ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑ Κατά τους Όρους του Πλάτωνα «Εὐδαιμονία ἀγαθὸν ἐκ πάντων ἀγαθῶν συγκείμενον· δύναμις αὐτάρκης πρὸς τὸ εὖ ζῆν· τελειότης κατ᾿ ἀρετήν· ὠφελία αὐτάρκης ζῴου», δηλαδή: η ευδαιμονία αποτελεί ένα αγαθό που απαρτίζεται από την πληθώρα των αγαθών. Πρόκειται για μια ανεξάρτητη ισχύ που στοχεύει στην καλοζωία. Μια επιτέλεση, ολοκλήρωση σύμφωνα με την αρετή. Μια αυτάρκης χρησιμότητα προς όφελος ενός έμβιου όντος. Όπως εξηγεί ο Αριστοτέλης, η ευδαιμονία αποτελεί τον απώτερο σκοπό της πορείας που διαγράφει ο άνθρωπος (βλ. Αρχαιοελληνικό όρο τέλος), το υπέρτατο αγαθό, που επιδιώκεται μόνο για τα στοιχεία που αυτό εσωκλείει και όχι προς απόκτηση επιπρόσθετων ευεργετικών στοιχείων. Γι’ αυτό και η ηθική του φιλοσόφου ονομάζεται τελεολογική. Ως ἀγαθόν ορίζεται ο στόχος όλων των ανθρώπινων προαιρέσεων και δράσεων. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ Ἠθικὰ Νικομάχεια 1095a-106a: ἐπειδὴ πᾶσα γνῶσις καὶ προαίρεσις ἀγαθοῦ τινὸς ὀρέγεται, τί ἐστὶν οὗ λέγομεν τὴν πολιτικὴν ἐφίεσθαι καὶ τί τὸ πάντων ἀκρότατον τῶν πρακτῶν ἀγαθῶν. ὀνόματι μὲν οὖν σχεδὸν ὑπὸ τῶν πλείστων ὁμολογεῖται· τὴν γὰρ εὐδαιμονίαν καὶ οἱ πολλοὶ καὶ οἱ χαρίεντες λέγουσιν, τὸ δ᾽ εὖ ζῆν καὶ τὸ εὖ πράττειν ταὐτὸν ὑπολαμβάνουσι τῷ εὐδαιμονεῖν· περὶ δὲ τῆς εὐδαιμονίας, τί ἐστιν, ἀμφισβητοῦσι καὶ οὐχ ὁμοίως οἱ πολλοὶ τοῖς σοφοῖς ἀποδιδόασιν. οἳ μὲν γὰρ τῶν ἐναργῶν τι καὶ φανερῶν, οἷον ἡδονὴν ἢ πλοῦτον ἢ τιμήν, ἄλλοι δ᾽ ἄλλο — πολλάκις δὲ καὶ ὁ αὐτὸς ἕτερον· νοσήσας μὲν γὰρ ὑγίειαν, πενόμενος δὲ πλοῦτον· συνειδότες δ᾽ ἑαυτοῖς ἄγνοιαν τοὺς μέγα τι καὶ ὑπὲρ αὐτοὺς λέγοντας θαυμάζουσιν. ἔνιοι δ᾽ ᾤοντο παρὰ τὰ πολλὰ ταῦτα ἀγαθὰ ἄλλο τι καθ᾽ αὑτὸ εἶναι, ὃ καὶ τούτοις πᾶσιν αἴτιόν ἐστι τοῦ εἶναι ἀγαθά. ἁπάσας μὲν οὖν ἐξετάζειν τὰς δόξας ματαιότερον ἴσως ἐστίν, ἱκανὸν δὲ τὰς μάλιστα ἐπιπολαζούσας ἢ δοκούσας ἔχειν τινὰ λόγον. μὴ λανθανέτω δ᾽ ἡμᾶς ὅτι διαφέρουσιν οἱ ἀπὸ τῶν ἀρχῶν λόγοι καὶ οἱ ἐπὶ τὰς ἀρχάς. εὖ γὰρ καὶ ὁ Πλάτων ἠπόρει τοῦτο καὶ ἐζήτει, πότερον ἀπὸ τῶν ἀρχῶν ἢ ἐπὶ τὰς ἀρχάς ἐστιν ἡ ὁδός, ὥσπερ [1095b] ἐν τῷ σταδίῳ ἀπὸ τῶν ἀθλοθετῶν ἐπὶ τὸ πέρας ἢ ἀνάπαλιν. ἀρκτέον μὲν γὰρ ἀπὸ τῶν γνωρίμων, ταῦτα δὲ διττῶς· τὰ μὲν γὰρ ἡμῖν τὰ δ᾽ ἁπλῶς. ἴσως οὖν ἡμῖν γε ἀρκτέον ἀπὸ τῶν ἡμῖν γνωρίμων. διὸ δεῖ τοῖς ἔθεσιν ἦχθαι καλῶς τὸν περὶ καλῶν καὶ δικαίων καὶ ὅλως τῶν πολιτικῶν ἀκουσόμενον ἱκανῶς. ἀρχὴ γὰρ τὸ ὅτι, καὶ εἰ τοῦτο φαίνοιτο ἀρκούντως, οὐδὲν προσδεήσει τοῦ διότι· ὁ δὲ τοιοῦτος ἔχει ἢ λάβοι ἂν ἀρχὰς ῥᾳδίως. ᾧ δὲ μηδέτερον ὑπάρχει τούτων, ἀκουσάτω τῶν Ἡσιόδου· οὗτος μὲν πανάριστος ὃς αὐτὸς πάντα νοήσῃ, ἐσθλὸς δ᾽ αὖ κἀκεῖνος ὃς εὖ εἰπόντι πίθηται. ὃς δέ κε μήτ᾽ αὐτὸς νοέῃ μήτ᾽ ἄλλου ἀκούων ἐν θυμῷ βάλληται, ὃ δ᾽ αὖτ᾽ ἀχρήιος ἀνήρ. … τὸ γὰρ ἀγαθὸν καὶ τὴν εὐδαιμονίαν οὐκ ἀλόγως ἐοίκασιν ἐκ τῶν βίων ὑπολαμβάνειν οἱ μὲν πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι τὴν ἡδονήν· διὸ καὶ τὸν βίον ἀγαπῶσι τὸν ἀπολαυστικόν. τρεῖς γάρ εἰσι μάλιστα οἱ προύχοντες, ὅ τε νῦν εἰρημένος καὶ ὁ πολιτικὸς καὶ τρίτος ὁ θεωρητικός. οἱ μὲν οὖν πολλοὶ παντελῶς ἀνδραποδώδεις φαίνονται βοσκημάτων βίον προαιρούμενοι, τυγχάνουσι δὲ λόγου διὰ τὸ πολλοὺς τῶν ἐν ταῖς ἐξουσίαις ὁμοιοπαθεῖν Σαρδαναπάλλῳ. οἱ δὲ χαρίεντες καὶ πρακτικοὶ τιμήν· τοῦ γὰρ πολιτικοῦ βίου σχεδὸν τοῦτο τέλος. φαίνεται δ᾽ ἐπιπολαιότερον εἶναι τοῦ ζητουμένου· δοκεῖ γὰρ ἐν τοῖς τιμῶσι μᾶλλον εἶναι ἢ ἐν τῷ τιμωμένῳ, τἀγαθὸν δὲ οἰκεῖόν τι καὶ δυσαφαίρετον εἶναι μαντευόμεθα. ἔτι δ᾽ ἐοίκασι τὴν τιμὴν διώκειν ἵνα πιστεύσωσιν ἑαυτοὺς ἀγαθοὺς εἶναι· ζητοῦσι γοῦν ὑπὸ τῶν φρονίμων τιμᾶσθαι, καὶ παρ᾽ οἷς γινώσκονται, καὶ ἐπ᾽ ἀρετῇ· δῆλον οὖν ὅτι κατά γε τούτους ἡ ἀρετὴ κρείττων. τάχα δὲ καὶ μᾶλλον ἄν τις τέλος τοῦ πολιτικοῦ βίου ταύτην ὑπολάβοι. φαίνεται δὲ ἀτελεστέρα καὶ αὕτη· δοκεῖ γὰρ ἐνδέχεσθαι καὶ καθεύδειν ἔχοντα τὴν ἀρετὴν ἢ ἀπρακτεῖν διὰ βίου, καὶ πρὸς τούτοις κακοπαθεῖν καὶ ἀτυχεῖν τὰ μέγιστα· τὸν δ᾽ οὕτω ζῶντα οὐδεὶς ἂν εὐδαιμονίσειεν, εἰ μὴ θέσιν διαφυλάττων … ὁ δὲ χρηματιστὴς βίαιός τις ἐστίν, καὶ ὁ πλοῦτος δῆλον ὅτι οὐ τὸ ζητούμενον ἀγαθόν· χρήσιμον γὰρ καὶ ἄλλου χάριν. διὸ μᾶλλον τὰ πρότερον λεχθέντα τέλη τις ἂν ὑπολάβοι· δι᾽ αὑτὰ γὰρ ἀγαπᾶται. φαίνεται δ᾽ οὐδ᾽ ἐκεῖνα· καίτοι πολλοὶ λόγοι πρὸς αὐτὰ καταβέβληνται. Από τη στιγμή που κάθε γνώση και επιλογή αποσκοπεί σε κάποιο αγαθό, ας συζητήσουμε το εξής, πού αποβλέπουν η τέχνη του κυβερνάν και οι αρχές που ορίζουν τις σχέσεις και τα καθήκοντα του πολίτη και ποιο είναι το υπέρτατο αγαθό που κατακτιέται μέσω των πράξεων. Σε υφολογικό επίπεδο παρατηρείται μια απόλυτη σχεδόν σύμπνοια απόψεων: πρόκειται για τον όρο ευδαιμονία, όπως την αποκαλεί η μάζα και οι άνθρωποι των γραμμάτων, οι οποίοι την αντιλαμβάνονται ως «καλοζωία» και «ευεργεσία». Για την έννοια, ωστόσο, της ευδαιμονίας σημειώνονται διαφωνίες και η πλειοψηφία δεν της προσδίδει την ίδια σημασία με τους λόγιους. Άλλοι την εισπράττουν ως κάτι ευδιάκριτο, με υλική υπόσταση, όπως είναι η απόλαυση, τα πλούτη ή τα αξιώματα, άλλοι ως κάτι διαφορετικό. Πολλές φορές, μάλιστα, το ίδιο άτομο ερμηνεύει τον όρο ευδαιμονία εμπειρικά, κατά περίπτωση, ανάλογα με τις συγκυρίες: ως ευρωστία όταν ασθενήσει, ως πλούτο όταν είναι σε ένδεια. Έχοντας συναίσθηση της άγνοιάς τους, οι άνθρωποι τείνουν να εντυπωσιάζονται από όσα ακούγονται σπουδαία και ακατάληπτα. Ορισμένοι πίστευαν ότι πέρα από αυτά τα πολλά αγαθά, υπάρχει το καθαυτό αγαθό, το οποίο προσθέτει την έννοια του ενάρετου σε όλα τα παραπάνω. Δεν θα είχε νόημα να διεισδύσουμε σε όλες τις σχετικές απόψεις, παρά μόνο να αναφέρουμε τις υπερισχύουσες και άξιες λόγου. Μην ξεχνάμε, όμως, ότι οι θεωρίες που απορρέουν από τα πρώτα αίτια αποκλίνουν από τους ισχυρισμούς που καταλήγουν σε αυτά. Ορθά, επομένως, ο Πλάτωνας είχε αμφιβολίες και ερευνούσε εάν η πορεία χαράσσεται από ή με κατεύθυνση προς τα πρώτα στοιχεία, όπως ισχύει και με το στάδιο, δηλαδή από το σημείο των κριτών των αγώνων προς το τέρμα ή το αντίστροφο. Πρέπει να ξεκινούμε από τα γνωστά και εύληπτα σε εμάς στοιχεία, τα οποία ωστόσο είναι δίσημα: γνώριμα σε μας και κατανοητά γενικώς. Ίσως είναι καταλληλότερο να ξεκινήσουμε από τα γνώριμα σε εμάς. Γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει, όποιος ακούσει συζητήσεις επαρκώς θεμελιωμένες για τα καλά και ακριβοδίκαια στοιχεία και εν συντομία για ό,τι αφορά σε θέματα της πολιτείας, να έχει λάβει καλή ανατροφή. Γιατί ως πρώτη αιτία θεωρείται το γεγονός ότι και αν αυτό καταστεί αρκετά σαφές, δεν θα έχει επιπλέον ανάγκη του διότι. Ένας τέτοιος, ωστόσο, άνθρωπος κατέχει ήδη ή θα μπορούσε εύκολα να αποκτήσει γνώση γύρω από τα πρώτα αίτια. Όμως, εκείνος που δεν τα κατέχει και είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως, καλό θα ήταν να συμβουλευτεί τη ρήση του Ησιόδου: «Εξέχει αυτός που μπορεί να κατανοήσει τα πάντα στηριζόμενος αποκλειστικά στις δικές του δυνάμεις. Γενναίος κι όποιος έχει εμπιστοσύνη και υπακούει σε αυτόν που τα λέει καλά. Όμως όποιος ούτε είναι σε θέση ν’ αντιληφθεί από μόνος του, ούτε ενστερνίζεται, σεβόμενος τις υποδείξεις των άλλων, αυτός δεν είναι χρήσιμος σε τίποτα» … Η πλειοψηφία και οι απαίδευτοι αντιλαμβάνονται, κατά τον τρόπο διαβίωσής τους, ως αγαθό και ευημερία -όχι παράλογα- την τέρψη. Γι΄ αυτόν τον λόγο έχουν έφεση σε μια ζωή παραδομένη στις απολαύσεις. Τρεις είναι, πράγματι, οι επικρατέστεροι τρόποι ζωής: αυτός που προαναφέραμε, δεύτερον ένας βίος υποταγμένος στην πολιτεία και τρίτον ο συλλογιστικός. Οι περισσότεροι επιδεικνύουν παντελώς τα χαρακτηριστικά ενός δουλοπρεπούς βίου, επιλέγοντας συνήθειες που αρμόζουν στα τετράποδα: ο λόγος που τους αναφέρουμε συχνά είναι ότι άτομα που ασκούν εξουσία εμφανίζουν ομοιότητες με τον Σαρδανάπαλο. Οι άνθρωποι, από την άλλη, του πνεύματος και της πράξης επιδίδονται σε ενέργειες που αποφέρουν τιμή· αυτό, άλλωστε, αποτελεί την έκβαση ενός βίου αφοσιωμένου στο κοινό καλό. Ωστόσο, ένα τέτοιο αποτέλεσμα φαντάζει επιφανειακό, επομένως δεν εμπίπτει στην προκείμενη έρευνα. Επικρατεί, πράγματι, η αντίληψη ότι η τιμή εναπόκειται σε όσους την αποδίδουν παρά σε όσους την εισπράττουν, σε αντίθεση με το αγαθό, το οποίο αισθανόμαστε ως κάτι αποκλειστικά δικό μας και αναφαίρετο. Ακόμη, φαίνεται πως η τιμή επιζητείται προς επίρρωση της πεποίθησης ότι κάποιος είναι ενάρετος. Γι’ αυτόν τον λόγο επιδιώκει κανείς την επιβράβευση από τους συνετούς και όσους γνωρίζει και μάλιστα την τιμή ως απότοκο της αρετής του· επομένως, κατά τη γνώμη αυτού, η αρετή υπερτερεί. Ίσως θα υπέθετε κανείς ότι αυτή πιθανότατα ταυτίζεται με το «τέλος» μιας δημόσιας ζωής. Όμως, ακόμη και αυτή φαντάζει ημιτελής, αφού μπορεί να εικάσει κάποιος ότι είναι πιθανό ο κάτοχος της αρετής να κοιμάται ή να μένει αδρανής κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ζωής του και επιπλέον να υποφέρει δεινά και φοβερές κακοτυχίες. Για αυτόν που ζει με τέτοιον τρόπο δεν θα ισχυριζόταν φυσικά κανείς ότι είναι ευτυχισμένος, παρεκτός αν προσδοκούσε να εμείνει σε ένα συγκεκριμένο επιχείρημα … Αναφορικά με τον βίο που χαρακτηρίζεται από χρηματοθηρία, αυτός είναι βεβιασμένος, ενώ ο πλούτος είναι πασιφανές πως δεν ταυτίζεται με το αγαθό που διερευνούμε· αποτελεί σίγουρα ένα ωφέλιμο μέσο που το κυνηγά κανείς για να αποκτήσει άλλα αγαθά. Γι’ αυτό πιθανότατα θα άρμοζε να ερμηνεύσει κανείς τα προαναφερθέντα ως «απώτερους στόχους», γιατί αφοσιώνονται τα άτομα σε αυτά, για αυτό αμιγώς που αντιπροσωπεύουν, γι’ αυτό δηλαδή που ενυπάρχει σε αυτά. Κατά πως φαίνεται όμως ούτε αυτά αντανακλούν τη συμπλήρωση μιας ενέργειας, παρόλο που πολλές θεωρίες έχουν διατυπωθεί προς στήριξή τους. Στο ταξίδι της ευδαιμονίας ως πιστός συνοδοιπόρος διακρίνεται η στέρεα γνώση: Πρβ. Ἠθικὰ Νικομάχεια 1177a20: οἰόμεθά τε δεῖν ἡδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ. ἡδίστη δὲ τῶν κατ᾽ ἀρετὴν ἐνεργειῶν ἡ κατὰ τὴν σοφίαν ὁμολογουμένως ἐστίν· δοκεῖ γοῦν ἡ φιλοσοφία θαυμαστὰς ἡδονὰς ἔχειν καθαρειότητι καὶ τῷ βεβαίῳ, εὔλογον δὲ τοῖς εἰδόσι τῶν ζητούντων ἡδίω τὴν διαγωγὴν εἶναι. Πιστεύουμε ότι η ευτυχία πρέπει να εμπεριέχει την τέρψη. Η πιο ευχάριστη ενέργεια που γίνεται σύμφωνα με τις αξιώσεις της αρετής είναι κατά κοινή παραδοχή η φιλοσοφική. Η φιλοσοφία ενέχει απολαύσεις αξιοθαύμαστες για την αγνότητα και τη σταθερότητά τους και λογικό είναι η απόλαυση της γνώσης να φαντάζει πιο αρεστή ενασχόληση από την επιδίωξή της.