Χτες βράδυ είδα πάλι στον ύπνο μου τον αδερφό μου. Κοιμόταν στο δωμάτιο του μητρικού μας σπιτιού, κι εγώ είχα μπει στην κάμαρα ανάλαφρα να μην τον ξυπνήσω. Είχα σταθεί μπροστά στην ανοιχτή πόρτα και τον κοίταζα όπως τότε που ερχόταν τα ξημερώματα από την δουλειά, ήταν πιανίστας σε νυχτερινά κέντρα, και κοιμόταν την μέρα, κι εγώ μικρό κοριτσάκι, ερευνούσα το κοιμισμένο του πρόσωπο, προσπαθώντας να μαντέψω τι ονειρευόταν. Όταν ξυπνούσε του έτριβα τα κουρασμένα δάχτυλα και κείνος μου έλεγε ιστορίες για τους μεγάλους μουσικούς της κλασικής μουσικής, πριν καθίσουμε να μου κάνει μάθημα στο πιάνο. Να διαβάζεις τις νότες από μέσα σου μου έλεγε, να μην της ψιθυρίζεις, με αποσπάς από τη δική μου μελέτη. Ποιο ήταν αυτό το μέσα μου; αναρωτιόμουν.
Κάποια στιγμή στο όνειρο, μπήκε στο δωμάτιο η μητέρα και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού όπου κοιμόταν ο αδερφός μου. Μας κοίταξε μ’ ένα λυπημένο βλέμμα. Ήταν κατάκοπη, η όψη της μαραμένη από τα βάσανα, μας μεγάλωνε μόνη, ξενοδουλεύοντας. Πατέρας δεν υπήρχε. Ο ένας είχε πεθάνει, ο άλλος είχε χαθεί όταν ήμασταν βρέφη. Δεν είχαμε καμιά ανάμνηση απ’ αυτόν. Η μητέρα κούνησε το κεφάλι. Ότι έγινε, έγινε, δεν ξεγίνεται, είπε, υπάρχει, και βγήκε απ’ το δωμάτιο.
Αυτό που είχε γίνει συνέχιζε να υπάρχει, αλλά όχι για μας, μόνο για κείνη. Εμείς, ήμασταν έξω από κείνη την εποχή της μητέρας. Ήμασταν οι δυο μας, πιασμένοι από το χέρι, μέσα στον κόσμο που το τότε της μητέρας δεν υπήρχε για μας. Υπήρχε μόνο η βασανισμένη όψη της.
Όταν η μητέρα χάθηκε πίσω απ’ την πόρτα, χωρίς ο αδερφός μου να ακούσει τα λόγια της, ήξερα πως με κάποιο μυστήριο τρόπο είχαν εισχωρήσει μέσα του, στον ύπνο του, στο δικό του όνειρο. Ίσως αυτά, ίσως η πίεση του βλέμματός μου πάνω του, ήταν τόσο επίμονη που τον ξύπνησε. Γύρισε το κεφάλι προς το μέρος μου, άνοιξε τα μάτια, τα μαλλιά του έπεφταν ακατάστατα στο νεανικό πρόσωπό του, πέταξε τα σκεπάσματα , ανασηκώθηκε, και με κοίταξε αμίλητος, αλλά έτοιμος να μου πει ένα μεγάλο μυστικό. Κάτι που αφορούσε τη ζωή μας την τοτινή και την τωρινή κι αυτή που θα συνεχιζόταν. Όμως δεν το έλεγε. Με κοίταζε με τέτοιο τρόπο, που έπρεπε να το ακούσω χωρίς να μου το πει.
Δεν το άκουσα, το αισθάνθηκα. Είχα βυθιστεί στην κατάσταση του μυστικού. Και η αίσθηση ήταν η άπιαστη ουσία του ονείρου. Η ελευθερία του.
Αυτή που με τύλιξε στην ευδαιμονία της χαοτικής ύπαρξής του, έτσι που ξυπνώντας ένοιωσα απέραντη ευτυχία. Είχα γευτεί αυτά που είχαν γίνει!
Δεν είχαν χαθεί!
Μέσα στο όνειρο ζεις τις άπειρες παραμέτρους της πραγματικότητας.
Ήμουν ταυτόχρονα το κοριτσάκι που χτυπούσε τα πλήκτρα του πιάνου ενώ αναρωτιόταν ποιο είναι αυτό το μέσα της και η γυναίκα που έβλεπε τον κοιμισμένο αδερφό της να εμφανίζεται από το μέσα της.