You are currently viewing Μανώλης Μ. Στεργιούλης: Δημήτρης Βλαχοπάνος,  Από ήλιο και στάχτη, Εκδ.  24 γράμματα, Αθήνα 2023, σ. 410

Μανώλης Μ. Στεργιούλης: Δημήτρης Βλαχοπάνος,  Από ήλιο και στάχτη, Εκδ.  24 γράμματα, Αθήνα 2023, σ. 410

  Από τις εκδόσεις «24 γράμματα», τον Ιούλιο του 2023, κυκλοφόρησε το έβδομο μυθιστόρημα του φιλολόγου και λογοτέχνη Δημήτρη Βλαχοπάνου. Το μυθιστόρημα φέρει τον τίτλο «από Ήλιο και στάχτη» και αναφέρεται στις φρικαλεότητες και τα εγκλήματα της ναζιστικής θηριωδίας στις διάφορες περιοχές της χώρας μας. Δεδομένου ότι ο Βλαχοπάνος κατάγεται από το Κομμένο, το γνωστό μαρτυρικό χωριό της Άρτας, ήταν φυσικό να τον συγκινήσουν όσα διαδραματίστηκαν εκεί στην περίοδο της κατοχής και να στρέψουν τη γραφίδα του στην αποτύπωση διηγήσεων και οδυνηρών εμπειριών που βίωσαν οι κάτοικοι του χωριού.   Άκουσε περιγραφές γεγονότων που συγκλονίζουν. Άκουσε δράματα που εκτυλίχθηκαν στην περιοχή και τα αποτύπωσε και στα προηγούμενα βιβλία του Αγαπημένη μου αδελφή Αλεξ…, Ισαάκ Μιζάν. Αριθμός βραχίονα 182641, Γάμος στις φλόγες,  Βουρκωμένο ποτάμι, Άι Κομμένο της άσβεστης μνήμης. Βιβλία τα οποία κρατούν τον αναγνώστη σε αγωνία και τον κάνουν να αναλογιστεί τον έσχατο βαθμό ξεπεσμού, στον οποίο φθάνει ο άνθρωπος, όταν αφήνει το κακό να κυριεύσει την ψυχή του. Η αναφορά στα εγκλήματα των ναζί προκαλεί, σε όποιον διαθέτει στοιχειώδη λογική, θυμό, οργή, αηδία και τον ωθεί να υποσχεθεί στον εαυτό του ότι δεν θα ανεχθεί ποτέ την καταδυνάστευση του συνανθρώπου, τις ανελεύθερες συμπεριφορές, τον εξευτελισμό της ζωής, την καταρράκωση των δικαιωμάτων και τον διασυρμό των αξιών του πολιτισμού.             Με το νέο του μυθιστόρημα ο Δημήτρης Βλαχοπάνος, όπως εξομολογείται στον επίλογο, επιχειρεί «να δώσει μιαν απάντηση στο διαχρονικό ερώτημα περί ατομικής ευθύνης τόσο εν καιρώ ειρήνης, όσο και εν καιρώ πολέμου, ακόμη περισσότερο. Ξεπήδησε από την αμετακίνητη πεποίθησή του πως ο άνθρωπος είναι ικανός να πράξει το Μεγάλο καλό και το Μεγάλο κακό. Το πρώτο πλημμυρίζει την ψυχή του με την ανεκτίμητη αξία της αγάπης και τον γαληνεύει. Το δεύτερο τυραννά την ψυχή του με την κτηνωδία του μίσους και τον αποθηριώνει».

Στις 405 σελίδες του, γίνεται παραπομπή σε γεγονότα που καλύπτουν μια μεγάλη χρονική περίοδο, η οποία εκτείνεται από τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έως τις μέρες μας. Τα πρόσωπα που σχετίζονται με τα γεγονότα αυτά, υπαρκτά ή δημιούργημα της φαντασίας του συγγραφέα, δρουν στη Γερμανία και στην Ελλάδα.

Κεντρικός ήρωας είναι ο Απόλλων, το μεγαλύτερο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας του Καρλ Ζόμμερ και της Έντιτ. Νίνα, Σόνια και  Κράμερ  ήταν τα ονόματα των τριών άλλων παιδιών. Ο πατέρας, λαμπρός παιδαγωγός και λάτρης της Αρχαίας Ελλάδας, επέλεξε να δώσει στον γιο του το αρχαίο ελληνικό όνομα Απόλλων. Σε κάθε ευκαιρία εκδήλωνε τον θαυμασμό του για την Ελλάδα και με υπερηφάνεια υπενθύμιζε στον Απόλλωνα ότι ήταν ωραίος σαν Έλληνας. Όταν ο Απόλλων ήταν δέκα ετών, οι γονείς του, εκτός από ένα πιάνο που του έκαναν δώρο, προσέλαβαν και μια δασκάλα, τη Δέσποινα, για να του μάθει την ελληνική γλώσσα.   Ο Απόλλων ήταν ο μόνος απ’ όλα τα παιδιά της περιοχής που είχε το όνομα Απόλλων και ο μόνος που μάθαινε ελληνικά. Λίγο αργότερα, γνώρισε τη Χίλντε που και αυτή ενδιαφέρθηκε να μάθει τα ελληνικά και να ασχοληθεί με τη μουσική. Τα κοινά ενδιαφέροντα έφεραν τους νέους πολύ κοντά και η Χίλντε αποκάλυψε σον Απόλλωνα ότι δεν είχε γνωρίσει τον πατέρα της, γιατί, όταν αυτή ήταν ενός έτους, εκείνος σκοτώθηκε στο μέτωπο. Το ίδιο και οι παππούδες της. Σκοτώθηκαν στον βομβαρδισμό της Δρέσδης. Από την πλευρά της μητέρας της, επίσης, τα θύματα του πολέμου ήταν αρκετά.  Ο Απόλλων άκουσε από τη Χίλντε για τους βομβαρδισμούς και διερωτήθηκε γιατί ο πατέρας του δεν του διηγήθηκε σχετικές ιστορίες. Και όταν του άνοιξε συζήτηση, εκείνος την έκλεισε, υποδεικνύοντας στον Απόλλωνα να συζητήσει το θέμα αυτό με τον παππού του. Ο παππούς στο μεταξύ είχε εγκαταλείψει τη Δρέσδη και με τη σύζυγό του είχαν εγκατασταθεί στο Μόριτζμπουργκ, χωριό στην περιοχή της Σαξονίας.  Εκεί θα διηγηθεί στον Απόλλωνα όσα συνέβησαν κατά την πτώση της Δρέσδης. Μετά την ένθετη διήγηση του παππού, ο Απόλλων θα επανέλθει στη δική του αφήγηση, στοιχεία της οποίας αποτελούν οι μουσικές του σπουδές, η ανέγερση του τείχους του  Βερολίνου και το όνειρό του να πραγματοποιήσει ένα ταξίδι στην Ελλάδα.                                                                           Το όνειρό του θα εκπληρωθεί, όταν το 1982 προσκλήθηκε στο φεστιβάλ της ΚΝΕ, στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια του οποίου γνώρισε την αποθέωση για τις μουσικές του συνθέσεις. Επέστρεψε με τη Χίλντε στη χώρα τους, η οποία στα επόμενα χρόνια έζησε συγκλονιστικές αλλαγές (πτώση του τείχους του Βερολίνου, ελεύθερη μετακίνηση σε άλλες χώρες).   Τα ταξίδια λοιπόν του Απόλλωνα και της Χίλντε στην Ελλάδα πύκνωσαν και σε ένα από αυτά, το 1991, η Χίλντε έμαθε ότι ο πατέρας της, ο Πίτερ, που υπηρετούσε στην 117 Μεραρχία Κυνηγών στην Πελοπόννησο και είχε ως αποστολή την καταστολή κάθε ένοπλης αντίστασης στην περιοχή, σκοτώθηκε στα Καλάβρυτα, το 1943. Ο Απόλλων και η Χίλντε επισκέφθηκαν τα Καλάβρυτα και ο κύριος Μανόλης, ο καπετάν Πελοπίδας, όπως ήταν το παρτιζάνικο όνομά του, θα διηγηθεί με λεπτομέρειες τις συνθήκες υπό τις οποίες σκοτώθηκε ο Πίτερ.   Επιστρέφοντας στη Δρέσδη και μετά πάροδο ολίγου διαστήματος, η Χίλντε ανακοίνωσε στον Απόλλωνα ότι δεν επιθυμεί να ξαναταξιδέψει στην Ελλάδα και νιώθει αποστροφή για τους ανθρώπους της. Έμεινε με την εντύπωση ότι δεν έμαθε όλη την αλήθεια για τον θάνατο του πατέρα της. Η προσπάθεια του Απόλλωνα να την μεταπείσει δεν απέδωσε και στους επόμενους μήνες επήλθε ο  χωρισμός.                                     Ο Απόλλων αφιέρωσε όλες του τις δυνάμεις στη μουσική, έγραψε καινούργια έργα με την προοπτική να τα παρουσιάσει κάποια στιγμή στην Ελλάδα. Στο μεταξύ γνώρισε μια όμορφη γυναίκα, συνδέθηκε μαζί της και  το 1993 ταξιδεύουν στην Ελλάδα. Μεταξύ άλλων περιοχών, επισκέπτονται και το Κομμένο, όπου πληροφορούνται από τον Αστέριο τα ανοσιουργήματα που διέπραξαν τα γερμανικά στρατεύματα εκτελώντας 317 κατοίκους και πυρπολώντας ό,τι έβρισκαν μπροστά τους.                                                                                          Μετά τα όσα συγκλονιστικά είδαν, άκουσαν και έζησαν στο Κομμένο, επέστρεψαν στη Γερμανία με πολλά δώρα και αξέχαστες στιγμές στις αποσκευές τους. Οι γονείς του Απόλλωνα τους υποδέχθηκαν αλλά έδειξαν αμηχανία ακούοντας τις εμπειρίες που αποκόμισε από το ταξίδι του στην Ελλάδα. Ειδικά, όταν αυτές είχαν ως θέμα τις ωμότητες των Γερμανών στο Κομμένο. Στην καρδιά του Απόλλωνα καρφώθηκε ο φόβος  μήπως και ο πατέρας του, ως στρατιώτης της Βέρμαχτ, διέπραξε εγκλήματα ανάλογα εκείνων που άκουσε από Έλληνες αυτόπτες μάρτυρες. Ο πατέρας πήρε την πρωτοβουλία να συναντηθεί κάποια ημέρα με τον γιο του και να συζητήσουν σχετικά.                                         Και όταν ήλθε η συγκεκριμένη ημέρα ο Καρλ  αφηγήθηκε γεγονότα που έμειναν ανεξίτηλα χαραγμένα στη μνήμη του από την περίοδο που υπηρετούσε στη Βέρμαχτ. Ήταν 22 χρόνων, όταν κατατάχθηκε στις τάξεις της. Απ’ όπου και αν περνούσε το τάγμα του σκορπούσε τον θάνατο. Αφού ρήμαξαν το Μαυροβούνιο, πέρασαν στην Ελλάδα, όπου συνέχισαν να σκοτώνουν, να πυρπολούν και να μην αφήνουν τίποτε όρθιο στο διάβα τους. Περιγραφές ατελείωτες για αίματα, φωτιές, καπνούς και απύθμενη δίψα για θάνατο. Περιγραφή και από όσα συνέβησαν σε ένα μαρτυρικό χωριό.                                                           Ας ακούσουμε τον ίδιο τον Κάρλ. «Πυροβολούμε ό,τι κινείται και πυρπολούμε ό,τι στέκεται όρθιο. Η απροθυμία στην εκτέλεση των διαταγών τιμωρείται. Κανείς οίκος δεν επιτρέπεται. Το σύνθημα της μάχης θα δοθεί με τρεις φωτοβολίδες που θα ριχτούν στον αέρα. Και το σύνθημα για το πέρας της μάχης θα δοθεί με το χτύπημα της καμπάνας. Χώρος συνάντησης η πλατεία του χωριού. Βρίσκεται εμπρός μας, διακόσια μέτρα από εδώ. Ήταν σαφής ο υπολοχαγός. Το μακελειό ξεκινούσε. Το χωριό δεν είχε ακόμη ξυπνήσει, πλην ελαχίστων που άκουσαν τον θόρυβο των αυτοκινήτων και βγήκαν στις αυλές τους να δουν τι συμβαίνει».  Όμως, όλα αυτά πλήγωναν την ψυχή του Καρλ. Δεν άντεχε να βλέπει τη μανία με την οποία οι συστρατιώτες του έσφαζαν, έκαιγαν και δεν χόρταιναν να βλέπουν πτώματα.  Συχνά, απέστρεφε το βλέμμα του, γιατί μια φωνή έβγαινε από μέσα του, ερχόταν στα χείλη του και ψιθύριζε: «όχι μ’ αυτούς τους βαρβάρους».    Η αφήγηση του Καρλ κορυφώνεται με την περιγραφή ενός πυρπολημένου σπιτιού, από το εσωτερικό του οποίου άκουσε το κλάμα ενός μωρού. Κάποια δύναμη τον έσπρωξε, να πετάξει την πολεμική του εξάρτηση στη φωτιά,  να σχίσει τις φλόγες, να δρασκελίσει την πόρτα, να κόψει με την ξιφολόγχη τις φασκιές του μωρού, να το πάρει στα χέρια του, να μεριμνήσει για την επιβίωσή του και ως λιποτάκτης ο ίδιος να μην γίνει αντιληπτός από τους μέχρι πριν από λίγο συστρατιώτες του.                                                                                                      Ακολούθησε η ένταξη του Καρλ στον ΕΛΛΑΣ, έχοντας πάντα υπό την προστασία του το μωρό που διέσωσε βγάζοντάς το από το φλεγόμενο σπίτι, και μετά από πολλές περιπέτειες η διοίκηση του ανακοίνωσε πως πρέπει να φύγει. Πράγματι, επιβιβάστηκε σε μια καρότσα και μέσω Αλβανίας, Μαυροβουνίου, Γιουγκοσλαβίας, Κροατίας, Αυστρίας έφθασε στη Γερμανία, πρώτα στο Μόναχο, εν συνεχεία στη Δρέσδη και τελικά στο Ράντεμποϊλ. Πρόκειται για την περιοχή, όπου, μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα, μετέφεραν 1000 Ελληνόπουλα, μεταξύ των οποίων και τη Δέσποινα, τη δασκάλα του Απόλλωνα.   Μετά τη μακρά εγκιβωτισμένη διήγησή του, ο Καρλ προχώρησε στη συγκλονιστική αποκάλυψη, μίλησε για το μεγάλο μυστικό που είχε φυλάξει στα μύχια της ψυχής του: «Ναι, το παιδί που έβγαλα απ’ τη φωτιά και ταύτισα τη ζωή μου, αυτό το παιδί, το παιδί αυτό, Απόλλωνά μου, είσαι εσύ!».

Από αυτή τη στιγμή ο Απόλλων, σαν άλλος Οιδίποδας, έθεσε στόχο της ζωής του να βρει όλη την αλήθεια για τον τόπο όπου γεννήθηκε και τους ανθρώπους που τον έφεραν στον κόσμο. Με αφορμή την πρόσκληση που του έστειλαν οι υπεύθυνοι των εκδηλώσεων μνήμης, οι οποίες θα πραγματοποιούνταν στον Κομμένο, τον Αύγουστο του  1943, θα ταξιδέψει στην Ελλάδα με την Κατρίν αλλά πριν από την άφιξή τους στο Κομμένο, θα κάνουν ένα προσκύνημα από τις περιοχές που υπέστησαν τα επαίσχυντα εγκλήματα των Γερμανών. Καλάβρυτα, Δίστομο, Αράχωβα, Θεσσαλονίκη, Νέα Κερδύλια, Ασπροβάλτα, Γιαννιτσά, Έδεσσα, Μεσόβουνο, Μουσιωτίτσα, Πτολεμαΐδα, Καστοριά, Κόνιτσα, Γιάννενα, Σπιθάρι, Άρτα, οι τόποι στους οποίους ο Απόλλων και η Κατρίν θα προσκυνήσουν για τις ψυχές των αθώων που εξαιτίας της κτηνωδίας των Γερμανών έχασαν το θαύμα της ζωής.                                                                                                                          Τελικός προορισμός ήταν το Κομμένο, όπου ένα απόγευμα επισκέφθηκαν το μνημείο πεσόντων του χωριού και έψαχναν ανάμεσα στα ονόματα και το όνομα του αγοριού του ενός έτους. Έψαχνε, δηλαδή, ο Απόλλων να βρει το όνομά του, αφού όλοι νόμιζαν ότι είχε καεί. Και σε κάποια στιγμή δείχνει στην Κατρίν το σημείο στο οποίο αναγραφόταν: Κολιοκώτσης Ελευθέριος του Ευσταθίου, ενός έτους. Δεν ήταν πλέον ο Απόλλων Ζόμμερ αλλά ο Ελευθέριος Κολιοκώτσης του Ευσταθίου.                       Αυτήν την ασήκωτη αλήθεια ο Λευτέρης (όχι πλέον Απόλλων) τη μετέφερε στη Γερμανία και την κοινοποίησε σε όλους τους δικούς του· στους θετούς γονείς, στα αδέλφια και στα παιδιά του. Και αφού το μεγάλο μυστικό είχε αποκαλυφθεί, ο Λευτέρης ένιωθε την ανάγκη να αποσυρθεί σιγά σιγά και να παραδώσει τη σκυτάλη στη νέα γενιά με την ευχή να μην γνωρίσει ποτέ πόλεμο, αλλά να βαδίσει στον δρόμο της ειρήνης , της αλληλεγγύης και της αδελφοσύνης.                                      Όλα αυτά ο Βλαχοπάνος τα παρουσιάζει με έναν σύνθετο τρόπο αφήγησης που περιλαμβάνει διήγηση, περιγραφή, διάλογο, μονόλογο (που σε πολλά σημεία γίνεται εσωτερικός μονόλογος), σχόλια και εγκιβωτισμό. Εξιστορούνται γεγονότα με παράθεση των λόγων και έκθεση των συναισθημάτων των προσώπων, αναπαρίστανται τόποι και χαρακτήρες, αποδίδονται σκέψεις προσώπων, συμμειγνύονται ο λόγος του αφηγητή και ο λόγος των ηρώων, παρεμβάλλονται ένθετες αφηγήσεις. Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός και συμμετέχει άλλοτε ως πρωταγωνιστής και άλλοτε ως αυτόπτης μάρτυρας. Χρησιμοποιεί άλλοτε το πρώτο και άλλοτε το τρίτο ρηματικό πρόσωπο. Η εστίαση είναι μεταβλητή καθόσον τα διάφορα γεγονότα  δίνονται από πολλά πρόσωπα που τα έζησαν ή τα πληροφορήθηκαν.                                                                                                                    Τέλος, και στο βιβλίο αυτό είναι παρούσες οι αρετές της γραφής του συγγραφέα του. Ζωντάνια, πειστικότητα, ευρηματικότητα και πρωτοτυπία, συνεπείς χαρακτήρες με εμφανή τα κίνητρα της δράσης τους, αλλαγή της γραμματικής σειράς των γεγονότων με αναδρομικές και προδρομικές αφηγήσεις, με επιβραδύνσεις και επιταχύνσεις.                           Και είναι αυτές ακριβώς οι αρετές που διευκολύνουν τον Βλαχοπάνο να αποδώσει με έναν μοναδικό τρόπο την ανατριχιαστική συμπεριφορά των ναζί και τα φρικιαστικά εγκλήματα που διέπραξαν σε πολλές μαρτυρικές περιοχές της χώρας μας και βεβαίως στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Κομμένο Άρτας.

  Μανώλης Μ. Στεργιούλης

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.