διαχρονικής της
πορείας. Πρόκειται για τους αφανείς που φύλαξαν Θερμοπύλες και, όπως
αποφαίνεται ο Καβάφης, έπεσαν «ποτὲ απὸ τὸ χρέος μὴ κινοῦντες». Για όλους
αυτούς το ποιητικό υποκείμενο ανάβει ένα κερί στη μνήμη τους, ένα κερί στη μνήμη
του γέρου που τώρα
Τὰ δέντρα τὸν σκεπάζουνε κι ἡ σιγαλιὰ ποὺ πρέπει.
Ἐκείνη ἡ ἀρχαία σιγαλιὰ ποὺ τὴν διψάει ὁ τάφος
ὅπως μιὰ μυστικὴ δροσιά, καθὼς μητέρας σκέπη.
Ακολούθως το ποιητικό υποκείμενο συνομιλεί ή, αν ληφθεί υπόψη το πεζό με τίτλο
«Ἠχογράφηση, Ι», παίρνει συνέντευξη από συγχωριανό του, ο οποίος έλαβε μέρος
στην εκστρατεία του 1922:
«… Ἰούνιο 1921, σὲ καφὲ-σαντὰν στὴν Σμύρνη. Ἔπεσα
πάνω στὸν Λυκοῦργο ― σειρά μου ἀπ’ τὸ χωριό, παιδὶ
τοῦ ’20. “Μὲ στέλνουνε Σαγγάριο, μέσα”, μοῦ λέει. Δέκα
χρόνια στρατιώτης. “Θὰ πετάξω τὸ ντουφέκι. Θὰ φύγω”.
Θυμότανε, τέτοιον καιρὸ θερίζαμε. Τ’ ἁλώνια, θημωνιές,
δεμάτια. Τὸ μακαρίτικο σκοτώθηκε στ’ Ἀφιόνι. Δὲν τὸ
ματάειδα».
Συνομιλεί, επίσης, με πρόσωπα και κείμενα της χριστιανικής Ορθοδοξίας,
γεγονός που προσδίδει στην ποίησή του και διάσταση θεολογική. Κατά τον Νάσο
Βαγενά, ο Κοσμόπουλος είναι «ένας από τους ελάχιστους ποιητές -αν όχι ο μόνος
που γράφουν σήμερα και θρησκευτική ποίηση όπως θα έπρεπε να γράφεται η
θρησκευτική ποίηση: όχι ως λατρευτικό φολκλόρ αλλά με μια διάσταση θεολογική».
Η επίκληση και στη συλλογή «Ἔθνος ἐξαιρετικά» προσώπων, όπως του Χριστού, της
Θεοτόκου, του Ιωάννου Προδρόμου, του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, καθώς
και η παραπομπή σε εικόνες χριστιανικών τελετουργιών προσδίδουν σε πολλά
ποιήματα θρησκευτικό τόνο. Έτσι, στην ενότητα ΧΧΙΙΙ [Πάντα εἶναι Ψυχοσάββατο],
διαβάζουμε:
Ὅταν ἀνάβεις τὸ κερὶ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους
τὸ στεγνωμένο του κορμὶ ποτὲ σου μὴν ξεχάσεις.
Καὶ τῆς ψυχῆς του τὰ νερὰ στοὺς τοίχους τοὺς φθαρμένους
νοιῶσε τα μὲς στὶς πέτρες…
[…]
Σάββατο τῶν ψυχῶν γυρνᾶς, μόνος στὸ κοιμητήρι.
Πὼς ἔχει ἡ πίκρα πατηθεῖ ἀπ’ τοὺς λευτερωμένους ―κι ἄς ἔχουν πιεῖ μέχρι τρυγὸς τὸ φοβερὸ ποτήρι―
νοιῶσε το κι ἄναψε κερὶ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους.
Κλείνω με την επισήμανση ότι τα ποιήματα της συλλογής «Ἔθνος
ἐξαιρετικὰ» αποδεικνύουν ότι ο Κοσμόπουλος είναι αξιόλογος δημιουργός που η
συμβολή του στην ανανέωση της λογοτεχνικής μας παράδοση είναι σημαντική. Η
προτίμησή του στον έμμετρο στίχο δεν είναι απαρέγκλιτη, καθόσον χρησιμοποιεί
εξίσου επιτυχώς και τον ελεύθερο στίχο. Τα ποιήματά του περιέχουν στοιχεία, τα
οποία αποτελούν συνδετικούς κρίκους με την έμμετρη ποίηση, αλλά σε καμιά
περίπτωση δεν συνιστούν μίμηση. Χρησιμοποιεί τον δεκαπεντασύλλαβο, τον πεζό,
τις στροφές, την πολύμορφη ομοιοκαταληξία, για να συνδυάσει την παραδοσιακή με
τη νεωτερική ποίηση. Έχει κοινά σημεία με τους λίγους ποιητές που ακολουθούν την
παραδοσιακή ποίηση, αλλά ωστόσο ακολουθεί τη δική του πορεία που τον
διαφοροποιεί και τον καθιερώνει ως σημαντικό ποιητή.
Μανώλης Μ. Στεργιούλης