Φοβάμαι. Φοβάμαι πάρα πολύ. Μ’ έχουν κλείσει σ’ ένα δωμάτιο όπου η υγρασία τρέχει νερό στους τοίχους. Δεν υπάρχει ούτε ένα παράθυρο, ούτε καν ένας μικρός φεγγίτης. Δεσπόζει μια βαριά, ακαθόριστη μυρωδιά. Δεν είμαι σίγουρη αν ο λόγος που δεν βλέπω είναι το απόλυτο σκοτάδι που επικρατεί ή αν έχω τυφλωθεί από τα χτυπήματα.
Θυμάμαι να τρώω πρωινό με τον αδελφό μου και να συζητάμε πριν ξεκινήσουμε τη μέρα μας στο πανεπιστήμιο. Θυμάμαι να με αφήνει όπως κάθε πρωί στη σχολή και να συνεχίζει για τη δική του. Δεν είμαι όμως σίγουρη. Η μνήμη μου έχει σκαλώσει και ανακαλεί συνέχεια μια ζεστή κούπα καφέ και μια φρυγανιά με μέλι που τρέχει ανάμεσα στα δάχτυλά μου. Είναι μια όμορφη, φωτεινή μέρα. Δεν είναι ζεστή, μα ο ήλιος περνά μέσα απ’ το τζάμι και μου ζεσταίνει μέτωπο και βλέφαρα. Κλείνω τα μάτια κι απολαμβάνω τη στιγμή. Η φωνή του αδελφού μου ήρεμη και σταθερή με καθησυχάζει. Μετά τον πρόωρο θάνατο των γονιών έχουμε μείνει οι δυο μας. Αν και μόλις τρία χρόνια μεγαλύτερος, είναι το στήριγμά μου.
Πονάω, πονάω πολύ. Όπου κι αν αγγίξω το σώμα μου πονάει. Τι παιχνίδια παίζει το μυαλό κάποιες φορές – δεν θυμάμαι τίποτα από τις τελευταίες ώρες. Νιώθω πως θα χάσω τα λογικά μου και αυτό είναι μάλλον ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί. Πώς βρέθηκα εδώ; Ποιος με χτύπησε και πού είμαι κλεισμένη; Ψηλαφιστά βρίσκω την πόρτα και κολλάω το αυτί πάνω της. Ακούω δυνατές ομιλίες. Κάποιος βηματίζει έξω απ’ το δωμάτιο, ενώ μιλάει στο τηλέφωνο. Ασυναίσθητα ψάχνω τις τσέπες μου. Συνειδητοποιώ πως το ρούχο που φοράω δεν είναι δικό μου. Αγγίζω τα εσώρουχά μου, τουλάχιστον αυτά πρέπει να είναι δικά μου. Στο μυαλό μου αναδύεται μια εικόνα, χάνεται όμως πολύ γρήγορα. Δεν μπορώ να την ανακαλέσω. Ακούω κι άλλες φωνές. Μιλάνε όλες μαζί, φωνάζουν και γελάνε και δεν μπορώ να ξεχωρίσω ούτε λέξη.
Ακούγεται θόρυβος στην πόρτα, ο φόβος εξαφανίζεται. Αισθάνομαι μια πρωτόγνωρη, ακατανόητη δύναμη ν’ απλώνεται σ’ όλο μου το κορμί. Θυμάμαι. «Ελάτε, όποιοι κι αν είστε! Εγώ είμαι ο σπόρος της δικαιοσύνης και της ελευθερίας που άθελά σας ποτίζετε». Το τελευταίο δευτερόλεπτο πριν ανοίξει η πόρτα, ανάμεσα σε άγριους βρυχηθμούς, διακρίνω, πριν μεταβληθεί κι αυτή σε παρατεταμένο μούγκρισμα, μια γνώριμη φωνή.
Η Μαρία Ακριβοπούλου γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Οργάνωση και Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Από το 1999 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Υπήρξε υπεύθυνη καταστήματος αλυσίδας βιβλιοπωλείων. Στο πλαίσιο αυτό συμμετείχε στην Έκθεση Βιβλίου Φρανκφούρτης το 2001. Έχει ολοκληρώσει επιτυχώς προγράμματα ανοιχτών διαδικτυακών μαθημάτων λογοτεχνίας: το «Masterpieces of World Literature», που προσφέρει το Πανεπιστήμιο Harvard, και το «Η Πηνελόπη στη Λογοτεχνία» του Κέντρο Mathesis των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, με διδάσκουσα την Αγγέλα Καστρινάκη. Είναι μέλος της Θεατρικής ομάδας ενηλίκων του χώρου πολιτισμού «Νότιος – Χώρος Τέχνης και Δράσης» και συμμετέχει στο Εργαστήρι Δημιουργικής Γραφής που διευθύνει ο ποιητής Αλέξιος Μάινας, στον ίδιο χώρο. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά (π.χ. Χάρτης, Bookpress, κ.ά.).