Τα «’Ανισα μέτρα» είναι η πρώτη ποιητική συλλογή του ψυχιάτρου Νίκου Τσιαμανή, που κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2024 από τις εκδόσεις Ιωλκός. Ο υπότιτλος «Έμμετρα και άμετρα αισθήματα» στο εξώφυλλο αποτελεί μια πολύ επιτυχημένη και συνοπτική περιγραφή της συλλογής, που αποτελείται από 40 ποιήματα με ποικιλία στη μορφή, άλλα με ελεύθερο και άλλα με ελευθερωμένο στίχο, κάποια ολιγόστιχα και άλλα μεγαλύτερης έκτασης. Η γλώσσα είναι λιτή, καθαρή, χωρίς εξεζητημένες λέξεις.
Κυρίαρχο στοιχείο στην ποίηση του Τσιαμανή είναι ο έρωτας, ιδωμένος από διάφορες οπτικές: η ερωτική ορμή που κατατρώει το σώμα, η προσμονή ενός ανεκπλήρωτου έρωτα, η μοναξιά του χωρισμού, η καθημερινότητα που φαλκιδεύει την ερωτική μαγεία.
Ο ποιητής επιχειρεί μια διεισδυτική ματιά στο γεγονός, φαινόμενο ή κατάσταση που ονομάζεται Έρωτας. Στα ποιήματα της συλλογής εμπεριέχονται όλα τα στάδια και οι περιπλοκές της ερωτικής διαδικασίας, όπως για παράδειγμα:
- Η απαρχή του έρωτα που επιφέρει εκεχειρία στην πανάρχαια πάλη πόνου και ευτυχίας, την οποία ο ποιητής παρομοιάζει πολύ πετυχημένα με τον διαρκή καυγά του σκύλου με τη γάτα.
- Ο έρωτας με τη δημόσια εικόνα του, όπως αυτή προβάλλεται στην καθημερινότητα, […] «στα μαγαζιά, στα λεωφορεία, στα σουπερμάρκετ» λέει ο ποιητής, μια πολυδιαφημισμένη φενάκη που αφήνει απέξω πολλούς άτυχους, να κοιμούνται μόνοι τις νύχτες με απραγματοποίητα όνειρα, να γίνονται κλέφτες καραδοκώντας να πετύχουν την αγάπη ανεπιτήρητη και ύστερα να μηρυκάζουν τις μικροποσότητες που τους ξέβρασε η μοίρα. «Λίγα ψίχουλα αγάπης σου γυρεύω», έρχεται στο νου το γνωστό λαϊκό τραγούδι.
- Ο έρωτας σαν ακροστιχίδα, σαν απάνθρωπο, αδυσώπητο παιχνίδι (“Cruel game”).
Δίπλα στον έρωτα ο ποιητής βάζει τον θάνατο, στοιχείο που αναδύεται κυρίαρχο στην ποίηση του Τσιαμανή. Ο θάνατος ως αναπόφευκτος προορισμός, το πεπερασμένο του βίου ως αφετηρία και σκοπός των όποιων επιδιώξεων. Άνισα μέτρα ο έρωτας και ο θάνατος, αναπόφευκτα, οδυνηρά, καταλυτικά. “Ο έρωτας κι ο
θανατος/’ιδια σπαθιά βαστούνε/κι οι δυο με τρόπο ξαφνικό/και ύπουλο χτυπούνε”, για να θυμηθούμε άλλο ένα τραγούδι.
Η ποίηση του Τσιαμανή έχει θερμοκρασία και ευγένεια. Αυτά τα δύο θα διέκρινα ως κύρια χαρακτηριστικά. Λέγοντας “θερμοκρασία”, εννοώ ότι δεν είναι μια ποίηση εγκεφαλική, κάτι που κατατρύχει σημαντικό μέρος της σύγχρονης ποιητικής παραγωγής. Στα “Άνισα μέτρα” υπάρχει η ζέση του έρωτα, μια μεταφυσική αχλύς, η αίσθηση του αναπόδραστου της ανθρώπινης μοίρας, ο απροσποίητος θαυμασμός μπροστά στην ομορφιά (φυσική ή ψυχική), η νοσταλγία πολύτιμων στιγμών, η προσμονή. Τα ποιήματα μεταδίδουν μια σταθερή διάθεση κατασταλαγμένων αισθημάτων, χωρίς δραματικές εντάσεις. Ακόμα και ο χωρισμός έρχεται χωρίς θρηνητικούς αλαλαγμούς, μόνο με αξιοπρεπή θλίψη. “Δώσαμε τα χέρια,/σύμφωνοι/-το προσπεράσαμε./Χωρίς αμφιβολίες/ και ενδοιασμούς/-ξεκάθαρα.” διαβάζουμε στο ποίημα “Το τελειώσαμε”. Στο ποίημα “Η ζωή που θα’ θελες να ζήσεις”, ο ποιητής γίνεται διδακτικός με πικρά ειρωνικό τρόπο: “Ό, τι η ζωή δε σου’ δωσε, δεν τ’ άξιζες./Γι’ αυτό να μην παραπονιέσαι./Πρόσεξε μόνο την επόμενη φορά/να μάθεις ν’ αγαπιέσαι.”
Σε αρκετά από τα ποιήματα θα τολμούσα να διακρίνω μια αναλογία με ποιητές των πρώτων δεκαετιών του 20ού (Λαπαθιώτη, Σαραντάρη, Πολυδούρη). Υπάρχει μια ρομαντική ατμόσφαιρα στις περιγραφόμενες σχέσεις των εραστών κι ένας ελάσσων τόνος. Ιδίως στα έμμετρα ποιήματα, αυτό είναι πιο εμφανές. Αντίθετα από τη σύγχρονη τάση στον ποιητικό λόγο, που φιλεί την παραδοξότητα, το αλλόκοτο, τις ηχηρές συγκρούσεις, την καταγγελτικότητα, τα “Άνισα μέτρα” αποπνέουν μια “ησυχία”, μια σχεδόν ρομαντική απλότητα, χωρίς όμως να γίνεται απλοϊκή ή ξεπερασμένη. Στην ποιητική του ο Τσιαμανής δείχνει να νοσταλγεί το παρελθόν, όχι μόνο θεματικά αλλά και τεχνικά. Βλέπουμε μια εκτεταμένη χρήση του ελευθερωμένου στίχου, γι΄αυτό και πολλά από τα ποιήματα της συλλογής θα μπορούσαν εύκολα να μελοποιηθούν.
Οι επιρροές του Τσιαμανή δεν περιορίζονται στους ερωτικούς ποιητές των αρχών του 20ού αιώνα. Υπάρχουν ποιήματα με καβαφική ατμόσφαιρα, όπως το “Cruel game” και το “Η ζωή που θα’ θελες να ζήσεις”. Το ποίημα “Συντακτικές εκτροπές” συνομιλεί γόνιμα με τον “Πληθυντικό αριθμό” της Κικής Δημουλά. Ακόμα περισσότερο, ο Τσιαμανής φαίνεται να εμφορείται από την ίδια ειρωνική διάθεση που διατρέχει ολόκληρο το έργο της μεγάλης ποιήτριας.
Θα ήταν άδικο, μια ερμηνευτική προσέγγιση της συλλογής να περιοριστεί μόνο στο ερωτικό πρόσημο των ποιημάτων. Η οπτική του Νίκου Τσιαμανή πόρρω απέχει από την απλή λυρική αποτύπωση της ερωτικής εμπειρίας. Ο έρωτας γίνεται αφορμή για μια καταβύθιση στα ενδότερα της ψυχής, εκεί όπου κατοικοεδρεύουν όλα όσα ο νους προσπαθεί να κρατά σε καταστολή: οι αρχέγονοι φόβοι, η μεταφυσική αγωνία για τη φθορά και το τέλος. Ο έρωτας οπλίζει το ποιητικό υποκείμενο με διάθεση ειρωνική, σχεδόν περιφρονητική για τα ταπεινά της ύπαρξης, αλλά και για την ίδια την ιδέα του Δημιουργού. Στην “Άρνηση” διαβάζουμε: “Μένουμε μόνοι κι υπακούμε έναν Θεό,/που’ χουμε φτιάξει από πηλό./Αργοκυλάει το αίμα και το δάκρυ/σ’ ενός βωμού την άκρη”. Άλλοτε το ποιητικό υποκείμενο καταλαμβάνεται από μια ζοφερή, πεισιθάνατη ιδέα ματαιότητας. Στο “Πού πήγε η ζωή μου” διαβάζουμε: “Κι εγώ που νόμιζα πως η ζωή θα με χόρταινε με γνώση κι εμπειρίες./Γελάστηκα./Φεύγω όπως ήρθα./Γυμνός και μόνος.
Υπάρχει ένα ποίημα στη συλλογή “Άνισα μέτρα” που συνδυάζει μια ξεχωριστή εικονοποιητική καθαρότητα με μια έξοχη χρήση της ειρωνείας. Πρόκειται για το ποίημα “Σαλιγκάρια”, που είναι κατά τη γνώμη μου το καλύτερο της συλλογής, και που προοιωνίζεται την περαιτέρω πορεία του Νίκου Τσιαμανή, δημιουργώντας μας μεγάλες προσδοκίες.
ΣΑΛΙΓΚΑΡΙΑ
Μετά τη βροχή
βγαίνουμε στους δρόμους
Επιδέξια χέρια μας μαζεύουν
και μας στοιβάζουν σε βρόμικες νάιλον τσάντες
και σε καλάθια με πίτουρο.
Ανυπόφορη σιελόρροια μας κρατάει
ενωμένους, αγαπημένους.
Σιγά σιγά χάνουμε
και τα τελευταία υπολείμματα ντροπής.
Γυμνώνουμε το σώμα
μπρος στ’ ακοίμητα μάτια τους,
αφήνουμε πίσω το καβούκι
κι έρπουμε ολόγυμνοι.
Αποξηραμένοι, άνυδροι
είμαστε το τελευταίο πιάτο
στα επικήδεια γεύματά τους.