Ομοίωμα
Ήταν η εποχή που οι μεγάλοι αποκαλούσαν καρδιά του καλοκαιριού, εμείς όμως αδιαφορούσαμε αν το καλοκαίρι είχε καρδιά, πόδια ή κεφάλι, μας αρκούσε που είχε θάλασσα το πρωί και παιχνίδι το απόγευμα, τόσο παιχνίδι ώστε να ξεχνάμε τον παππού και τη γιαγιά που μας περίμεναν ξύπνιοι στο σπίτι. Ήμασταν πέντε στην παρέα, εγώ, ο αδελφός μου και οι αδελφές Σταμάτη, η Ρουμπίνη, η Δήμητρα και η Βούλα. Παίζαμε κοντά στο σπίτι τους. Ο πατέρας τους ήταν αστυνομικός και στις βάρδιες του περνούσε με το περιπολικό για να τον καμαρώσουν. Τη μάνα τους δεν τη βλέπαμε πολύ, ήταν μονίμως κλεισμένη μέσα, «κάνει δουλειές» έλεγε η Δήμητρα, η μεγαλύτερη, με κάπως απαξιωτικό ύφος.
Εκείνο το καλοκαίρι κάτι είχε αλλάξει στη γειτονιά. Μας το είπε η Δήμητρα ένα βράδυ, κρατώντας κάτω από το πρόσωπό της αναμμένο έναν φακό, που της έδινε απόκοσμη όψη. «Ακούγονται θόρυβοι στο Σπίτι του Γέρου». Το σπίτι αυτό βρισκόταν δυο τετράγωνα παρακάτω, μια ερειπωμένη μονοκατοικία μέσα σε κτήμα γεμάτο αγριάδες, με ένα θεριεμένο γιασεμί στη μια γωνιά. Λένε ότι παλιά έμενε εκεί ένας γέρος που αγρίευε τα παιδιά κάνοντας τρομακτικές γκριμάτσες. Ο γέρος είχε πεθάνει πριν πολλά χρόνια και το σπίτι έχασκε εγκαταλειμμένο με την εξώπορτά του πεσμένη στα σκαλοπάτια.
Ένα σούρουπο, αφού τελειώσαμε τα παιχνίδια με τη μπάλα, έριξα την ιδέα να εξερευνήσουμε το Σπίτι του Γέρου. Πηδήξαμε το συρματόπλεγμα του οικοπέδου και βρεθήκαμε να περπατάμε μέσα στα αγριόχορτα. «Μπορεί να έχει φίδια εδώ» είπε η Ρουμπίνη, που έτρεμε ακόμα και τις σαύρες. Το εσωτερικό του σπιτιού ήταν περίεργα καθαρό, λες και κάποιος είχε μαζέψει τα μπάζα και είχε σκουπίσει το δάπεδο. Σε μια γωνιά ήταν ένας μπόγος με παλιόρουχα. Αρχίσαμε να τα ξεδιπλώνουμε, η σκόνη μας προκάλεσε ερεθιστικό βήχα. Ήταν αντρικά πουκάμισα και παντελόνια λιωμένα από τον καιρό, σεντόνια γεμάτα λεκέδες, γυναικείες ρόμπες σε καλύτερη κατάσταση, καθώς και κάμποσα κεφαλομάντιλα. Τα γυναικεία ρούχα ήταν μαύρα και γκρίζα, ρούχα χήρας.
«Ιδέα!» φώναξα και όλοι με κοίταξαν με ενδιαφέρον. «Να φτιάξουμε ένα ομοίωμα ανθρώπου». Η λέξη ομοίωμα μου είχε εντυπωθεί από ένα διήγημα που διαβάσαμε στην τάξη, είχα κυριολεκτικά αποκτήσει εμμονή με τα ομοιώματα, ήταν ώρα να φτιάξω κι εγώ ένα. Ξεδιαλέξαμε τα ρούχα, διπλώσαμε πουκάμισα και παντελόνια και παραγεμίσαμε με αυτά μια μαύρη ρόμπα, σαν να τη φόραγε ένα σώμα. Τη σωριάσαμε μπρούμυτα στο δάπεδο. Κάναμε ένα σεντόνι μπάλα, το βάλαμε στη θέση του κεφαλιού και το σκεπάσαμε με ένα γκρίζο μαντίλι. Είχαμε μπροστά μας ένα ομοίωμα πεσμένης γριάς, ξαπλωμένης χήρας ή πτώματος γυναίκας. «Για βάλτε ένα χεράκι» είπα στα κορίτσια. Ο αδελφός μου με κοίταζε με ζήλια. Πάντα νευρίαζε όταν γινόμουν αρχηγός στο παιχνίδι. Πιάσαμε προσεκτικά το ομοίωμα, το μεταφέραμε στην είσοδο του σπιτιού και το ακουμπήσαμε πάνω στην πεσμένη πόρτα. Διόρθωσα το μαντίλι που είχε ελαφρώς φύγει από τη θέση του και στερέωσα πάνω του ένα κλωνάρι με γιασεμιά. «Είναι τέλειο. Σαν αληθινό πτώμα» είπε η Βούλα. «Να κάνουμε πλάκα στον μπαμπά» είπε η Δήμητρα. «Να πάει να συλλάβει τον δολοφόνο». Τις απέτρεψα. Το ομοίωμά μας θα έμενε εκεί, δεν χρειαζόταν διαφήμιση, θα έβρισκε μόνο του την τύχη του.
Εκείνο το βράδυ γυρίσαμε σπίτι πολύ αργά. Ο παππούς ήταν πιο αγριεμένος από ποτέ. «Θα το πω στη μάνα σας και θα δείτε» έλεγε και ξανάλεγε κάτω από τα γένια του. Κάναμε ταραγμένο ύπνο, το ομοίωμα ερχόταν στα όνειρά μας. Την άλλη μέρα η γειτονιά είχε βουίξει. Μια περίεργη γριά περιφερόταν όλη νύχτα στην περιοχή. Περπατήσαμε μέχρι το Σπίτι του Γέρου με κομμένη την ανάσα. Τα κορίτσια κρατιόνταν από τα χέρια. Φτάνοντας εκεί παγώσαμε. Υπήρχε μόνο η πεσμένη πόρτα και πάνω της μερικά μαραμένα γιασεμιά. Τα μάτια της Ρουμπίνης είχαν γεμίσει δάκρυα, «αν έρθει να μας βρει;» έλεγε και ξανάλεγε με τρεμουλιαστή φωνή.
Πέρασαν μέρες. Δεν ξαναπήγαμε στο Σπίτι του Γέρου. Αν τύχαινε να περνάμε απέξω, γυρίζαμε το κεφάλι μας από την άλλη μεριά, σαν να φοβόμαστε ότι η γριά μας κοίταζε μέσα από το σπίτι. Ένα βράδυ, από το δωμάτιό μου, άκουγα τον παππού και τη γιαγιά να συζητούν μεγαλόφωνα:
«Θες να’ ναι εκείνη η σαλεμένη του Λάμπρου; Να ήρθε από την Αμερική; Θυμάσαι τα πάρε δώσε με τον Γέρο;»
«Ε, δεν ήταν γέρος τότε».
«Όχι, δα. Μια χαρά νέοι ήταν και οι δυο τους. Νέοι και άμυαλοι».
«Βιάστηκε ο Λάμπρος να τηνε μπουζουριάσει για τα ξένα. Λωλάθηκε η κοπελίτσα».
«Μπα. Το’ χει το σόι τους».
Ένα πρωί η γιαγιά με έστειλε να πάρω αυγά για να μας κάνει κέικ. Ο δρόμος μου περνούσε αναγκαστικά έξω από το Σπίτι του Γέρου. Περπατούσα γρήγορα με κομμένη την ανάσα. Πλησιάζοντας το σπίτι άκουσα ένα απόκοσμο τραγούδι, χωρίς λόγια, μόνο μελωδία, μια φωνή αέρινη, μαγική. Δεν είχα ξανακούσει ποτέ κάτι τέτοιο. Κοίταξα από μακριά την ανοιχτή πόρτα. Μια γυναικεία φιγούρα, γονατιστή κατάχαμα, με ένα μαντίλι στο κεφάλι, που το κρατούσε τεντωμένο και με τα δυο της χέρια, κουνιόταν ρυθμικά μπρος πίσω, ψέλνοντας αυτό το αλλόκοτο τραγούδι. Στάθηκα για λίγο. Η φωνή ήταν μαγευτική, όμως το τραγούδι ήταν τόσο λυπητερό που μου έφερε δάκρυα. Ακούγοντάς το πιο προσεκτικά, συνειδητοποίησα ότι είχε και λόγια, δύο μόνο λέξεις που επαναλαμβάνονταν «αγάπη μου, αγάπη μου, αγάπη μου…»
Όταν έφτασα στο μπακάλικο της γειτονιάς, είχα ξεχάσει εντελώς τι έπρεπε να πάρω. Ο μπακάλης αναγκάστηκε να τηλεφωνήσει στη γιαγιά. Αυγά, δέκα αυγά. Από τα μεγάλα.