Στη μακρινή χώρα των γενναίων πολεμιστών ακόμη και ο χρόνος είχε ψηλώσει αφύσικα. Οι ώρες ήταν ατελείωτα μακριές, ενώ τα λεπτά τραβούσαν τους δείκτες των ρολογιών για να κερδίσουν μερικά εκατοστά. Οι μέρες ήταν όλες ίδιες. Οι άντρες συναγωνίζονταν στο ύψος τα πλατάνια και τις λεύκες, ενώ οι γυναίκες ύφαιναν τα ρούχα τους στον αέρα με τα μαλλιά των νεκρών ποιητών τους.
Στη μακρινή χώρα των γενναίων πολεμιστών γεννήθηκε μια μέρα ένα παιδί, που όσα χρόνια κι αν πέρασαν δεν ξεπέρασε τα σαράνταοχτώ εκατοστά. Οι μεγάλοι κοιτιόντουσαν με απορία και δεν μπορούσαν να καταλάβουν πως ένα τέτοιο πλάσμα ξεφύτρωσε ξαφνικά ανάμεσά τους. Η μάνα του το είχε παρατήσει στην όχθη ενός ποταμού μόλις γεννήθηκε καθώς αντιλήφθηκε ότι το παιδί αυτό θα ήταν διαφορετικό από τα άλλα. Το μεγάλωσε μια αρκούδα, που το πήρε στη φωλιά της και βύζαξε το γάλα της. Το παιδί μεγάλωσε, δεν έμαθε ποτέ να μιλάει αλλά το θρόισμα των δέντρων το έμαθε να διαβάζει. Όλοι το περιφρονούσαν και το κορόιδευαν. Μάλιστα ένα βράδυ μια ομάδα γενναίων πολεμιστών προσπάθησε να το πνίξει στον ύπνο του, καθώς το θεωρούσαν ντροπή για το είδος τους. Ευτυχώς το παιδί ήταν τόσο μικροκαμωμένο που ξεγλίστρησε μέσα από τα χέρια τους. Έμαθε να φοβάται τους ανθρώπους και να υπολογίζει κάθε τους κίνηση. Στο δάσος απέκτησε γρήγορα αντανακλαστικά, έμαθε να αντιμετωπίζει με ευρηματικότητα τις δυσκολίες και τους κινδύνους και να μιλάει τη γλώσσα των ζώων. Διάβαζε με μανία τα βιβλία που οι πολεμιστές πετούσαν ως άχρηστα στο δάσος και στο αίμα του κυλούσαν στίχοι από ποιήματα που δεν κατάλαβε ποτέ κανείς. Μέσα στο μικροκαμωμένο σώμα του οι φλέβες φούσκωναν από λέξεις, που δεν άκουσε από στόμα ανθρώπινο.
Μια μέρα η χώρα των γενναίων πολεμιστών βρέθηκε σε μεγάλο κίνδυνο. Οι πανύψηλοι άντρες έμοιαζαν ανίκανοι να την υπερασπιστούν. Τα ρούχα που ύφαιναν οι γυναίκες έγιναν δηλητήριο που αργά αργά έκαιγε το κορμί τους. Οι νεκροί ποιητές έπαιρναν εκδίκηση για τους στίχους που πετάχτηκαν στα σκουπίδια. Ο μεγάλος σοφός τους είπε, πως, αν ήθελαν να σωθούν, έπρεπε να περάσουν μέσα από ένα στενό πέρασμα που βρισκόταν στην κουφάλα ενός δέντρου και να μεταφέρουν μήνυμα στον έξω κόσμο, ότι οι νεκροί ποιητές τους αναστήθηκαν και ζητούν δικαίωση. Θα έπρεπε να μάθουν γραφή κι ανάγνωση και να φυτέψουν ήλιους στους κήπους τους. Όμως, κανένας δεν χωρούσε μέσα από το στενό πέρασμα. Το ύψος τους στεκόταν εμπόδιο σε κάθε τους προσπάθεια. Τότε σκέφτηκαν να ζητήσουν βοήθεια από το παιδί, που ζούσε στο δάσος. Αυτό κρύφτηκε μόλις τους είδε, αλλά διάβασε στα μάτια τους την απελπισία και δέχτηκε να τους βοηθήσει.
Λίγες μέρες αργότερα στη χώρα των γενναίων πολεμιστών τα σύρματα στις αυλές γέμισαν με ρούχα υφασμένα με στίχους από ποιήματα. Κάθε οικογένεια υιοθέτησε κι από έναν νεκρό ποιητή. Τα ποιήματά του ζούσαν στα ρούχα, στους τοίχους και στα πατώματα των σπιτιών. Οι αυλές τους έγιναν βιβλία ορθάνοιχτα και τα γράμματα χόρευαν με τον αέρα από σπίτι σε σπίτι, από καρδιά σε καρδιά. Το μικρό αγόρι δεν μεγάλωσε ποτέ. Μετά από χρόνια έγινε κόκκινη σκόνη που σκόρπισε στην πολιτεία.
Η Μαρία Πολίτη γεννήθηκε στη Λευκάδα. Σπούδασε Παιδαγωγικά στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Από το 1998 ζει και εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην Καστοριά. Πήρε Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Δημιουργικής Γραφής και έχει παρακολουθήσει σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί στην sentra kastorias κ.ά. ιστοσελίδες.