Η ΚΡΑΥΓΗ
Στο Όσλο ο ουρανός είναι βαμμένος με αίμα
Τρώω σε δόσεις τον εαυτό μου
Αρχίζω από τα πόδια
Τίποτα να μη με δένει με τη γη
Τα μάτια μου δυο φεγγάρια γκρι
Με την μαύρη τρύπα για στόμα
Ουρλιάζω κι εκλιπαρώ τον Μουνκ
Από τον πίνακα του να με σώσει.
ΣΤΟΝ ΜΟΥΝΚ
Στην παλέτα μου δυο χρώματα
Μαύρο για την κραυγή
που απ’ τα στήθη μου έβγαλες
και κόκκινο για το αίμα που τρέχει
απ’ τον λαιμό σου στο μαύρο σου κοστούμι