You are currently viewing Μαρία Δριμή: Δημοσθένης Κούρτοβικ: «Ο ήχος της σιωπής της». Εκδ. Εστία

Μαρία Δριμή: Δημοσθένης Κούρτοβικ: «Ο ήχος της σιωπής της». Εκδ. Εστία

Άραγε έχει ήχο η σιωπή; Μήπως ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου του Δημοσθένη Κούρτοβικ περιέχει εσκεμμένα μια αντίφαση, ένα παράδοξο, έναν ειρωνικό υπαινιγμό; Με τον αυστηρό ορισμό, σιωπή είναι η απουσία ακουστικών ήχων στο περιβάλλον, όμως πόσες φορές δεν έχουμε συναντήσει τη συνεκφορά «ηχηρή σιωπή» στη λογοτεχνία ή και στον καθημερινό λόγο; Ο Αργύρης Χιόνης έγραφε κάπου: «Διανύουμε την εποχή της ερήμου/Ο μεγαλύτερος ποιητής της/ Αυτός που θα την τραγουδήσει πιο σωστά/Θα’ ναι μουγκός».

Διάβασα το βιβλίο του Κούρτοβικ αμέσως μόλις κυκλοφόρησε και είχα εξαρχής τη βεβαιότητα ότι θα ξαναγυρίσω σύντομα στις σελίδες του, είναι από τα βιβλία που, τελειώνοντάς τα, νιώθεις ότι αφήνουν κάτι μέσα σου και μετά τους χρωστάς. Εξομολογούμαι ότι από τα δικά του μέχρι τώρα είχα διαβάσει μόνο άρθρα λογοτεχνικής κριτικής καθώς και το μελέτημα “Η ελιά και η φλαμουριά” όπου ανασκοπεί με εμβρίθεια την ελληνική πεζογραφία της περιόδου 1974-2020. Ο δοκιμιακός Κούρτοβικ είναι αυστηρός, συστηματικός και εποπτικός, διαφέρει από τον εξομολογητικό και συχνά απολογητικό αφηγητή που συναντάμε εδώ. Το βιβλίο “Ο ήχος της σιωπής της” (Εκδόσεις της Εστίας, 2024) περιγράφεται ως μυθιστόρημα, όμως μόνο προγραμματική μοιάζει αυτή η ταξινόμηση. Θα επιχειρήσω μια προσέγγιση όχι με διάθεση κριτικής, αλλά προσπαθώντας να ανταποδώσω στο βιβλίο έστω και στο ελάχιστο όσα μου χαρίστηκαν μέσα από τις σελίδες του.

Αυτό που γίνεται άμεσα αντιληπτό από τις πρώτες σειρές του βιβλίου είναι η ευγένεια της γλώσσας. Πρόκειται για μια γλώσσα που είναι ταυτόχρονα αισθαντική χωρίς να περιέχει εύκολους λυρισμούς, γεμάτη με φράσεις κομψοτεχνήματα που καταφέρνουν να συμπυκνώνουν τα νοήματα χωρίς να τα θολώνουν. Ζήλεψα μερικούς λεκτικούς συνδυασμούς, π.χ. τη λογοκριτική ευμένεια της μνήμης (σ. 32) ή το δειλινό χαμόγελο (σ. 198).

Ο συγγραφέας αρχίζει την αφήγηση με το ξόδι της μητέρας του, σε μια ψύχραιμη εκλογικευμένη αποτίμηση της εκδημίας της μετά από σχεδόν έναν αιώνα ζωής. Τα τελευταία της λόγια, σκόρπιες αινιγματικές λέξεις- η σπηλιά, ο πύργος- γεννούν μεγάλη απορία στον συγγραφέα και του δημιουργούν την ανάγκη να ψάξει την ερμηνεία τους, ξεκινώντας ουσιαστικά μια καταβύθιση και έναν απολογισμό του δικού του παρελθόντος. Επιστρέφει στην παλιά του γειτονιά στα Σεπόλια, όπου διαπιστώνει ότι ένας ολόκληρος καινούργιος κόσμος έχει καλύψει τις γωνιές της παιδικής του μνήμης. Μέσα του φουντώνει η απορία για τα πιθανά τοπόσημα που περιέχονταν στο προθανάτιο παραλήρημα της μητέρα του.

Αναπόφευκτα νοσταλγεί και αυτή η αναπόληση συχνά έχει την παραστατική δύναμη και την ομορφιά τοπιογραφίας που αντιπαραβάλλεται σε άνιση μάχη με τις εικόνες του σήμερα: η λεωφόρος Συγγρού χωρίς πολλή κίνηση  να διασχίζει περιοχές με χωράφια και χαμηλά σπίτια, τα εξωτικά Σεπόλια με χωματόδρομους και μποστάνια και με τις σιδηροδρομικές γραμμές τους πνιγμένες στις πικροδάφνες. Όμως το σήμερα είναι εδώ και οι εικόνες αυτές δεν είναι παρά παιχνίδια της μνήμης. Το παλιό σπίτι στην οδό Αμβρακίας έχει δώσει τη θέση του σε μια πολυκατοικία, ολόκληρος ο οικιστικός ιστός έχει αλωθεί από ψηλές πολυκατοικίες, ακόμα και η παλιά εκκλησία έχει αντικατασταθεί από έναν καινούργιο, κολοσσιαίο, ψυχρό Άγιο Μελέτιο. Το παρόν είναι ο αδήριτος νικητής και το μέλλον ο επίβουλος διάδοχός του.

Αναπόφευκτα ο συγγραφέας θυμάται πρόσωπα της γειτονιάς και τα περιγράφει με απολαυστικό, συχνά παιγνιώδη τρόπο, καταλήγοντας σε μια σύγκριση με τους ανθρώπους του σήμερα. Στην προσπάθειά του να προσεγγίσει ως παιδί εκείνο τον κόσμο της σεπολιώτικης γειτονιάς έβρισκε εμπόδια, οι άνθρωποι φάνταζαν απρόσιτοι και αδιαπέραστοι. Όμως και η μητέρα του, η μοναδική διαθέσιμη γέφυρα για τον κόσμο των μεγάλων, ήταν το ίδιο αινιγματική και αχαρτογράφητη. Σε παροντικό χρόνο, έχοντας πλέον ο ίδιος μεγαλύτερη ηλικία από τους περισσότερους πρωταγωνιστές της παιδικής του ηλικίας, αναρωτιέται μήπως ήταν δική του η ιδιορρυθμία και η ανικανότητα να κατανοήσει έναν απόλυτα προβλέψιμο και τετριμμένο κόσμο ενηλίκων. Ξαφνικά, καθώς φέρνει στον νου του αντικείμενα και χώρους του σπιτιού, του έρχεται σαν επιφάνεια η εξήγηση της λέξης σπηλιά της μητέρας του: ήταν το υπόγειο του σπιτιού τους, έτσι το αποκαλούσε ο παιδικός εαυτός του και η μητέρα του το ήξερε. “Άντε, λοιπόν, τράβα στη σπηλιά σου, να βρω κι εγώ την ησυχία μου” του έλεγε.

Είναι γοητευτικός ο τρόπος με τον οποίο ξεδιπλώνονται στο βιβλίο οι βαθύτερες πτυχές της μνήμης, βήμα βήμα, επαγωγικά, όπως ξεφλουδίζει κανείς ένα κρεμμύδι, με το κάψιμο στα μάτια να μεγαλώνει από στρώμα σε στρώμα και στο τέλος να φέρνει ποτάμι δακρύων. Αυθόρμητα αναδύεται μια συνολική αποτίμηση και σύγκριση της σχέσης και των χαρακτήρων μητέρας και γιου. Εκείνη, ισορροπημένη και ακλόνητη στα δεινά. Εκείνος, υπερδραστήριος σε μια προσπάθεια να απεμπολήσει τον υποχθόνιο εαυτό του που τον τραβάει σε μια διαρκή εξάρτηση από τους άλλους, σε μια στα όρια διάλυσης παθητικότητα. Από το βιβλίο περνάει ολόκληρη η ζωή του συγγραφέα, γεγονότα που τον σημάδεψαν, έρωτες και χωρισμοί, ασήμαντες και σημαντικές αναμνήσεις, όλα όσα φέρνει το ποτάμι της μνήμης όταν αφήνεται να κυλήσει αβίαστα. Σε αρκετές στιγμές ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι παρακολουθεί μια ψυχαναλυτική συνεδρία με τον συγγραφέα ξαπλωμένο στο ντιβάνι, εισπράττοντας ίδια παραμυθία και εξιλέωση από την αμεσότητα και την εξομολογητική κατάθεση των αναμνήσεων. Η τελευτή των γονέων αποτελεί ούτως ή άλλως ορόσημο για τον καθέναν μας, σηματοδοτώντας μια νέα περίοδο όπου αντικρίζουμε κατάματα τον εαυτό μας.

Οι παλιές φωτογραφίες, χωρίς να παρατίθενται, μόνο με έμπλεες ευαισθησίας και  παρατηρητικότητας περιγραφές, εικονογραφούν την αφήγηση προσδίδοντάς της σύνοψη, ακρίβεια και ζωντάνια. Είναι φωτογραφίες άλλων εποχών, ασπρόμαυρες ή έγχρωμες αναλογικές, κλεισμένες μέσα σε κορνίζες και άλμπουμ ή τακτοποιημένες μέσα σε κουτιά. Καθεμιά με την ξεχωριστήτης σημασία, μια μονιμοποίηση του προσωρινού, η αθανασία των στιγμών, η ζωή σε εικόνες, τελείως διαφορετική αίσθηση από τις ευτελείς, αναρίθμητες selfies του σήμερα με τα απατηλά φίλτρα και τις δυνατότητες κοινοποίησης, ταγκαρίσματος και αποθήκευσης σε τερατώδη μεγέθη ψηφιακής ύλης. […] Οι φωτογραφίες, παγώνοντας τον χρόνο, κάνουν τη στιγμή να φαίνεται αυτοτελής κι αιώνια, λέει ο Κούρτοβικ και εξομολογείται ότι οι δικές του φωτογραφίες του προκαλούν ένα στενάχωρο αίσθημα, γιατί κατά έναν τρόπο καταργούν το παροδικό, το μεταβατικό της στιγμής, την ίδια την κίνηση με τις αλλαγές και τις εκπλήξεις που τη συνοδεύουν, κάτι που ο ίδιος θεωρεί την ουσία της ζωής. Από την άλλη, οι παλιές φωτογραφίες που προηγήθηκαν της δικής του γέννησης τού ασκούν μια ιδιαίτερη γοητεία, όπως και ολόκληρο το παρελθόν, που είναι γεμάτο ανομολόγητες αλήθειες και κρυμμένα μυστικά.

Το βιβλίο περιέχει αναφορές στην πρόσφατη ιστορίας της Ελλάδας, Δεκεμβριανά, Εμφύλιος, δικτατορία, Πολυτεχνείο, ο αντίκτυπος των σημαντικών γεγονότων στην καθημερινότητα των συνοικιών και στον μικρόκοσμο των κατοίκων τους. Επίσης, ο συγγραφέας κάνει ιδιαίτερη μνεία στις μεταβολές που βιώνει στο πεδίο της θρησκευτικής πίστης, στον ρόλο που έπαιξαν ο έρωτας και η σεξουαλικότητα στη ζωή του, στα χρόνια του στη Γερμανία που του έδωσαν σοφία και ωριμότητα, στη στρατιωτική του θητεία.

Τελικά, μέσα σε ένα κουτί με φωτογραφίες, βρίσκει και την εξήγηση της λέξης πύργος, ή, καλύτερα, την επινοεί χρησιμοποιώντας τη συγγραφική του οξύνοια. Πρόκειται για ένα νεανικό μυστικό της μητέρας του που ξεπήδησε από τα έγκατα του μυαλού και της ψυχής της την ύστατη ώρα; Ποτέ δεν θα μάθει την αλήθεια πίσω από το αίνιγμα. […] Ίσως δεν υπήρχε καν αίνιγμα. Το τελευταίο αυτό κομμάτι του βιβλίου έχει μεγάλη δραματική ένταση, ίσως είναι αυτό που δικαιώνει τον χαρακτηρισμό “μυθιστόρημα”.

Ο θάνατος της μητέρας του έρχεται σε μια ταραχώδη πολιτικά περίοδο για τη χώρα. Το εξωτερικό τοξικό κλίμα συγχορδεύει με τη δική του ψυχική ένταση, αναμοχλεύει μέσα του το πένθος, του δημιουργεί μια παράξενη σύγχυση, μια παραζάλη, του φαίνεται ότι πλησιάζει σε έναν προορισμό που ως τώρα του διέφευγε, που δεν ήταν καν ορατός. Επαναπροσδιορίζεται ο ίδιος μέσα στο ανθρώπινο και υλικό του περιβάλλον, κάνει ένα restart όπως λέμε σήμερα. Το συγκινητικό τελευταίο κεφάλαιο έχει τίτλο “Ύστατος λόγος” και είναι ένας φανταστικός διάλογος με τη μητέρα του, σαν να συναντιούνται ξανά σε μια άλλη υπόσταση, σε ένα limbo, και ανασκοπούν από κοινού τις ζωές τους.

Θα μπορούσα να γράψω άλλες τόσες σελίδες για αυτό το βιβλίο και πάλι δεν θα χωρούσαν όλα όσα θα ήθελα να πω. Ελπίζω να κατάφερα να καλύψω ένα μικρό κομμάτι χρέους. Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα επανέρχομαι συχνά στις σελίδες του, ολοκληρωμένα ή αποσπασματικά.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.