Στην αίθουσα του νηπιαγωγείου μας η μοκέτα είχε ανοιχτό καφετί χρώμα, έμοιαζε χωμάτινη. Τα καρεκλάκια, τοποθετημένα κοντά το ένα στο άλλο, σχημάτιζαν ένα δάσος από μεταλλικά πόδια. Εκείνο το πρωί παρατηρούσα επίμονα έναν μπλε μαρκαδόρο πεσμένο κάτω από το μπροστινό θρανίο. Ήξερα τον κάτοχό του, το αντιπαθητικό αγόρι με τα δερμάτινα αθλητικά. Από μέρες μας έκανε φιγούρα με την κασετίνα των είκοσι μαρκαδόρων που του είχε φέρει ο πατέρας του από την Αγγλία. Μάλλον αδιαφορούσε για τον μπλε μαρκαδόρο, αφού στο σχόλασμα στριμώχτηκε στην πόρτα να βγει πρώτος, χωρίς να ελέγξει τα πράγματά του. Έκανα ότι μαζεύω τα πράγματά μου. Στο νηπιαγωγείο είχαμε λίγα τετράδια κι έτσι έβαζα και έβγαζα το ίδιο στην τσάντα, μέχρι να αδειάσει η τάξη. Τότε έσκυψα κάτω από το μπροστινό θρανίο. Η μοκέτα μύριζε άσχημα, μούχλα και πολυφορεμένα αθλητικά, ίσως ήταν τα δερμάτινα του αγοριού. Πήρα τον ορφανό μαρκαδόρο και τον έχωσα στην τσέπη της ποδιάς μου. Από την άκρη της ίσα που ξεχώριζε το λευκό του καπάκι.
Στο σπίτι όλα ήταν όπως συνήθως. Έφαγα ανόρεχτα το μεσημεριανό, μοσχαρίσιο κρέας, όπως πάντα σκληρό και άνοστο. Έκανα τα μαθήματα της επομένης, αριθμητική, χαρτοκοπτική και αντιγραφή των δ και Δ σε μια ολόκληρη σελίδα. Πρέπει να μας θεωρούσαν χαζούς, τόσες φορές που μας έβαζαν να γράφουμε το ίδιο γράμμα. Το βράδυ, την ώρα που άρχιζαν στην τηλεόραση οι Ουόλτονς, άνοιξα το μπλοκ της ζωγραφικής μου πάνω στο τραπέζι του καθιστικού και ετοιμάστηκα για τη μεγάλη στιγμή. Μπήκα στο δωμάτιό μου, στην κρεμάστρα πίσω από την πόρτα όπου κρεμόταν η σχολική μου ποδιά, και πήρα από την τσέπη τον μαρκαδόρο. Κάθισα στο τραπέζι και άρχισα να ζωγραφίζω. Το μελάνι μύριζε υπέροχα και άφηνε στο χαρτί καθαρές, έντονες γραμμές. Ήμουν ξετρελαμένη. Πρώτη φορά χρησιμοποιούσα δικό μου μαρκαδόρο, στην κασετίνα μου είχα μόνο μισοτελειωμένες ξυλομπογιές.
Δίπλα μου, η μητέρα διόρθωνε τα γραπτά των δικών της μαθητών, μια έκθεση σχετικά με τη ζωή στην πόλη. Μου φάνηκε απορροφημένη, όμως έκανα λάθος. Σηκώθηκε απότομα από το τραπέζι, στάθηκε από πάνω μου και με ρώτησε θυμωμένη: «Τι είναι αυτό; Πού το βρήκες;» Της είπα για τον ορφανό μαρκαδόρο που είχε μείνει ξεχασμένος στη μοκέτα του νηπιαγωγείου. Προσπάθησα να κάνω την ιστορία συγκινητική, σαν τα δικά της παραμύθια, όμως τη διήγησή μου διέκοψε ένα τσουχτερό χαστούκι και ένας χείμαρρος επιπλήξεων που σχεδόν δεν άκουγα, μόνο ξεχώριζα λέξεις όπως κλοπή, τιμιότητα, εργασία, τιμωρία και φυλακή. Θαυμάζω μέχρι τώρα την ευκολία των φιλολόγων να σκαρώνουν λογύδρια, λες και έχουν τις λέξεις στο τσεπάκι τους. Δεν μπορούσα ούτε να κλάψω. Ο μπλε μαρκαδόρος είχε κυλήσει στο δικό μας χαλί με τους ρόμβους και τα λουλούδια κι έδειχνε περισσότερο μόνος και λυπημένος από ποτέ.
Την άλλη μέρα μπήκα στην τάξη πρώτη απ’ όλους. Άφησα τον μαρκαδόρο στο θρανίο του συμμαθητή μου και κάθισα στο δικό μου. Όλη μέρα δεν ξανακοίταξα προς τη μεριά του και το μεσημέρι ήμουν εγώ που στριμώχτηκα πρώτη στην πόρτα για να φύγω. Όταν γύρισα στο σπίτι, βρήκα πάνω στο κρεβάτι μου μια κασετίνα με τριάντα μαρκαδόρους διαφόρων αποχρώσεων, καλύτερη από εκείνη του συμμαθητή μου. Έφαγα το φαγητό μου με πολλή όρεξη κι ας ήταν ψάρι, το οποίο απεχθανόμουν. Έκανα τα μαθήματά μου πολύ γρήγορα, σχεδόν μηχανικά, με το μυαλό γεμάτο χρώματα και τα δάχτυλά φλογισμένα. Τη στιγμή που κάθισα να ζωγραφίσω με ανοιχτή μπροστά μου την κασετίνα με τους μαρκαδόρους, πρέπει να ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο.