You are currently viewing Μανώλης Μ. Στεργιούλης: Κυριάκος Ιωάννου, Όψεις της εκδοτικής θεωρίας και πράξης του Γιώργου Σεφέρη.  Εκδόσεις Ηλία Επιφανίου σ. 192

Μανώλης Μ. Στεργιούλης: Κυριάκος Ιωάννου, Όψεις της εκδοτικής θεωρίας και πράξης του Γιώργου Σεφέρη.  Εκδόσεις Ηλία Επιφανίου σ. 192

Από τις εκδόσεις Ηλία Επιφανίου κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες ένα ακόμη βιβλίο του διακεκριμένου μελετητή της νεοελληνικής λογοτεχνίας Κυριάκου Ιωάννου, με τίτλο «Όψεις της εκδοτικής θεωρίας και πράξης του Γιώργου Σεφέρη». Ο τίτλος του βιβλίου προϊδεάζει τον αναγνώστη ότι δεν πρόκειται για μελέτη και εμβάθυνση στη σεφερική ποίηση, αλλά για βιβλίο που παρουσιάζει μια άλλη πλευρά του δημιουργού της και αφορά τις γνώσεις του για την εκδοτική των κειμένων και την τέχνη του τυπογράφου. Και είναι αυτές ακριβώς οι γνώσεις που τον βοηθούσαν να ασκεί, με τρόπο σχολαστικό, πλήρη εποπτεία στην έκδοση των έργων του. Στις Δοκιμές (τόμ. Β, Ίκαρος, Αθήνα  41984, σ. 183) αναφέρει: «Αν η μοίρα μου δεν το είχε αποφασίσει αλλιώς, θα μου άρεσε να ασκούσα την τέχνη του τυπογράφου. Επιδόθηκα σε αυτή στα χρόνια των πρώτων μου δημοσιεύσεων. Τον καιρό εκείνο, ήταν το μόνο ταλέντο που αναγνώριζα στον εαυτό μου.                                        Μέχρι το 1940, ο ίδιος ο Σεφέρης είχε εκδώσει με δικά του έξοδα και δική του επιμέλεια τα εξής βιβλία: Στροφή (1931), Η Στέρνα (1932), Μυθιστόρημα (1935), Τετράδιο Γυμνασμάτων (1928-1937) (1940), Ημερολόγιο Καταστρώματος (1940), Ποιήματα, Ι (1940). Το 1945, επέλεξε ως βασικό εκδοτικό οίκο τον «Ίκαρο», ενώ πολύ αργότερα με δικά του έξοδα και δική του επιμέλεια τύπωσε δύο ακόμη βιβλία∙ την ποιητική συλλογή Τρία Κρυφά Ποιήματα (1966) και το Σήμα Άγγελου Σεφεριάδη (1967).                                          Η παραπάνω δήλωση του ποιητή, οι γνώσεις του για την εκδοτική τέχνη και η πρακτική εφαρμογή τους στα βιβλία που εκδόθηκαν με δική του επίβλεψη και φροντίδα, λειτούργησαν ως κίνητρα στον Κυριάκο Ιωάννου να γράψει το δικό του βιβλίο και να παρουσιάσει τεκμηριωμένα την πτυχή αυτή του Γιώργου Σεφέρη.  Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, ο Κυριάκος Ιωάννου, μετά την εισαγωγή, σε πέντε ενότητες αναφέρεται στη διαχρονική αγάπη του Σεφέρη για την τυπογραφία, στις συνεργασίες του με τυπογραφεία και εκδοτικούς οίκους, στις απόψεις του για την αισθητική των εκδόσεων, στους επίσημους και εντεταλμένους επιμελητές των σεφερικών εκδόσεων και σε πρόσθετα τεκμήρια που αποδεικνύουν την επάρκεια του ποιητή σε θέματα τυπογραφίας. Αρκετά από αυτά προκύπτουν από παραπομπές σε επιστολές του ποιητή προς τους Ζ. Λορεντζάτο, Αιμ. Καλιάτσο, Στ. Ι. Παπασταύρο, αλλά και από μαρτυρίες επιμελητών του έργου του, όπως ο Ε. Χ. Κάσδαγλης, ο Λ. Ζενάκος και ο Γ.Π. Σαββίδης.                                                                 Ειδικότερα, για τον Γ.Π. Σαββίδη ο συγγραφέας σημειώνει πως «δεν θα ήταν παρακινδυνευμένο να εικάσει κανείς ότι από τη μεριά του Γ. Σεφέρη υπάρχει μια διάθεση καθοδήγησης του νεαρού (κλασικού, αρχικά) φιλολόγου, ακόμη και σε θέματα που άπτονται της τυπογραφικής και φιλολογικής επιμέλειας, χωρίς να παραγνωρίζει κανείς ότι ο ποιητής πείθεται από νωρίς για την αξία του Γ.Π. Σαββίδη, γι’ αυτό και αρκετά συχνά ζητά τη γνώμη του. Ο Γ.Π. Σαββίδης, από την αρχή της γνωριμίας του με τον Γ. Σεφέρη μέχρι και τον θάνατο του ποιητή, εκτελεί εκδοτικές οδηγίες… κάποτε, όμως, εκφράζει και τις διαφωνίες του». Στοιχεία που ενισχύουν την εκδοτική θεωρία του ποιητή αποτελούν και όσα σχετίζονται με την προσπάθειά του να πείσει τον Τ. Μαλάνο να εκδώσουν το περιοδικό «Εύνοστος», αλλά και οι προτάσεις του στον Ν. Κρανιδιώτη, ώστε το περιοδικό «Κυπριακά Γράμματα» να αποκτήσει καλύτερη εμφάνιση. Ενδεικτικά, ο συγγραφέας παραθέτει το απόσπασμα: «Με την ευκαιρία των 25χρονων ίσως θα μπορούσατε να κάμετε γερή ανακαίνιση στο περιοδικό. Π.χ. τα ποιήματα θα μπορούσαν να γίνουν με κυρτά και μ’  ένα διάστιχο περισσότερο […] Έπειτα θα μπορούσαν να πηγαίνουν όλα μαζί, όχι κάθε τόσο κι ένα κομματάκι σαν παραγέμισμα. Στο τέλος της σελίδας (ξέρω ότι αυτό θα στοίχιζε ακριβότερα, αλλά θα μπορούσε να βάλει κανείς λιγότερα, να τα διαλέγει πιο αυστηρά).  Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, ο Ιωάννου παρουσιάζει τον Σεφέρη ως φιλολογικό επιμελητή του Σήματος του Άγγελου Σεφεριάδη, ο οποίος ήταν αδελφός του που πέθανε το 1950. Λίγες ημέρες αργότερα ο Σεφέρης αποφασίζει να κάνει «μια εργασία», όπως γράφει στην αδελφή του Ιωάννα, για τον Άγγελο. Η «εργασία» αυτή εκδόθηκε το 1967, από τον «Ίκαρο», με τίτλο «Σήμα του Άγγελου Σεφεριάδη με σημειώματα του Γιώργου Σεφέρη».                                                                                                 Ο Ιωάννου μελέτησε το τυπογραφικό δοκίμιο του ποιητή, τις χειρόγραφες σημειώσεις/οδηγίες προς το τυπογραφείο και ό,τι σχετικό βρίσκεται στο Αρχείο Γιώργου Σεφέρη. Αναφέρεται στο περιεχόμενο, στα σεφερικά «Σημειώματα», στις πληροφορίες που αναγράφονται σε αυτά και στην έρευνα του ποιητή στην Αθήνα για εντοπισμό πρόσθετου υλικού. Στη συνέχεια,  σχολιάζει τις πληροφορίες, συγκρίνει τις δύο μορφές του Σήματος (έντυπη και χειρόγραφη) και εξάγει συμπεράσματα. Τέλος, παραθέτει τα ποιήματα, τα ποιητικά σχεδιάσματα/αποσπάσματα του Άγγελου Σεφεριάδη, Γλωσσάρι και τρία Επίμετρα με κείμενά του. (Ομιλία για το βιβλίο της «Γενέσεως» των Ο΄, μετάφραση του σεξπιρικού Άμπλετ,  μετάφραση του Ημερολογίου του R.M. Rilke).                                             Όσα με συντομία αναφέρθηκαν έως εδώ αποδεικνύουν ότι το βιβλίο του Κυριάκου Ιωάννου προσθέτει μία ακόμη ψηφίδα στη σεφερική βιβλιογραφία και φωτίζει καθαρότερα μία ακόμη πτυχή του έργου του Γιώργου Σεφέρη

 

 

Μανώλης Μ. Στεργιούλης

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.