You are currently viewing Μαρία Πατακιά: Μαίρη Μπαϊρακτάρη, ΔΥΟ ΑΠΟΥΣΙΕΣ ΔΡΟΜΟΣ. εκδ. Μελάνι

Μαρία Πατακιά: Μαίρη Μπαϊρακτάρη, ΔΥΟ ΑΠΟΥΣΙΕΣ ΔΡΟΜΟΣ. εκδ. Μελάνι

 

«Η απουσία είναι η ανώτερη μορφή παρουσίας», έλεγε ο James Joyce και η Μαίρη Μπαϊρακτάρη κάνει αισθητή την ποιητική της παρουσία με τη δεύτερη συλλογή της «Δυο απουσίες δρόμος». Μας προσκαλεί σε μια ποιητική διαδρομή στο χώρο και στο χρόνο που σηματοδοτείται από την απουσία και μάλιστα από μια απουσία διπλή: αφενός την απουσία του «άλλου» -προσώπου, ιδέας, κατάστασης – που λείπει και στο οποίο η ποιήτρια απευθύνεται, αφετέρου την απουσία του ίδιου του ποιητικού υποκειμένου το οποίο, βιώνοντας την απουσία, «λείπει» το ίδιο και συγχρόνως βιώνει το κενό που αφήνει η απουσία – το βιώνει, άρα ζει. «Ο μόνος αξιόπιστος μάρτυρας ότι ζήσαμε είναι η απουσία μας» λέει η Κική Δημουλά, πρόγονος ποιητικά της Μαίρης Μπαϊρακτάρη, αναφερόμενη στο τέλος του βίου.

Η απουσία σηματοδοτεί όχι μόνο τον χώρο αλλά και το χρόνο – διανύουμε τον «δρόμο» του τίτλου σε συγκεκριμένο χρόνο, αυτόν «που πήγε και καρφώθηκε σε μια διαστολή παρόντος», όπως μας λέει η ποιήτρια ήδη στο πρώτο ποίημα, εισάγοντάς μας στην προβληματική της. Έχουμε σ’αυτή τη ζωή να διανύσουμε αποστάσεις, αυτές που είναι, όπως λέει, «πάνω στο λευκό τραπέζι ακουμπισμένες ευλαβικά, σαν αλφαδιασμένες απώλειες».

Τη διαδρομή αυτή τη διανύει μαζί μας, όπως δηλώνουν οι τίτλοι των επιμέρους ποιημάτων από την «Άφιξη» στον «Επίλογο των δρόμων» όπου μεσολαβούν «Σύνορα», «Στροφή», «Μεγάλη Είσοδος», «Μεγάλη Έξοδος», «Επιστροφή», «Στον Παράδρομο», «Παρακαμπτήριοι και Τεθλασμένες», «Στην Τροχιά», «Το άδειο μονοπάτι», «Το Πέρασμα».

Δεν είναι προφανώς εύκολη η διαδρομή, δεν είναι σε ευθεία γραμμή, χωρίς προσκόμματα. Ήδη η αφιέρωση γίνεται στον «άνθρωπο που βαδίζει πάνω σε τεθλασμένες» και το εκτενές ποίημα «Παρακαμπτήριοι και τεθλασμένες» το αναλύει. Επίσης, χρειάζεται να διασχίσουμε σύνορα («στα μια για πάντα σύνορα που δεν καταπατώ»). Τα σύνορα αυτά χωρίζουν αλλά και ενώνουν, συνδέονται με το λόγο και τη σιωπή: «ήρθε για να μιλήσει και διάλεξε θέση αμίλητη, αδειανή/ αμίλητος κι άδειος να σταθεί στη μοναξιά του πλήθους» μας λέει η ποιήτρια στο ομώνυμο ποίημα και, ακόμα, «ήρθε για να μιλήσει κι άλλο βαθιά να σκάψεις» («Ανθρωπο-φαγο-λαλία» είναι εξάλλου ο υπότιτλος του ποιήματος).Το αντίπαλο δέος της μιλιάς, η σιωπή που οριοθετεί και νοηματοδοτεί το λόγο, δίνει, στα διάκενα των λέξεων, προστιθέμενη αξία στην ποίηση: «μια της σιωπής μαχαιριά στη δική σου ιστορία», «απ’όσων δεν ειπώθηκαν τη θλίψη», «να μιλήσεις εν παύσει σου» «Όταν δεν έχεις άλλη σιωπή αλλά προσπαθείς να γίνεις έκρηξη/λίγο πριν από τη φωνή σου/ κι όταν αρθρώσεις επιτέλους πόνο». Εισάγει λοιπόν η ποιήτρια και το θέμα του πόνου, αναπόσπαστου στοιχείου της ύπαρξης αλλά και της ποίησης που γεννιέται και αυτή μες στην οδύνη, ανάμεσα σε λέξεις και σιωπή: «Να κλαίμε ασταμάτητα/να γεννηθούν οι λέξεις» και «ήρθα να σου μιλήσω για ό,τι κράτησες/για θραύσματα, πληγές κι αποκαϊδια».

Άλλο κυρίαρχο στοιχείο στη συλλογή είναι το σώμα, το δέρμα. Η ποίηση της Μαίρης Μπαϊρακτάρη αναπνέει από τους πόρους των λέξεων, κινείται σαν ζωντανό σώμα, μάς αγγίζει στην κυριολεξία. Εξάλλου είναι κυρίαρχη στη συλλογή η αίσθηση της αφής που υπερισχύει των άλλων αισθήσεων. Το «άγγιγμα» είναι η λέξη που επανέρχεται, τη συναντούμε συχνά καθώς ξεδιπλώνονται τα ποιήματα της συλλογής. Το άγγιγμα στο οποίο αναφέρεται, είναι συχνά οδυνηρό: «δεν θ’ αγκαλιάσεις άλλο μαχαίρι». Είναι σημείο επαφής αλλά και αποχωρισμού: «αγγίζοντας τις αποστάσεις», αναφέρει ήδη στην αρχική αφιέρωση και στο πρώτο ποίημα ξεκινά με την κρίσιμη ερώτηση: «μπορώ να σε αγγίξω;» και συνεχίζει: «ό,τι άγγιξες μαζεύτηκε κουβάρι όπως εσύ», «ό,τι διέσχισες, άγγιγμα», «κει που τον αγγίξαμε/κει ακριβώς διελύθη», «αγγίζοντας, τρύπησε την ίδια την αφή», « χορεύει σε χρώμα μαύρο η αφή», είστε ο δικός μου του αγγίγματος φόβος». Συμβαίνει «κείνο το άγγιγμα το τυχαίο ή όχι» να είναι εκείνο που αγγίζει τον αναγνώστη ώστε να δεχτεί κι αυτός κατάσαρκα τα ποιητικά λόγια της Μαίρης Μπαϊρακτάρη εφόσον, όπως μας λέει «σφίγγει το άγγιγμα στο μέσα σώμα». Πρόκειται για το άγγιγμα στον εσωτερικό μας κόσμο, θα έλεγα, κατά την αναζήτηση των κρυμμένων όψεων του εαυτού. Κάτι σαν παιχνίδι κρυμμένου εαυτού επιχειρεί η ποιήτρια μεταξύ άλλων: «ο ίδιος με σένα/ ο περίπου εαυτός σου που τον έψαχνες/και κάποια στιγμή/κει που δεν τον έβρισκες/α! Ξάφνου τον βρήκες/εκεί ακριβώς στο έξω κάτι σε τραβάει/κάθε που σκύβει ο εαυτός σου το κεφάλι/τον πονάς/και θέλεις ταυτοχρόνως να τον σπρώξεις/κι αμέσως να τον συγχωρήσεις». Και καταλήγει στον «Επίλογο των δρόμων»: «ίδιος μας ο εαυτός ένας αέναος βηματισμός». Σ’αυτόν το βηματισμό προσπαθούμε να συνθέσουμε τις αντίθετες /αντίρροπες δυνάμεις που συνιστούν αυτόν τον εαυτό και τον κινούν. Αυτές οι αντίρροπες δυνάμεις ανιχνεύονται κατά μήκος της συλλογής: Ορθός και ξαπλωτός πέφτεις και σηκώνεσαι», «κρατάς κι αφήνεις», «μέσα κι έξω», «σκοτάδι/φως», «ντύνεται/γδύνεται», «χειμώνας/καλοκαίρι», «πέρα/δώθε», «πάρε/δώσε».

Παρών επίσης και ο εαυτός ως προσδιορισμός (περιορισμός ή  απελευθέρωση;) στη σχέση του με τον άλλον: Εγώ από δώ/εσύ από εγώ», «εκεί που αρχίζεις εσύ τελειώνω εγώ»

«Πληθυντικός-ερωτικός-ενικός», μας λέει λακωνικά και πυκνά σε άλλο στίχο. Τον έρωτα βάζει ως συνδετικό στοιχείο του ενικού και του πληθυντικού, μέχρι να έρθει η τελική σύνθεση της ύπαρξης με την κατασκευή μιας λέξης: «Ζωθάνατος»! Η ζωή δηλαδή και η κατάληξή της, ο θάνατος ως μέρος , στοιχείο της ζωής.  Στην πορεία όμως προς το τέλος, κατά μήκος της διαδρομής, στο Πέρασμα, οδηγείται από τον καρπό του έρωτα, της σαγήνης και της γνώσης: το μήλο που είναι «ένας καρπός βαθιά δαγκωμένος».

Η απουσία σηματοδοτεί όχι μόνο τον χώρο αλλά και το χρόνο – διανύουμε τον «δρόμο» του τίτλου σε συγκεκριμένο χρόνο, αυτόν «που πήγε και καρφώθηκε σε μια διαστολή παρόντος», όπως μας λέει η ποιήτρια ήδη στο πρώτο ποίημα, εισάγοντάς μας στην προβληματική της. Έχουμε σ’αυτή τη ζωή να διανύσουμε αποστάσεις, αυτές που είναι, όπως λέει, «πάνω στο λευκό τραπέζι ακουμπισμένες ευλαβικά, σαν αλφαδιασμένες απώλειες».

Αυτή η διαδρομή στο χρόνο γίνεται μέσω της μνήμης που κινητοποιείται από την απουσία κι ο Χρόνος προσωποποιείται.  Στο ποίημα «Η μεγάλη είσοδος»: «παίρνει αγκαλιά τον Χρόνο του βαρύ/σαν κοιμισμένο αιώνες/κι απότομα τον παρατά στο πάτωμα/να κάνει ασκήσεις αντοχής..». Στο ίδιο ποίημα, ο Χρόνος ρωτά δήθεν γλυκά: «Ακόμα με φοβάσαι;/Ή μήπως απλώς κοιμάσαι;». Όμως, «αν ο Χρόνος πίσω δεν γυρνά,/ ίσως ο δείκτης δράσης-αντίδρασης κόλλησε πάλι/έχει, έχει ξανασυμβεί» ενώ στο ποίημα «Παράδρομος» μιλάει για «απόλυτο παρόν σε δοτική στιγμή…ήθελα να ‘μαι ο χρόνος που έφυγε/να μ’έχει για πάντα χάσει».

Τέλος, όσον αφορά στη μορφή, διαπιστώνουμε πως, με τη δεύτερη αυτή συλλογή της, η ποιήτρια αναπτύσσει περαιτέρω ένα ιδιαίτερο ποιητικό ύφος που είχε εγκαινιάσει στην πρώτη συλλογή της και πλέον καθιστά την ποιητική φωνή της.διακριτή. Πρόκειται για ποιήματα εκτενή αλλά με στίχους που τους χαρακτηρίζει η πυκνότητα και η δύναμη κρούσεως, η τόλμη, η εικονοποιητική ικανότητα και η ευαισθησία. Συναντούμε λογοπαίγνια επιτυχημένα, με ηθελημένη επανάληψη λέξεων που σφυροκοπούν τις αισθήσεις μας, με λέξεις που κόβονται στη μέση, για να μεσολαβήσει άλλη επαναλαμβανόμενη λέξη (π.χ. «αυτό που εγώ θε/που εγώ λω/να πω»), έτσι που να πολλαπλασιάζεταιη δύναμη του συναισθήματος και να μας παρασέρνει. Μεταφορές, παρομοιώσεις, προσωπωποιήσεις αφηρημένων εννοιών, λόγος χειμαρρώδης, σχεδόν προφορικός αλλά συγχρόνως και λόγιος, λόγος αφηγηματικός.  Κάποια ποιήματα, όπως το «Πέρασμα», θα μπορούσαν να είναι μικρά διηγήματα αλλά και κινηματογραφικά πλάνα ή ακόμα και θεατρικά μονόπρακτα. Και φυσικά, όπως στις περισσότερες επιτυχείς αποτυπώσεις των σοβαρότερων καταστάσεων και θεμάτων, υπάρχει χιούμορ ευφυές (βλ «Δίοδοι μνήμης»). Νομίζω ότι με αυτό τον τρόπο η ποιήτρια εξαλείφει τον φόβο του κενού, το horror vacui που είναι στο κέντρο του ποιήματός της «Επίλογος των δρόμων» -γεμίζει το δικό μας κενό με τα ερωτήματα που θέτει, με λέξεις και παύσεις, μ’ ένα σιγανό μουρμουρητό που συνοδεύει τη δική μας διαδρομή, δίνοντάς μας τον βαθιά δαγκωμένο με την απουσία καρπό της ποίησης (όπως λέει στο ακροτελεύτιο ποίημα), ανιχνεύοντας την ουσία των βασικών παραμέτρων, των οδοδεικτών της ύπαρξης.

Η Μαίρη Μπαϊρακτάρη κάνει με αυτή τη συλλογή μια ιδιαίτερα αξιόλογη και πολλά υποσχόμενη για το μέλλον ποιητική κατάθεση. Θα είμαστε σε αναμονή για να συνεχίσουμε μαζί της κι άλλων πολλών ποιητικών παρουσιών δρόμο.

 

Μαρία Πατακιά

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.