You are currently viewing Μανώλης Μ. Στεργιούλης: Ευρυδίκη Περικλέους-Παπαδοπούλου: …. και πολλά επικράνθη –  Η Ελένη της Καρπασίας, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2024, σ. 598.

Μανώλης Μ. Στεργιούλης: Ευρυδίκη Περικλέους-Παπαδοπούλου: …. και πολλά επικράνθη –  Η Ελένη της Καρπασίας, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2024, σ. 598.

Με τίτλο και πολλά επικράνθη Η Ελένη της Καρπασίας, κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 2024 από τις εκδόσεις Νεφέλη το μυθιστόρημα της Ευρυδίκης Περικλέους- Παπαδοπούλου, που ζει και δημιουργεί στην Κύπρο. Η φράση του τίτλου και πολλά επικράνθη είναι δανεισμένος από το μεσαιωνικό χρονικό του Λεόντιου Μαχαιρά, «Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ’ποία [εξήγησις] λέγεται Κρόνακα, τουτέστιν Χρονικόν». Προηγήθηκε ένα ακόμη μυθιστόρημά της με τίτλο ως αληθώς-Η ζωή της Χαρίτας Μάντολες, επίσης από της εκδόσεις Νεφέλη (2014), με το οποίο η συγγραφέας έδωσε δείγματα της γοητευτικής γραφής της αλλά και του μοναδικού τρόπου με τον οποίο αποτυπώνει όσα υπέστη και υφίσταται η Μεγαλόνησος, από την τουρκική εισβολή του 1974 έως σήμερα. Με αριστοτεχνική αφήγηση, που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ξεδιπλώνει στις σελίδες της ιστορίες με νεκρούς, αγνοούμενους και εγκλωβισμένους, αλλά και με ανθρώπους που δεν υπέκυψαν στις αυθαιρεσίες του Αττίλα και αντιστάθηκαν στις μεθοδεύσεις του για εξαφάνιση κάθε ελληνικού στοιχείου στα κατεχόμενα.

Το μυθιστόρημα ως αληθώς-Η ζωή της Χαρίτας Μάντολες, αναφέρεται στη «Μάνα των Αγνοουμένων» του 1974, στη Χαρίτα Μάντολες,  της οποίας ο πατέρας, ο σύζυγος, δύο γαμπροί (σύζυγοι των αδελφών της Γιαννούλας και Μάρως), ο θείος  και νονός της, ένας εξάδελφός της και έξι ακόμη άνθρωποι σκοτώθηκαν μπροστά στα μάτια της από τους εισβολείς.

Σε ένα επίσης εμβληματικό πρόσωπο, στην Ελένη Φωκά, αναφέρεται και το μυθιστόρημα «και πολλά επικράνθη Η Ελένη της Καρπασίας». Στην ηρωική Δασκάλα Ελένη Φωκά, που παρέμεινε μετά την τουρκική εισβολή επί 23 χρόνια στην Καρπασία, διδάσκοντας του εγκλωβισμένους μαθητές χωρίς να καμφθεί από τις φρικαλεότητες των κατοχικών δυνάμεων και της αστυνομίας του Ντενκτάς, χωρίς να λυγίσει από τις δοκιμασίες που βίωσε από τουρκοκύπριους και από εποίκους, τους οποίους η Άγκυρα βάσει σχεδίου κουβάλησε από την Ανατολία και τους «φύτεψε» στα χώματα της Μεγαλονήσου, για να αλλοιώσει τα δημογραφικά δεδομένα της.

Ευρηματικός ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας ιστορεί τις περιπέτειες της Δασκάλας από την ημέρα κατά την οποία αυτοκίνητο της Ειρηνευτικής Δύναμης την παρέλαβε από τη γενέτειρά της, την Αγία Τριάδα, για να τη μεταφέρει στις ελεύθερες περιοχές για ιατρικές εξετάσεις και θεραπεία. 26 Μαΐου 1997. Την ίδια ημερομηνία έφερε και η επιστολή του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας που τη διαβεβαίωνε ότι, μετά την αποθεραπεία της, θα επέστρεφε στην κατεχόμενη Αγία Τριάδα. Η δυσπιστία της στην υπόσχεση αυτή ενισχύθηκε από την εξαδέλφη της, τη Βασίλα, αλλά τελικά δέχθηκε να επιβιβαστεί στο αυτοκίνητο. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, ο κόσμος των παιδικών της χρόνων στριφογύριζε στο μυαλό της∙ οι γονείς, τα αδέλφια, οι συγγενείς, τα ήθη, οι παραδόσεις, οι συνήθειες, η καθημερινή ζωή στο χωριό της, ο ήλιος, η θάλασσα, οι εορτές, το πανηγύρι του Αποστόλου Ανδρέα, το σινεμά «Ευαγόρας» στη Γιαλούσα, τα τσιαττίσματα. Και οι σπουδές στη Αθήνα, η καλοκαιρινή επιστροφή στην ιδιαίτερη πατρίδα, οι αγροτικές εργασίες, το κολύμπι στη θάλασσα της Καρπασίας, ο αργαλειός, το νυκτερινό ψάρεμα με τον πατέρα. Όλα αυτά, τα οποία για την Ελένη αποτελούσαν το πιο ισχυρό στήριγμα που κρατούσε την ψυχή της όρθια, η συγγραφέας τα παραθέτει με εξαιρετική τεχνική.

Με τριτοπρόσωπες αναδρομικές αφηγήσεις και με συγκλονιστικούς διαλόγους παρουσιάζονται όσα βίωσαν οι κάτοικοί της Μεγαλονήσου και εν προκειμένω η οικογένεια της Ελένης. Αγνοούμενοι, πρόσφυγες, εγκλωβισμένοι, αιχμάλωτοι, τανκς στην Αγία Τριάδα, συγκέντρωση των κατοίκων της στην εκκλησία, λεηλασίες, κλοπές, καταστροφές, βασανιστήρια, εκτελέσεις. Μέσα σε φοβέρα και σκλαβιά πέρασε σχεδόν ένας ολόκληρος χρόνος μέχρι τον Ιούλιο του 1975, οπότε ο κατοχικός στρατός έδιωξε με τη βία οκτακόσιους εγκλωβισμένους από τα χωριά της Καρπασίας. Στα σπίτια τους έπρεπε να εγκατασταθούν οι κουβαλημένοι από την Τουρκία. Ο διωγμός επαναλήφθηκε τον Ιούλιο του επόμενου χρόνου. Και ήλθε η σειρά του Λύσανδρου, του πατέρα της Ελένης. Εκτός από τα χωράφια που του άρπαξαν στο προηγούμενο διάστημα, τώρα του ζητούσαν να εγκαταλείψει το σπίτι του. Τον έδειραν, τον φυλάκισαν, έκλεψαν τα ζώα  και τα μελίσσια του, όλα του τα υπάρχοντα.

Στο μεταξύ η Ελένη και τέσσερις ακόμη εκπαιδευτικοί, από τον Οκτώβριο του 1974, οργάνωσαν τη λειτουργία του Γυμνασίου Αγίας Βαρβάρας, στο οποίο ήταν εγγεγραμμένοι 119 μαθητές. Μετά πάροδο ολίγων μηνών το Γυμνάσιο έκλεισε, κατόπιν διαταγής των κατοχικών δυνάμεων, και οι δάσκαλοι έπρεπε να μεταφερθούν στις ελεύθερες περιοχές. Κατά την ημέρα, όμως, της μεταφοράς τους το όνομα της Ελένης δεν υπήρχε στη λίστα. Έτσι, παρέμεινε στο χωριό και μαζί με δύο ακόμη δασκάλες ανέλαβε να διδάξει τους εγκλωβισμένους μαθητές εν μέσω κλίματος τρομοκρατίας που καλλιεργούσαν οι κατακτητές. Για το κλίμα αυτό και τις δολιοφθορές που διέπρατταν η Ελένη έβρισκε τον τρόπο να ενημερώνει με επιστολές που παρέδιδε στους στρατιώτες των Ηνωμένων Εθνών αλλά και με μηνύματα που έστελνε στο Υπουργείο Παιδείας μέσω του Ερυθρού Σταυρού.

Αξιομνημόνευτη είναι η αναφορά της συγγραφέως στο μάθημα της Ελένης περί ελευθερίας ή στο μάθημα των θρησκευτικών, που συνήθιζε να το διδάσκει σε προσκυνήματα. Πάντα, όμως, με τις ξαφνικές «επισκέψεις» της αστυνομίας, για να ελέγξουν μήπως η Δασκάλα διδάσκει Ελληνική Ιστορία, μήπως αναφέρεται σε ήρωες, μήπως ψάλλει με τα παιδιά τον Εθνικό Ύμνο. Και με συχνές «προσκλήσεις» να μεταβεί στην «αστυνομία» Γιαλούσας να δώσει εξηγήσεις, που συχνά κατέληγαν σε ύβρεις και ξυλοδαρμούς.

Η Δασκάλα πάντοτε παρούσα, σε όλες τις δύσκολες στιγμές των μαθητών της. Στον αποχωρισμό από τον τόπο τους, όταν τελείωναν το Δημοτικό και συνέχιζαν τη φοίτησή τους στις ελεύθερες περιοχές, χωρίς να μπορούν να επιστρέψουν στις οικογένειές τους. Στις συλλήψεις τους από την κατοχική «αστυνομία», στις επισκέψεις σε εκκλησίες της Αγίας Τριάδας αλλά και στον Άγιο Ανδρέα, με προϋποθέσεις που όριζε ο κατακτητής.

Η Ευρυδίκη Περικλέους-Παπαδοπούλου δεν αποτυπώνει μόνο το ασυμβίβαστο φρόνημα της Δασκάλας και των μαθητών της. Προβάλλει πρότυπα, διδάσκει ήθος και αξιοπρέπεια, αξίες που πρέπει να αποτελούν οδηγό ζωής. Παρουσιάζει τους εγκλωβισμένους να πονούν, να υποφέρουν αλλά να μην λυγίζουν  ούτε να ταπεινώνονται. Μένουν όρθιοι, αντιστέκονται στη λήθη, δεν ξεχνούν. Ονειρεύονται ελεύθερη την πατρίδα τους, χωρίς στρατεύματα κατοχής και συρματοπλέγματα. Οι μαθητές που εγκαθίστανται στις ελεύθερες περιοχές, για να συνεχίσουν τη φοίτησή τους, δεν ξεχνούν το χωριό, όπου γεννήθηκαν και έζησαν τα παιδικά τους χρόνια. Δεν ξεχνούν τα συγγενικά τους πρόσωπα, ούτε τη Δασκάλα που τους έμαθε τα πρώτα γράμματα και τους μετέδωσε την αγάπη προς την ελευθερία. Της στέλνουν γράμματα, στα οποία αναπολούν τις ημέρες που ήταν μαζί της και ανυπομονούν να ξαναβρεθούν και να την ακούσουν και πάλι να παραδίδει μαθήματα αντοχής και ελπίδας.

Η συγγραφέας δεν αρκείται μόνο σε αφηγήσεις και περιγραφές. Παραθέτει και επιστολές της Ελένης Φωκά. Σε μία από αυτές προς τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας διαμαρτυρόταν για την πίεση που της ασκούσε το κατοχικό καθεστώς να εκδώσει ταυτότητα από τις αρχές του ψευδοκράτους, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσε πλέον να επισκέπτεται τις ελεύθερες περιοχές. Στις 26 Μαΐου του 1997, η Δασκάλα μετέβη στο νοσοκομείο Λευκωσίας, χωρίς να της ζητήσουν ταυτότητα στο οδόφραγμα. Όμως, όταν θέλησε να επιστρέψει στην Αγία Τριάδα, αντιμετώπισε δυσκολίες. Ο Ντενκτάς της ζητούσε να εκδώσει ταυτότητα, πράγμα που η Δασκάλα το απέρριπτε κατηγορηματικά. Επί τρεις μήνες επιβιβαζόταν καθημερινά στο λεωφορείο που μετέφερε τους εγκλωβισμένους στα χωριά τους, αλλά οι κατοχικές αρχές την κατέβαζαν και την κακομεταχειρίζονταν. Απογοητευμένη από την αδιαλλαξία των κατακτητών ζήτησε από την κυπριακή πολιτεία να της δοθεί ένα προσφυγικό σπίτι στο Τσιακκιλερό, στη Λάρνακα. Οι υπεύθυνοι της απάντησαν ότι δεν δικαιούται. Χρειάστηκε η παρέμβαση πολλών Επιτροπών, για να της δοθεί τελικά  το σπίτι της μητέρας του ήρωα Ανδρέα Ζάκου, στην Αθαλάσσα, και μάλιστα «κατά παραχώρηση».

Η συγγραφέας κλείνει το συγκλονιστικό βιβλίο της με έναν εξαιρετικό επίλογο. Παρουσιάζει την Ελένη Φωκά στο οδόφραγμα Λήδρα Πάλας να ακουμπά στο συρματόπλεγμα και να μονολογεί, κρατώντας την ελληνική σημαία, την οποία στο μεταξύ τής είχε φέρει κάποια Αγιατριαδίτισσα από το γκρεμισμένο σπίτι της: «…Συγχώρεσέ με, πατρίδα, που δεν ήταν αρκετό όσο και να προσπάθησα. Συγχώρεσέ μας που δεν πλήρωσαν ποτέ οι αίτιοι του κακού, οι καταραμένοι αίτιοι του κακού. Να φυλάγεις τους προγόνους στα κοιμητήρια και τους ζωντανούς που περιμένουν δικαίωση και ελευθερία. Καλή αντάμωση, Καρπασία!»

Η Ευρυδίκη Περικλέους-Παπαδοπούλου έγραψε αυτό το βιβλίο, για να σκιαγραφήσει την προσωπικότητα της Ελένης Φωκά. Όμως, η αξία του δεν είναι μόνο λογοτεχνική. Δεν εξιστορεί μόνο το οδοιπορικό της ανυπότακτης Δασκάλας στην κατεχόμενη Καρπασία. Δεν περιγράφει μόνο την πονεμένη και κατάμαυρη ζωή των εγκλωβισμένων. Είναι βιβλίο πατριδογνωσίας. Παρέχει μαθήματα ήθους και αρετής. Το Υπουργείο Παιδείας της Ελλάδας, θα μπορούσε κάλλιστα να το συμπεριλάβει στα βιβλία που, με σχετική απόφασή του, πρόκειται να διανεμηθούν στους μαθητές, στο πλαίσιο της ανάγνωσης ολόκληρων λογοτεχνικών έργων.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.