You are currently viewing Μαρία Δέσποινα Ράμμου: Σενέκα  Αποκολοκύνθωσις

Μαρία Δέσποινα Ράμμου: Σενέκα  Αποκολοκύνθωσις

Τίτλος έργου του Σενέκα του Νεότερου. Ο όρος αποτελεί ειρωνική παραλλαγή του αρχαιοελληνικού όρου ἀποθέωσις, βλ. Δίων Κάσσιος 60.35.3. Μαρτυρείται και ο τίτλος Apotheosis per saturam (χφ. St Gallen, 10/11ου αιώνα). Το κείμενο συνιστά Μενίππεια σάτιρα, παρωδία καθαγίασης (consecratio) του δολοφονημένου αυτοκράτορα Κλαυδίου, γνωστού για την παροιμιώδη σκληρότητα και δυσαρθρία του. Ο Κλαύδιος καταφθάνει στον ουρανό, ενώπιον των Ολύμπιων θεών, όπου ο Αύγουστος αποκαλύπτει τη μακρά λίστα των εγκλημάτων του, με συνέπεια να καταδικαστεί και να μεταφερθεί από τον Ερμή στον Άδη. Εκεί τον υποδέχονται τα φαντάσματα όσων δολοφόνησε και ο Αιακός του επιβάλλει να ρίχνει αιωνίως ζάρια σε ένα τρύπιο κύπελλο. Με την επέμβαση, όμως, του Καλιγούλα, που ισχυρίζεται ότι είναι πρώην δούλος του, προσλαμβάνεται ως κλητήρας στο δικαστήριο του Kάτω Κόσμου. Αναφορικά με το ύφος, σημειώνεται στη σάτιρα μίξη της καθομιλουμένης με ιδιωματικές φράσεις και έμμετρο λόγο.

Στα παρακάτω χωρία καταγράφεται η καταδίκη, Κατάβαση και εκφορά του Κλαύδιου στον Άδη:

 

Παράγραφοι 10-12:

Hic, p.c., qui vobis non posse videtur muscam excitare, tam facile homines occidebat, quam canis adsidit. Sed quid ego de tot ac talibus viris dicam? Non vacat deflere publicas clades intuenti domestica mala … Dic mihi, dive Claudi, quare quemquam ex his, quos quasque occidisti, antequam de causa cognosceres, antequam audires, damnasti? Hoc ubi fieri solet? In caelo non fit. “Ecce Iuppiter, qui tot annos regnat, uni Volcano crus fregit, quem ῥίψε ποδὸς τεταγὼν ἀπὸ βηλοῦ θεσπεσίοιο et iratus fuit uxori et suspendit illam: numquid occidit? … Pedibus in hanc sententiam itum est. Nec mora, Cyllenius illum collo obtorto trahit ad inferos, a caelo illuc unde negant redire quemquam. Dum descendunt per viam sacram, interrogat Mercurius, quid sibi velit ille concursus hominum, num Claudii funus esset. Et erat omnium formosissimum et impensa cura, plane ut scires deum efferri: tubicinum, cornicinum, omnis generis aenatorum tanta turba, tantus concentus, ut etiam Claudius audire posset. Omnes laeti, hilares: populus Romanus ambulabat tanquam liber, Agatho et pauci causidici plorabant, sed plane ex animo. Iurisconsulti e tenebris procedebant, pallidi, graciles, vix animam habentes, tanquam qui tum maxime reviviscerent. Ex his unus cum vidisset capita conferentes et fortunas suas deplorantes causidicos, accedit et ait: “dicebam vobis: non semper Saturnalia erunt.” Claudius ut vidit funus suum, intellexit se mortuum esse. Ingenti enim μεγάλῳ χορικῷ nenia cantabatur anapaestis:

 

Ο άνθρωπος αυτός, αγαπητοί κληρωτοί άρχοντες, που φαντάζει άκακος, ανίκανος να πειράξει μύγα, συνήθιζε να δολοφονεί με την ίδια ευκολία, με την οποία ένα σκυλί σταματά κάπου να ξεκουραστεί. Γιατί, όμως, να μπω στον κόπο να εκθέσω τις πράξεις όλων αυτών και τέτοιου είδους ανθρώπων; Δεν υπάρχει διαθέσιμος χρόνος για μοιρολόγια δημόσιων καταστροφών, όταν έχω να ασχοληθώ με τα δεινά της δικής μου οικογένειας … Πες μου, θείε Κλαύδιε, για ποιον λόγο καταδίκασες αυτούς τους άνδρες και τις γυναίκες και τους θανάτωσες, προτού πληροφορηθείς καλά και δώσεις ακρόαση στην υπόθεσή τους; Πού είθισται να ισχύει αυτή η κατάσταση; Πάντως σίγουρα όχι στον ουρανό. Πάρε για παράδειγμα τον Δία, που βασιλεύει τόσα χρόνια, μόνο ενός ατόμου την κνήμη έσπασε, του Ηφαίστου: αρπάζοντάς του το πόδι, τον εκτίναξε από το κατώφλι των θεών και εξοργίστηκε με τη σύζυγό του, την οποία κρέμασε, αλλά δεν τη σκότωσε εν τέλει, έτσι δεν είναι; Προτείνω, λοιπόν, για αυτόν εδώ μια αυστηρή τιμωρία, να μην του επιτραπεί αναβολή της δίκης του και να εξοριστεί άμεσα. Μάλιστα η απέλασή του από τον ουρανό να συμβεί εντός τριάντα ημερών και από τον Όλυμπο εντός τριών. Το αίτημα τέθηκε σε ψηφοφορία και η απόφαση πάρθηκε ομόφωνα. Χωρίς χρονοτριβή ο Ερμής του έστριψε του Κλαύδιου τον σβέρκο και τον έσυρε από τα ουράνια στα χθόνια δώματα, εκεί, απ’ όπου, όπως λένε, δεν υπάρχει γυρισμός.    Όσο κατηφόριζαν την Ιερά Οδό, ο Άρης αναρωτήθηκε ποια μπορούσε να είναι αυτή η μαζεμένη ομήγυρη, αν στην πραγματικότητα επρόκειτο για την κηδεία του Κλαυδίου. Και πράγματι έγινε μάρτυρας ενός μεγαλεπήβολου, δαπανηρού θεάματος και αντελήφθη άμεσα πως γινόταν εκφορά κάποιας θεότητας: όχλος από τυμπανιστές, σαλπιγκτές και παίκτες κάθε είδους χάλκινου οργάνου, μια τέτοια αρμονία που αντηχούσε και στα αυτιά του ίδιου του Κλαύδιου. Όλοι ήταν πανευτυχείς και διασκέδαζαν. Οι Ρωμαίοι έκαναν περίπατο ωσάν να ήταν δούλοι. Μόνο ο Αγάθων και ορισμένοι δικολάβοι οδύρονταν, και μάλιστα με τρόπο που φάνταζε ειλικρινής. Οι πραγματικοί δικηγόροι ξεπρόβαλαν από τις κρυψώνες τους, ωχροί και αδυνατισμένοι, ημι-λιπόθυμοι, σαν νεκρο-ζώντανοι. Ένας εξ αυτών, όταν είδε τους δικολάβους να συσκέπτονται, με οιμωγές για την κακή τύχη που τους βρήκε, πλησίασε και είπε: ‘Σας είπα, τα Σατουρνάλια δεν θα διαρκούσαν για πάντα’. Ο Κλαύδιος, όταν είδε την εκφορά του, αντελήφθη ότι πέθανε, καθώς, με ένα επιβλητικό χορικό άσμα, τραγουδούσαν μια θρηνωδία σε αναπαίστους:

“Fundite fletus, edite planctus,

resonet tristi clamore forum:

cecidit pulchre cordatus homo

quo non alius fuit in toto

fortior orbe.

Ille citato vincere cursu

poterat celeres, ille rebelles

fundere Parthos levibusque sequi

Persida telis, certaque manu

tendere nervum, qui praecipites

vulnere parvo figeret hostes,

pictaque Medi terga fugacis.

Ille Britannos ultra noti

litora ponti

et caeruleos scuta Brigantas

dare Romuleis colla catenis

iussit et ipsum nova Romanae

iura securis tremere Oceanum.

Deflete virum, quo non alius

potuit citius discere causas,

una tantum parte audita,

saepe et neutra. Quis nunc iudex

toto lites audiet anno?

Tibi iam cedet sede relicta,

qui dat populo iura silenti,

Cretaea tenens oppida centum.

Caedite maestis pectora palmis,

O causidici, venale genus.

Vosque poetae lugete novi,

vosque in primis qui concusso

magna parastis lucra fritillo.”

 

Αφήστε να κυλήσουν δάκρυα, κινήστε κομμό,

η Ρωμαϊκή Αγορά ας αντηχήσει με φωνές θρήνου.

Πέθανε με αξιοπρέπεια ένας ευφυέστατος άνθρωπος,

τον οποίο δεν ξεπέρασε ποτέ κανείς, σε ολάκερη τη γη,

σε γενναιότητα.

Αυτός, λοιπόν, ο γοργοπόδαρος

νικούσε τους ταχύτατους στις μάχες.

Μπορούσε να κάνει τους Πάρθους να σκορπίσουν,

να κυνηγήσει τους Πέρσες με ελαφριά βέλη.

Με σταθερό χέρι ήξερε να τεντώσει το δοξάρι,

το οποίο τους ορμητικούς εχθρούς θα κάρφωνε,

με ένα μικρό τραύμα,

και τα στικτά νώτα του Μήδου, που τρέπεται σε φυγή.

Εκείνος διέταξε τους Βρετανούς, πέρα από τις ακρογιαλιές

του γνωστού πελάγους,

και τους Βρίγαντες με τις γαλάζιες ασπίδες,

να υποτάξουν τον λαιμό τους στα δεσμά του Ρωμύλου

και τον ίδιο τον Ωκεανό να τρέμει το νέο δίκαιο

του Ρωμαϊκού πελέκεως.

Κλάψτε τον άνδρα, αυτόν που όμοιος δεν υπήρχε

να κρίνει αποτελεσματικά υπόθεση,

ενώ έχει παρουσιαστεί μόνο η μια πλευρά της διαμάχης,

συχνά και ούτε η μια από τις δυο. Ποιος τώρα, ως δικαστής,

θα ακούει αντιπαραθέσεις όλο τον χρόνο;

Στην παντοδυναμία σου θα υποχωρήσει,

εγκαταλείποντας διαπαντός την έδρα του,

αυτός που πλέον θα δικάζει ανθρώπους πεθαμένους, χωρίς λαλιά,

ο πρότινος κυρίαρχος των εκατό κρητικών πόλεων.

Πλήξτε τα στήθη με λυπημένες παλάμες

δικολόγοι, παραδόπιστη παλιοπαρέα.

Κι εσείς, νεωτερικοί ποιητάδες,  θρηνήστε,

κι εσείς, κυρίως, που ανακινώντας τον κυβευτικό φιμό

κατορθώσατε να συλλέξετε μεγάλα κέρδη.

 

Ο Σενέκας, αυτός ο διάσημος, ακόμη και σήμερα, για τις τραγωδίες του, πολιτικός και φιλόσοφος, είχε γεννηθεί το 1 π.Χ στην Κόρδοβα της Ισπανίας, μάλλον από Ισπανούς γονείς. Πρωτοεμφανίστηκε ως δικηγόρος στη Ρώμη στα χρόνια του Τιβέριου (14-37 μ.Χ), πέρασε μάλλον δύσκολα στα χρόνια του Καλιγούλα αλλά και του Κλαύδιου, που τον εξόρισε στην Κορσική, με την κατηγορία της μοιχείας. Επέστρεψε από την εξορία το 49 μ.Χ., μάλλον με την παρέμβαση της Αγριππίνας, κι έγινε δάσκαλος του εντεκάχρονου, τότε Νέρωνα, παίρνοντας και το αξίωμα του υπάτου.

Όταν ο Νέρων ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία 17 ετών, ο Σενέκας έγινε σύμβουλός του, ασκώντας μεγάλη επιρροή στον αυτοκράτορα. Πέντε χρόνια έμεινε ο Σενέκας ως σύμβουλος του αυτοκράτορα, μια πενταετία που θεωρείται λαμπρή. Τελικά κατηγορήθηκε ότι πήρε μέρος σε συνωμοσία εναντίον του και καταδικάστηκε σε θάνατο. Ένα απόγευμα του Απριλίου του έτους 65 μ.Χ., ενώ ο Σενέκας δειπνούσε με τη γυναίκα του Πομπηία Παυλίνα και φίλους του σε έπαυλή του έξω από τη Ρώμη, αξιωματικός της πραιτοριανής φρουράς τού μετέφερε την απόφαση του Νέρωνα. Τότε, ο Σενέκας, έχοντας προφανώς ως πρότυπο τον Σωκράτη, αυτοκτόνησε ανοίγοντας τις φλέβες στα χέρια του, στον μηρό αλλά και πίσω από τα γόνατα.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.