You are currently viewing Μαρία Κουγιουμτζή: Χλόη Κουτσουμπέλη,  ΑΡΧΑΙΟΣ ΠΙΘΗΚΟΣ. Εκδ. Πόλις

Μαρία Κουγιουμτζή: Χλόη Κουτσουμπέλη,  ΑΡΧΑΙΟΣ ΠΙΘΗΚΟΣ. Εκδ. Πόλις

Τίτλος τόσο ρεαλιστικός και σαρκαστικός, που μένει εμβρόντητος από τον εαυτό του. Ο πίθηκος άνθρωπος που πορεύεται ατελής μέσα στον Χρόνο. Το «Αρχαίος», λάμψη ισχνά παρηγορητική του δίνει μια διαχρονική παρουσία.

Σε γνώριμη-από προηγούμενες συλλογές της- ατμόσφαιρα συνεχούς φθοράς, εντελώς άφθαρτη η ποιητικότητα της, μαχητική, εκπορευόμενη από το προσωπικό βίωμα, απλώνεται στον κόσμο και τον χρόνο σπάζοντας τη δομή του, τις κοινωνικές πτυχές, τις πολιτικές σκιές του, έτσι που τα γεγονότα, η Ιστορία, ο άνθρωπος και η λεηλατημένη ύπαρξή του γυμνώνονται μπροστά μας και θρηνούν αυτό που ποτέ δεν είχαν, που ποτέ δεν ήταν, δεν έγιναν, δεν γεύτηκαν.

Θα είναι λάθος να πιστεύουμε ότι η απαισιοδοξία χαρακτηρίζει το έργο της. Νομίζω πως μέσα στην ποίησή της διακρίνεται η αναζήτηση της ουσίας της ζωής και η ασίγαστη διεκδίκηση να την ζήσουμε ακέραια. Πίσω από τις ελλείψεις, τις απώλειες, τις εγγενείς αδυναμίες κρύβεται το πάθος κι αυτό το πάθος ίσως εννοούσε ο Μάρκος Μέσκος  όταν έλεγε, -ως γραφίστας, και ζωγράφος- «πως το πιο θερμό χρώμα  είναι το μαύρο.»

Αυτό που ξεχωρίζει στην ποίηση της Κουτσουμπέλη, πέρα από τα νοήματα, είναι η δράση των νοημάτων. Κάθε ποίημα μοιάζει ολοκληρωμένο αφήγημα. Με αρχή, μέση και τέλος. Κάθε τέλος μαχαίρι που το καρφώνει στην καρδιά ένα οικείο, αγαπημένο χέρι. Το δικό μας. Ιστορίες σχεδόν πάντα οι ίδιες κι όμως καινούργιες.  Όπως η κάθε μέρα, ο κάθε χρόνος της ζωής μας. Η επανάληψη, το γλυκό δηλητήριο με το οποίο είμαστε εθισμένοι, παρόλες τις διαμαρτυρίες μας. Η οικογένεια που μας ευνουχίζει, το ανθρώπινο γένος πάντα λυγισμένο από την συνεχή απώλεια των πάντων, κυρίως των σχέσεων, της ανθρώπινης επαφής, – πάντα λείπουν ή ο ένας ή ο άλλος, πάντα υπάρχει μια οδυνηρή αναμονή για τον καθένα και την κάθε μία, και μια αναβολή για όλους,- αλλά και η διάβρωσή μας από τις ψευδαισθήσεις, η έλλειψη της ανθρωπινότητάς μας. Όλοι μας κάτι ψάχνουμε, από την εποχή των αρχαίων σπηλιών μέχρι σήμερα, τον καιρό της τεχνητής νοημοσύνης. Ήρωες της καθημερινότητας, της λογοτεχνίας, της ιστορίας, των μύθων, ταλανίζονται από τα ίδια επανερχόμενα προβλήματα, από τις ίδιες πληγές, από τις ίδιες φωτιές που καίνε τον κόσμο, τον κάθε κόσμο, μέσα στον αδιάφορο χρόνο. Και μόνος σταθερός σύντροφός  ο Θάνατος.

Η Κουτσουμπέλη κατορθώνει μέσα από τα ίδια θέματα κάθε φορά όχι μόνο να ανανεώνεται, αλλά να εκτοξεύεται σε εκρηκτικά ύψη και βάθη με έναν λόγο που σπαρταράει, ενώ φαίνεται ψύχραιμος, σε αρπάζει απ’ το λαιμό, πυρπολεί το σώμα σου, το ξεσκίζει. Απορείς από που βρίσκει αυτό το μετάλλευμα που αναβλύζει σαν λάβα ηφαιστείου, από έναν κόσμο που οδεύει νεκρός, που τα σκοτεινά του σπλάχνα είναι γεμάτα φόνους ψυχών, με γριές ερινύες να ανακατεύουν τις χύτρες της ζωής, γεμάτες  αδειανά χέρια, χάρτινα όνειρα και που μαζί με όλα αυτά ένα χέρι απλώνεται μέσα απ’ τους στίχους, σε χαϊδεύει καθώς θεάται τα τετελεσμένα, και σε παρηγορεί, σε κάνει να νοιώθεις αθώος μέσα στις ενοχές σου. Είναι η παράξενη ομορφιά των στίχων που κοχλάζει, η δύναμη με την οποία σε χτυπάει κατάστηθα, σαν ιερή  βροχή που σε ξεπλένει. Ναι, είναι ο τρόπος της που εμφανίζει  την ζωή, την ύπαρξη μας, στο παχύ αίμα του χρόνου, στους απάτητους δρόμους του Μύθου. Με μια οικειότητα που αγγίζει το άρρητο που υπάρχει εντός μας. Αυτό το αναίτιο άρρητο. Το άβατο μιας ανίερης ιερότητας. Είναι η σκηνοθεσία του ανέφικτου, που αίφνης γίνεται εφικτό. Είμαστε εμείς μέσα στον άγνωστο καταδικασμένο εαυτό μας. Γιατί όπως λέει και η ίδια:

«Κάθε Πέτρος έχει φάει έναν Λύκο.

Κάθε Λύκος έχει φάει έναν Πέτρο.

Κάθε Πέτρος για τον άλλο Πέτρο, Λύκος.

Κάθε Λύκος για τον άλλο Λύκο Πέτρος.

Από τις παραπάνω προτάσεις, ίσως όλες τους να είναι

Αληθείς

Ή όλες ψεύτικες, ποιος ξέρει.

Διαλέξτε όποια σας ταιριάζει.

Όποια σας βγάλει  τέλος πάντων ασπροπρόσωπους,

όταν καταφθάσουν οι Παπουτσωμένοι Γάτοι

με τις καλογυαλισμένες μπότες σε παρέλαση,

Όταν η λεκάνη που νίβετε τα χέρια  ξεχειλίσει αίμα,

……………………………….

Η πιο ώριμη κατά την γνώμη μου, η πιο συνταρακτική, συλλογή της, όπου κάθε στίχος βάζει μπουρλότο στον επόμενο με συνέπεια που συναρπάζει, με κλείσιμο που απογειώνει.

Τα ποιήματα αυτά πενθούν. Είναι ντυμένα στα μαύρα. Θρηνούν τον άνθρωπο. Τον καταδικασμένο να παλεύει με την μοναξιά και τον θάνατο, σαν μια σελίδα με μια μόνο όψη, την ανυπαρξία των πάντων μέσα στην στιγμιαία ύπαρξη τους. Στο δευτερόλεπτο της κραυγής τους.

Μας λέει:

Ο άνθρωπος, εγκαταλειμμένο παιδί, σ’ έναν δρόμο χωρίς σηματοδότες.  Ένα κύτταρο των άστρων,  αφήνει τα ίχνη του στους παγετώνες, χαράζει την σκόνη του στα βράχια αναζητώντας το πρόσωπό του στο πουθενά, τελικά θανατηφόρο δηλητήριο, παρεξήγηση η ζωή, κόσμοι ανθίζουν για ένα δευτερόλεπτο και χάνονται αμέσως, πιστεύοντας πως θα ζήσουν για πάντα, ενώ στην Γάζα, την κάθε Γάζα, καθημερινά λιγοστεύει το οξυγόνο, το ρουφούν τα παχιά χείλη του σύμπαντος, καθώς μια ξεφούσκωτη βάρκα βουλιάζει στο πέλαγος με τους μικρούς Αχμέτ να χάνονται μέσα στα νερά, και το τσάι της ιστορίας ξεχειλίζει στη τσαγιέρα, τσάι αίμα, το φεγγάρι αυγό να βράζει στον ουρανό, με άφεγγο τον ρομαντισμό του, την ώρα που μια γυναίκα στην Αίγυπτο και η Ελένη αιώνες αργότερα απευθύνουν την αγωνιώδη ερώτηση «Πού είσαι;» στην καμιά απάντηση. Σ’ έναν δρόμο γεμάτο παγίδες, σπίτια σε καταπίνουν, γαλαξίες σε στροβιλίζουν στο κενό, ένας θεός σε παρακολουθεί αθέατος, χλευαστικά, βάζοντας συνεχώς τρικλοποδιές, σκηνοθέτης και συγγραφέας της ζωής σου,  άδειο κουστούμι – πουκάμισο με τεράστιο στόμα που θα σε καταπιεί. Φίλοι χάνονται στις στροφές, εραστές σε ψάχνουν και τους ψάχνεις, ενώ έρχεσαι εκείνοι φεύγουν και τ’ αντίστροφο, σε παράλληλη αναζήτηση, σε συναντήσεις στιγμιαίες, μόλις που προλαβαίνεις να πεις αντίο, κι ο ίδιος ο έρωτας το τρυφερό ποτάμι που αναβλύζει απ’ το κορμί είναι  δείπνο και έδεσμα ταυτόχρονα, όπως στην περίπτωση του Ρωμαίου με την Ιουλιέτα, σ’ ένα μπαλκόνι στο κενό.

Όμως «κάποτε η γυναίκα θα πέσει σαν φύλλο στο χώμα, όπως όλοι μας, αφού τίποτα πιο κανονικό από τον θάνατο».

Η ποίησή της είναι σωματική, βγάζει κραυγές και φως μιας σάρκας που καίγεται. Και το φως αγγίζει το πνεύμα. Μέσα από τη λήθη των πεπραγμένων η μνήμη μεταμορφώνεται, γίνεται ποτάμι που πλένει όλες τις παρουσίες. Τις ενώνει σε μία. Την ανθρώπινη.

-Είχαν ρωτήσει την Καρέλλη, με τί γράφει, περιμένοντας την απάντηση ότι γράφει με το μυαλό της, αυτή όμως γελώντας απάντησε: μα με το σώμα μου.-

Η γυναίκα στα ποιήματα της Κουτσουμπέλη, αν πρωταγωνιστεί, είναι γιατί η ενσυναίσθησή της είναι το τρίτο μάτι που τοποθέτησε ο Πικάσο στο πρόσωπό της. Όχι στο κεφάλι της, αλλά στο πρόσωπό της, γιατί το πρόσωπο σημαίνει προσωπικότητα, με αυτό εκφράζει  άηχα, τις αγωνίες και τις κακουχίες της. «Βλέπει»   τα σκοτεινά οράματα πριν καταποντιστούνε στην ανυπαρξία. Μέσα από την διαχρονική της σημασία υψώνεται σύμβολο θύματος και ταυτόχρονα θαύματος.

Τα σύμβολα και οι αλληγορίες της Τέχνης είναι ψυχικές καταστάσεις, και οι μεταμορφώσεις τους, το «θείο» ρεύμα που σε διαπερνά, μια ανυπόγραφη δήλωση πως δεν σε αγνοεί. Ψήγματα  τρυφερής νουθεσίας, πως υπάρχει τρόπος έστω φασματικός να δικαιωθείς, να υπάρξεις.

Όμως η αποδόμηση των πάντων, το γυάλινο μάτι της άτεγκτης πραγματικότητας σε παρακολουθεί αδέκαστο.  «Αν κάθε τι που γράφουμε είναι ερωτικό, θα μπορούσε ν’ απευθύνεται σε άγνωστο παραλήπτη, όπως λέμε συχνά, όμως όχι καλέ μου αναγνώστη, μην αποποιείσαι την ενοχή, ο αποδέκτης είσαι εσύ.».

Το «καλέ μου» είναι η τρυφερότητας της μάνας προς το παιδί-άνθρωπο.

«Συμβουλές για μια πιο ανάλαφρη ζωή: Άφησε και κάτι να πέσει κάτω, ένα φτερό δε ζυγίζει όσο πέντε κότες, μη ξεπουπουλιάζεις την  κάθε μέρα απ’ το πρωί της,…(και οι τελικοί συνεπείς με τον αρχικό στίχοι): Επιτέλους ασχολήσου με τη γυμναστική. Μάθε να πηδάς πάνω απ’ το κενό». Ο σαρκασμός είναι ένας τρόπος αντίδρασης, γιατί το κενό είναι η μεγαλύτερη παγίδα, η χοάνη του Χρόνου που θα μας καταπιεί.

Χρειάζεται να πει κανείς περισσότερα, πιο εύγλωττα απ’ ότι λέει το ποίημα;

ΕΙΔΗ ΑΝΘΡΩΠΩΝ:

Οι άνθρωποι-μανικετόκουμπα βαδίζουν πάντοτε διπλοί

γι αυτό κανείς από τους δύο δεν αστράφτει μόνος

Οι άνθρωποι –καρφίτσες στη γραβάτα

Υπερβολικά διακριτικοί,

ποτέ δεν παίρνουν θέση στο δράμα που εκτυλίσσεται

όταν ο κόμπος σφίγγει τον γιακά.

Οι άνθρωποι ρολόγια είναι ανυπόφορα ακριβείς

με εκείνο το εκκωφαντικό τικ τακ που ακούγεται

όταν ανοιγοκλείνουν τις βλεφαρίδες των ματιών τους

Οι  άνθρωποι κουμπότρυπες

περιμένουν ένα ετοιμόρροπο κουμπί

που και το ίδιο κρέμεται από μια κλωστή

να γεμίσει το κενό τους.

Οι άνθρωποι μελανοδοχεία,

Όσο οι ίδιοι αδειάζουν τόσο γεμίζουν με μελάνι

οι άνθρωποι- βεντάλιες αναδιπλώνονται και κλείνουν

στην πρώτη υποψία επαφής,

και οι άνθρωποι-άνθρωποι

που όλο και περισσότερο σπανίζουν.

Αν κάποια μέρα διασταυρωθείτε με κάποιον απ’ αυτούς,

ακουμπήστε το στέρνο του με τον δείκτη του χεριού σας.

Προσεχτικά όμως και ανεπαίσθητα.

Αυτό το είδος έχει την τάση να διαλύεται σε άμμο,

γι’  αυτό και ονομάζει πάντα τη μοναξιά του έρημο.

 

Ποιήματα όπου το τραγικό συγγενεύει με την αρχαία τραγωδία αναδεικνύοντας την σύγχρονη τραγωδία που υφαίνεται διαρκώς μέσα στο κουκούλι  του θρήνου. Του θρήνου που υψώνει τη γροθιά του καταγγέλλοντας.

Η ποίησή της, δηλώνει την αγάπη της για την ζωή, εμπεριέχει διεκδίκηση και ταυτόχρονα ελπίδα.

Όπως είπε και η Καρέλλη: «Τόσο είναι το πάθος μου για τη ζωή που θα μπορούσα να πεθάνω»

Μ.Κ.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.