Στο κείμενο αυτό θα μιλήσουμε για το βιβλίο της Αλίκης Πέικου, Ηχηρά αποσιωπητικά…, μια ποιητική συλλογή που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κούρος το 2024. Είναι η πρώτη ποιητική συλλογή της.
Θα αρχίσω αυτήν την παρουσίαση με έναν κάπως παράδοξο τρόπο. Θα ξεκινήσω με ένα ποίημα σπουδαίου ομότεχνου ποιητή της πόλης μας, της Θεσσαλονίκης, του Ανέστη Ευαγγέλου, που έφυγε από τη ζωή το 1994. Ένα ποίημα με τον τίτλο «Ars Poetica», που αγαπώ και χρησιμοποιώ συχνά:
Ars Poetica
Το ποίημα δεν είναι τραγούδι,
ανάερη θλίψη για κάτι μακρινό, χαμένο,
έστω με την πιο τέλεια μουσική. δεν είναι
αναμονή του άγνωστου, γοητευτική,
μες στην αβεβαιότητά της, προσδοκία.
Το ποίημα είναι μια ανοιχτή πληγή που τρέχει-
Όσο πιο ανοιχτή τόσο καλύτερα. κάνω ποίηση
θα πει τρυπώ το θώρακα μ’ ένα νυστέρι
ψάχνω με χέρι σταθερό όπως η χειρούργοι
γυρεύω την καρδιά και την τρυπώ, χύνω το αίμα
άφθονο μες στις λέξεις-κόκκινο,
ζεστό, το αίμα, όλοι το ξέρουν,
το πιο θαυμαστό, το πιο όμορφο πώς είναι πράγμα.
Αν έβαζα ένα μότο σε αυτή μου την εισήγηση θα επέλεγα δυο στίχους από το ποίημα «Il sangue» («Το αίμα») της Ιταλίδας ποιήτριας Alda Merini: “ Il poeta non abita in nessun luogo/se non nel proprio sangue”. (Ο ποιητής δεν κατοικεί σε κανέναν τόπο/παρά μόνο στο ίδιο του το αίμα”, από το βιβλίο Alda Merini, Θεϊκή μανία, εισ.-μτφρ. Έλσα Κορνέτη, Ρώμη, 2020). Και, προς επιβεβαίωση και επίρρωση των παραπάνω, διαβάζω το πρώτο ποίημα του βιβλίου της Αλίκης με τον τίτλο “Γεννηθήτω ποίημα”:
Λέξεις ανεμόσπαρτες
μπήκαν στη σειρά
την ψυχή να εξομολογήσουν,
τα ανείπωτα ν’ αναδυθούν ατόφια.
Κι οι λέξεις έγιναν…
νόημα ζωής συμπυκνωμένο
Ταξίδι αλαργινό
Έρωτας πρωτόπλαστος
Ανακούφισης δάκρυ διάφανο
Αίμα φλεβών πυκνόρευστο
Κι έγιναν ποίημα…
Αναλαμπή λησμονημένου ονείρου
“Ανοιχτή πληγή που τρέχει” για τον Ευαγγέλου το ποίημα. “Αίμα φλεβών πυκνόρευστο” και για την Αλίκη, που γράφεται με “λέξεις αμετανόητες σπλαχνικού πόνου”, “αίμα ανθρώπινων αδυναμιών” “και “πώς να στεγνώσει με χάρτινες γάζες ελλιπείς;”, αναρωτιέται παρακάτω. Μα το ποίημα ορίζεται γι’ αυτήν και ως “νόημα ζωής”, “ταξίδι”, “έρωτας”, “δάκρυ ανακούφισης”, “ονείρου αναλαμπή”. Το ποίημα είναι εξομολόγηση της ψυχής, “τ’ ανείπωτα ν’ αναδυθούν ατόφια”. Γι’ αυτό “ ψάχνει λέξεις/ολόγυμνες από υποκρισία”, ως άλλη αλιεύς μαργαριταριών, ψάχνει στη σκοτεινή και απύθμενη θάλασσα της ψυχής. Της δικής της, της δικής μας, του κόσμου όλου. Καταδύεται, την σκαλίζει, την εξερευνά. Κι αναδύονται πόθοι και φόβοι, ελπίδες και διαψεύσεις, αλήθειες και παραμύθια, παρουσίες και απουσίες, μνήμη και λήθη, ζωή και θάνατος.
Παραθέτω το ποίημα “Το ημερολόγιο”:
Κάποτε κρατούσα ημερολόγιο
τώρα όχι πια
Θά πρεπε όμως
για να καταγράφω…
Φεγγερές στιγμές
Ξενιτεμένες φίλιες αγκαλιές
Αγάπες στην αποβάθρα της λήθης
Λεηλατημένες αναμνήσεις
Ασύδοτες νύξεις
Σε ψυχή και κορμί
αποτρόπαιες παραλείψεις
Πώς να πορευθείς στη σκοτεινιά
σε δρόμο κακοτράχαλο, όλο στροφές
χωρίς ματοβαμμένων λαθών διδαχές,
χωρίς εμπειριών φανοστάτες
στις αφύλακτες διαδρομές…;
Με την ποίηση, Αλίκη, θα πορευτείς, όπως η ίδια ομολογείς:
Μόνο με λέξεις
να θρέφομαι
Ευπειθώς
μόνο δική τους πια…
Κι εσύ από εδώ και στο εξής, όπως κι όλοι εμείς οι από καιρό “σαλοί” κι αθεράπευτα ρομαντικοί αυτού του σκληρού κόσμου. Όλοι εμείς που, όπως κι εσύ, έχουμε μια παιδική ψυχή σε σώμα ενήλικα, όλοι εμείς που έχουμε κουραστεί, έχουμε κουραστεί πολύ από λόγια και πράξεις και επιλέγουμε συνειδητά να αιθεροβατούμε και να ζούμε στην πλάνη μας, στο περιθώριο καμιά φορά μιας πραγματικότητας που μας απωθεί και την απωθούμε:
Παραθέτω από το ποίημα “ Επίμονες αιθεροβασίες”
[….]
Είμαι κουρασμένη, κουρασμένη πολύ
από λόγια και πράξεις,
ανθρώπινες συμπεριφορές
συναισθημάτων φονείς…
Μεσ’ την καρδιά μου αν σκύψεις
θα δεις
δυο μάτια παιδικά
με απορία να κοιτούν
Μην τους πεις την αλήθεια,
άφησέ τα στην πλάνη τους
με επιμονή να αιθεροβατούν…
Η ποιητική συλλογή της Αλίκης Πέικου είναι χωρισμένη σε τρία διακριτά μέρη:
Α. Στου ορίζοντα το πέρασμα: με ποιήματα υπαρξιακών προβληματισμών και αναζητήσεων για τη ζωή και τη γραφή, για τον χρόνο και τη μοναξιά, για το φως και το σκοτάδι, για τα “ίσως” και τα “ποτέ”.
Γι’ αγάπες παραπλανημένες
για αισθήσεις ακυρωμένες
για προσδοκίες συντετριμμένες
Για όσους με πρόδωσαν, για όσους πρόδωσα
Για όσους με σφράγισαν, για όσους με μάτωσαν, για
όσους μ’ ανάστησαν
Να κλάψω θέλω, να κλάψω με λυγμούς
Με οδύνη να ουρλιάξω
Την ψυχή από πόνο ν’ απαλλάξω
Έναν ώμο απόψε ζητώ
έναν ώμο ανθεκτικό
πάνω του να γείρω
Και μια φωνή ν’ ακούσω στ’ αυτί ψιθυριστή
“Μη φοβάσαι, εγώ είμαι εδώ” να πει
Ή έστω μ’ ένα ποίημα
των δακρύων η ροή ν’ αναστραφεί…
Β. Του έρωτα πνοή: όπως σημειώνει και στο μότο της ενότητας “Η ψυχή ψάχνει ένα σώμα/ να κουρνιάσει μέσα του/ Και το σώμα μια ψυχή/ να το αναστήσει”. Ο χοϊκός έρωτας, ο γήινος, ο παρών, ο “ενεστωτικός”. Αυτό αναζητά κι αυτό αναπολεί η ποιήτρια. “Της απουσίας η αμετάπειστη παρουσία”, “του κορμιού η πεθυμιά”, “η μνήμη της αφής”, “η παραφορά του εναγκαλισμού”, “ο τελευταίος σπασμός μιας πράξης παθιασμένα συμμετοχικής”, “οι βραδιές στην ακροθαλασσιά/ Το ξάφνιασμα του απρόοπτου/ Της ελπίδας το ξάναμμα/ Η ευτυχία της ανακάλυψης/ Των βλεμμάτων τ’ αστραποβόλημα/ Οι ατέρμονες εξερευνήσεις των ακροδαχτύλων στα κορ-/μιά/ των χειλιών η υγρή προσφορά// όλα ανεμόσπαρτες αοριστίες πια/ Αμμόπυργοι π’ απαλείφθηκαν απ’ των κυματοκορφών την ορμή’. Γιατί “ Μόνο τα “σ’ αγαπώ”/ που πρόλαβε να πει/ στης νύχτας το μυστηριακό ανάσασμα/ θα μείνουν…/Νίκη πολύφερνης ζώης/ κι ήττα εφημερότητας/ μαζί…»
Και φτάνουμε στην τελευταία αλλά και πιο δυνατή συναισθηματικά ενότητα.
Γ. Ρίζες βαθιές κι άκοπες: όπου επιστρέφει η Αλίκη στην πατρίδα της, στην πατρίδα όλων μας, στο σπίτι το πατρικό της, στον γενέθλιο τόπο, στον Λαγκαδά, με την ανεξίτηλη μυρωδιά των παιδικών χρόνων “κανέλα και γαρύφαλλο/φρεσκοκομμένα καρύδια/σιρόπι και ζεσταμένο μέλι”. Επιστρέφει και θυμάται, θυμάται και νοσταλγεί, μα “αγκαθερή η ενθύμηση”, καθώς η μάνα κι ο πατέρας απουσιάζουν, “ρίζες βαθιές και άκοπες/ σε αιώνιο χώμα αναπαυμένες”, “Άύγουστο μήνα/ μισέψατε κι οι δυο”, “Αύγουστος/ των απωλειών/ των απουσιών”.
Η αύρα της μνήμης
Τα λουλούδια στην αυλή
έχουν ξεραθεί
Μόνο στο παράθυρο της κουζίνας
ένα μικρό γλαστράκι είν’ ανθισμένο
Αναρωτιέμαι πώς επέζησε κι αυτό,
με τη φροντίδα της βροχής θαρρώ
Η κλειδαριά απ’ την αχρηστία
λίγο σκουριασμένη
Στο σπίτι η ευωδιά της λεβάντας διάχυτη παντού
πώς έχει διατηρηθεί μετά από τόσα χρόνια απορώ
Στην βιτρίνα του σαλονιού
τα μικρά πορσελάνινα μπιμπελό
σε πόζες αυτάρεσκες αραδιασμένα
Τα τραπεζάκια με χειροποίητα σεμέν καλυμμένα
Σε κομό οι οικογενειακές φωτογραφίες
ανασύρουν μνήμες θαμπές
Στο διπλό κρεβάτι ξαπλώνω
Το κεφάλι στο μαξιλάρι ακουμπώ
λίγη μυρωδιά μαμάς ν’ ανασάνω προσπαθώ
Η ύλη ταξιδεύει σε ανεπίστρεπτο προορισμό
τελεολογικά
Η αύρα όμως μένει πίσω σαν αιωρούμενη μνήμη
κι εγκαθίσταται στης καρδιάς στη γωνιά
οριστικά…
Last but not least- θα συμπλήρωνε κι η καθηγήτρια και συνάδελφος των αγγλικών, Αλίκη Πέικου, και θα πρόσθετε πολλά, ατελεύτητα, ηχηρά και άηχα, αποσιωπητικά………………….