Λίγα λόγια για το έργο που ανεβαίνει στις 24 Απριλίου στη σκηνή του θεάτρου Πορεία
Η Garamond είναι σειρά τυπογραφικών στοιχείων που οφείλει το όνομά της στον δημιουργό της, τον Γάλλο λιθογράφο Claude Garamond που έζησε τον 16ο αιώνα στο Παρίσι. Μέχρι σήμερα αποτελεί δημοφιλή γραμματοσειρά σε γραφομηχανές και λογισμικά κειμένου.
Σε αυτή τη γραμματοσειρά γράφει εμμονικά ο επιτυχημένος συγγραφέας Μαρκ Χάντερ, για την ακρίβεια σε Garamond με μέγεθος χαρακτήρων 12. Επιπλέον, απαιτεί από τον εκδότη του να τυπώνονται όλα του τα βιβλία σε Garamond 12. Αυτή δεν είναι η μοναδική ιδιορρυθμία του. Ο Μαρκ Χάντερ πάσχει από σοβαρή μορφή αγοραφοβίας. Από την πρώτη εφηβεία του και για περίπου τριάντα χρόνια έχει ζήσει κλεισμένος στο σπίτι του στο Λονδίνο μαζί με τη μητέρα του, τη δυναμική και εξωστρεφή Μπεθ. Το σπίτι των Χάντερ είναι μια στοργική φυλακή, μια ζεστή και ασφαλής φωλιά, όπου η Μπεθ επωάζει ανενόχλητα και μεθοδικά την καριέρα του γιου της. Θέλει να τον φτάσει στην πιο υψηλή κορυφή του συγγραφικού σύμπαντος. Πιστεύει σε αυτόν, ζει για να τον φροντίζει, αφού μόνο εκείνη ξέρει τις ανάγκες του, μόνο εκείνη προλαβαίνει κάθε του επιθυμία. Εκείνη είναι όλος του ο κόσμος.
Ο Μαρκ γράφει συνεχώς, παρασυρμένος από μια εσωτερική φωνή, ίσως τον απόηχο του πολυαγαπημένου θείου του που πέθανε από AIDS, όταν ο Μαρκ ήταν δώδεκα ετών. Αυτός ο θείος ήταν το μαύρο πρόβατο της οικογένειας Χάντερ, ομοφυλόφιλος, μποέμ και ποιητής, το ίνδαλμα του μικρού Μαρκ. Οι αναμνήσεις ξεφυτρώνουν σαν αγκάθια, οποιαδήποτε αναφορά στον θείο προξενεί κύματα έντασης μεταξύ μητέρας και γιου.
Τα βιβλία του Μαρκ γίνονται ανάρπαστα, η φήμη του μεγαλώνει, το ίδιο και η ανάγκη να έχει συναντήσεις, να δίνει συνεντεύξεις και να παρευρίσκεται σε βραβεύσεις. Με προτροπή της Μπεθ, αναζητά μέσω αγγελίας έναν άνδρα για να τον υποδύεται στον έξω κόσμο. Δεν θα πρόκειται για απλό υπάλληλο ή γραμματέα, αλλά για ένα κανονικό avatar, έναν δεύτερο Μαρκ Χάντερ που θα κυκλοφορεί στους χώρους του βιβλίου και θα αντιμετωπίζει με άνεση τους εκδότες, το αναγνωστικό κοινό και τους δημοσιογράφους, κάτι που θα μπορούσε σχεδόν να σκοτώσει τον αληθινό Μαρκ Χάντερ με μια σοβαρή κρίση άγχους. Τότε μπαίνει στη ζωή του Μαρκ ο Τζέικ, ένας συνομήλικος γοητευτικός και εξωστρεφής άνδρας, ο οποίος, παρά τις αρχικές του αναστολές και μετά από έντονη πίεση από τη Μπεθ, δέχεται τη θέση, χωρίς αρχικά να φαντάζεται τις περιπλοκές που θα έχει η ζωή του με αυτόν τον ρόλο.
Έγραψα το Garamond 12 στο δεύτερο έτος της Σχολής Πυροδότησης Θεατρικής Γραφής του θεάτρου Πορεία. Ο πυροδοτικός άξονας που μας είχε ορίσει ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης ήταν το ψεύδος, «η υψηλή τέχνη του ψεύδεσθαι», κατά την ακριβή διατύπωση. Στον πυρήνα του έργου υπάρχει η ψευδής ταυτότητα: ο Τζέικ υποδύεται τον Μαρκ. Αρχικά παίζει αυτόν τον ρόλο μόνο στις περιστάσεις που σχετίζονται με τα βιβλία, όμως προοδευτικά ο ρόλος διεισδύει και στην κανονική του ζωή, την αλώνει, μπαίνει εμπόδιο στην ερωτική του σχέση με την Κάρεν Τρουθ, αφού ο αληθινός Τζέικ σχεδόν εξαφανίζεται, δίνοντας τη θέση του στον επίπλαστο Μαρκ.
Τα τέσσερα πρόσωπα του Garamond 12 αλληλεπιδρούν με κέντρο την περίκλειστη οικία των Χάντερ, στοιχειωμένη από μνήμες με λογοτεχνική επίπαση. Ο Μαρκ Χάντερ συνειδητοποιεί ότι έγινε συγγραφέας από δυστυχία. Μπορεί η λογοτεχνία να υποκαταστήσει την πραγματική ζωή; Τι περιθώρια διαφυγής αφήνει μια τόσο μακροχρόνια στέρηση των απλών καθημερινών πραγμάτων; «Να με δει ο ήλιος, να με φυσήξει ο αέρας, να μυρίσω τη φύση. Όλα όσα κάνουν οι συνηθισμένοι άνθρωποι». Πόσο δύσκολο είναι να γίνει ο Μαρκ Χάντερ ένας συνηθισμένος άνθρωπος; Όλα αυτά είναι όσα προσπάθησα να απαντήσω στο “Garamond 12”.
Κεντρικός ρόλος στο έργο, ισοβαρής με εκείνον του συγγραφέα, είναι η κυριαρχική μητέρα που κυριολεκτικά πνίγει τον γιο της, τον στραγγαλίζει με μια θηλιά αγάπης, έγνοιας, φιλοδοξίας, κρύβοντας από το οπτικό του πεδίο κάθε χαραμάδα φωτός. Το σπίτι των Χάντερ είναι σκοτεινό, κι ας φέρνει απέξω η Μπεθ τις διηγήσεις για τα θέατρα, τα εστιατόρια και τα καταστήματα. Ο Μαρκ είναι ένας δυστυχισμένος άνθρωπος: «Κοίτα με καλά. Βλέπεις πώς έχω καταντήσει;» λέει σπαρακτικά σε μια μεταξύ τους συζήτηση. Όχι, η Μπεθ δεν βλέπει, ή μάλλον έτσι ισχυρίζεται. Αυτό είναι το δικό της ζωτικό ψεύδος, ο σκοπός που δίνει νόημα και δύναμη στη ζωή της: η ευτυχία του γιου της είναι εκεί, στο εσωτερικό του ωραίου σπιτιού, ανάμεσα στα βιβλία και στα χαρτιά, δίπλα στη μητέρα του που τον αγαπά και τον προστατεύει.
Ευτυχώς για τα ανθρώπινα, υπάρχει μια προαιώνια δύναμη που καταλύει τα μεγαλύτερα εμπόδια, που δίνει ορμή και όνειρα και υπομονή: ο έρωτας. Στο “Garamond 12” ο έρωτας είναι ο τελικός νικητής, ο κρυφός, ανεπίγνωστος έρωτας του Μαρκ για τον Τζέικ, αλλά και ο σφοδρός, ολοκληρωμένος έρωτας του Τζέικ για την Κάρεν. Το οικοδόμημα της Μπεθ γκρεμίζεται σαν χάρτινος πύργος, ο Μαρκ βγαίνει στη φύση και στον καθαρό αέρα, κάνει όλα αυτά που του είχαν λείψει τόσες δεκαετίες. Θυμίζει νεοσσό, πουλάκι αμάλλιαγο στα πρώτα του αδέξια και αστεία πετάγματα. Όμως καταφέρνει να πετάξει μακριά από το κλουβί του. Στην τελευταία σκηνή, η Μπεθ είναι μια σκιά του παλιού της εαυτού, η λάμψη της έσβησε με το φευγιό του γιου της.
Όλα τα λάθη των ανθρώπων τα διορθώνει κάποτε από μόνη της η ζωή. Αυτή είναι η φυσική σειρά των πραγμάτων από την αρχή του κόσμου.