Ήχοι βαρείς ηχούν παράταιρα
από τα δίδυμα καμπαναριά της Υπαπαντής.
Ρίγος πρωτόγνωρο
διαπερνά την ραχοκοκαλιά της πόλης.
Η καύλα που γεννά ο θάνατος προτού μπουκάρει στα σώματα.
Νοτιάς ζεστός, αρρωστιάρικος
βάφει την Καλαμάτα κίτρινη.
Χαρτιά και φύλλα στροβιλίζονται
σε χορούς κυκλωτικούς.
Απόψε μυρίζει άνοιξη μου είπες.
Έρωτα και ελαιόλαδο.
Να χαϊδευτούν οι εραστές
πίσω από ανοιχτά παράθυρα
να μπει μέσα η άνοιξη
να βρουν κορύφωση και αναστεναγμό πληρότητας.
Πετάει ο σπίνος μακριά
από το άγαλμα της μάνας Ελλάδας.
Η πόλη επιστρέφει στο γλυκύ της έαρ.