You are currently viewing Μαρία Πολίτου: Πρίμο Λέβι, ο ποιητής

Μαρία Πολίτου: Πρίμο Λέβι, ο ποιητής

Αν κάποιος ήθελε ως τώρα να πάρει μια γεύση από τη στρατοπεδική λογοτεχνία και, πιο συγκεκριμένα, από τη λογοτεχνία που σχετίζεται με τη συστηματική προσπάθεια γενοκτονίας των Εβραίων από τους Ναζί κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, το πρώτο βιβλίο που θα μου ερχόταν στο νου θα ήταν το Εάν αυτό είναι άνθρωπος του Πρίμο Λέβι‧ ένα βιβλίο βιωματικό που αναπαριστά με νηφαλιότητα τη μεγαλύτερη ίσως θηριωδία που έχει διαπραχθεί στην ιστορία της πολιτισμένης Ευρώπης‧ ένα βιβλίο που σε κάνει να αναφωνείς «ποτέ ξανά!». Εκτός όμως από το πεζογραφικό του έργο που τον κατέστησε αθάνατο, ο Πρίμο Λέβι ήταν και ποιητής. Αυτήν την ποιητική πλευρά του θα διερευνήσουμε στο κείμενο αυτό, αφού πρώτα όμως μας συστηθεί.

 

Εργοβιογραφικά

 

Ο Πρίμο Λέβι, ιταλοεβραϊκής καταγωγής (σεφαραδίτικης) γεννήθηκε το 1919 στο Τορίνο. Η οικογένειά του ήταν καλά ενσωματωμένη στην ιταλική κοινωνία.  Το διάστημα 1934-1937 σπούδασε στο Liceo Classico Massimo d’ Azeglio, διάσημο για τους φωτισμένους καθηγητές του που αντιτάχθηκαν στον φασισμό.

Στη συνέχεια γράφτηκε στο Tμήμα Xημείας του Πανεπιστημίου του Τορίνο, ενώ από το 1938 τέθηκαν σε ισχύ οι ρατσιστικοί νόμοι εναντίον των Εβραίων. Ο ίδιος, επειδή ήταν ήδη εγγεγραμμένος μπορούσε να ολοκληρώσει τις σπουδές του, αν και δυσκολεύτηκε πολύ να βρει εισηγητή για τη διπλωματική του. Ωστόσο, αποφοίτησε με άριστα. Άρχισε αμέσως να εργάζεται ημιπαράνομα λόγω εβραϊκής καταγωγής σε μια εταιρία εξόρυξης αμιάντου  κα μετά σε μια φαρμακευτική εταιρία στο Μιλάνο, όπου ήρθε σε επαφή με αντιφασιστικές οργανώσεις. Τον Οκτώβριο του 1943 εντάχθηκε στην αντιστασιακή οργάνωση Giustizia e Libertà, συνελήφθη τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου και μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο στο Fossoli. Όταν συνελήφθη προτίμησε να δηλώσει ότι ήταν Εβραίος, γιατί θεώρησε την ιδιότητα του αντιστασιακού πιο επικίνδυνη για κυρώσεις![1] Στις 22 Φεβρουαρίου 1944, 650 Εβραίοι, μεταξύ των οποίων και ο Λέβι, στοιβάχτηκαν σε ένα τρένο και μεταφέρθηκαν στο Άουσβιτς. Εκεί καταγράφηκε ως το νούμερο 174517 και αμέσως οδηγήθηκε στο στρατόπεδο Buna-Monowitz, γνωστό ως Άουσβιτς ΙΙΙ, όπου παρέμεινε μέχρι την απελευθέρωση από τον Κόκκινο Στρατό στις 27 Ιανουαρίου 1945. Σημειωτέον ότι από τους 650 Εβραίους τελικά επέζησαν μόλις 20.[2]

Στα επόμενα χρόνια ο Πρίμο Λέβι ακολουθεί δύο καριέρες, του χημικού και του συγγραφέα. Για σαράντα χρόνια γράφει συστηματικά: βιβλία, ποίηση, άρθρα. Παρεμβαίνει στα κοινά, επιτελώντας «το ρόλο του ενεργού διανοούμενου».[3] Το πρώτο του βιβλίο μαρτυρία, Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, κυκλοφόρησε στην Ιταλία το 1947, χωρίς να προκαλέσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο κόσμος δεν ήταν έτοιμος να ακούσει. Ευρύτερη απήχηση άρχισε να έχει μετά το 1957, έτος έκδοσης από τον οίκο Εinaudi. Ο Einaudi ανοίγει δρόμο στις μεταφράσεις και ο Primo Levi στην λεγόμενη «στρατοπεδική λογοτεχνία».

Tα περισσότερα βιβλία του μνημονεύουν την εμπειρία του από τα στρατόπεδα: στην Ανακωχή διηγείται την απελευθέρωσή του και την επιστροφή από το στρατόπεδο στο Τορίνο, το Τώρα ή ποτέ είναι ένα μυθιστόρημα για την Αντίσταση των Εβραίων, σε κάποια κεφάλαια του βιβλίου του, Το Περιοδικό σύστημα, περιγράφει τη ζωή στο στρατόπεδο.

 

Άλλα έργα του μεταφρασμένα και στα ελληνικά: Λίλιθ και Τα τελευταία Χριστούγεννα του πολέμου. Βγαίνοντας στη σύνταξη, ο Λέβι στρέφεται ολοένα και περισσότερο στην τραυματική εμπειρία του Άουσβιτς, δίνει μια σειρά από συνεντεύξεις, γράφει ποίηση κι ένα σπουδαίο βιβλίο στοχασμών, το Αυτοί που βούλιαξαν κι αυτοί που χάθηκαν.

 

Ο συγγραφέας αυτοκτόνησε (κατά την πιο πιθανή εκδοχή) το 1987.[4]

Ο Λέβι είναι από τους πιο πολυμεταφρασμένους συγγραφείς της στρατοπεδικής λογοτεχνίας και το Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος αποτελεί εργαλείο στα χέρια πολλών εκπαιδευτικών της Ευρώπης για την προσέγγιση της εξόντωσης των Εβραίων στα στρατόπεδα.

 

Το πρόβλημα του κακού

 

Το πρόβλημα του Κακού μετά το Άουσβιτς υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα φιλοσοφικά, θεολογικά, ανθρωπολογικά και κοινωνιολογικά θέματα που απασχόλησαν την παγκόσμια διανόηση.

Ήδη το πρόβλημα της ύπαρξης του Κακού υφίσταται από την εποχή του Ιώβ.

Μετά το Άουσβιτς, όμως, κάνουμε λόγο για ριζικό ή ακραίο Κακό. Η γενοκτονία των Εβραίων και ο συστηματικός τρόπος πολιτικής, πνευματικής και σωματικής τελικά εκμηδένισης, με μόνη ενοχή τους το ίδιο το γεγονός της ύπαρξής τους, είναι κάτι άρρητο, ανεκδιήγητο, μη αναπαραστάσιμο. Έχουν γίνει πολλές απόπειρες να κατανοήσουν οι ιστορικοί, κοινωνιολόγοι, ψυχαναλυτές και φιλόσοφοι το πώς ένας ολόκληρος λαός πείστηκε να γίνει συνένοχος σε μια τέτοια ακραία και αδικαιολόγητη μορφή φυλετικού ρατσισμού και συνεπακόλουθης επαχθούς γενοκτονίας.

Η Χάνα Άρεντ υποστήριξε πως το Κακό δεν προκύπτει πάντοτε από διαβολικά κίνητρα και ότι μπορεί να είναι προϊον ηθικής τυφλότητας ή απίστευτης «ρηχότητας», όπως αυτή του Άιχμαν. Εννοεί ότι τέρατα σαν τους Ναζί μπορεί υπό συνθήκες δυνάμει να γίνουν όλοι οι κατά τα άλλα φυσιολογικοί άνθρωποι, γι’ αυτό έκανε λόγο για τον παρεξηγημένο όρο «κοινοτοπία του κακού». Και φυσικά δεν μπορεί στη φύση όλων αυτών των θυτών να ήταν ριζωμένο το κακό. Ο ολοκληρωτισμός γεννά και τρέφει τέρατα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απαλλάσσεται ο καθένας από τη συλλογική και την ατομική ευθύνη, πράγμα που θέλει να ενισχύσει προφανώς η Άρεντ με την προσέγγισή της.

Ο Λέβι υιοθετεί μια ήπια και νηφάλια προσέγγιση στο θέμα των στρατοπέδων και του ακραίου κακού παρόμοια με αυτή της Xάνα Άρεντ: Ακόμη και για τους δήμιους των στρατοπέδων λέει ότι δεν ήταν γεννημένοι τέρατα αλλά συνηθισμένοι άνθρωποι. «Τέρατα υπάρχουν, αλλά είναι πολύ λίγα για να βλάψουν πραγματικά. Πιο επικίνδυνοι είναι οι συνηθισμένοι άνθρωποι, όπως οι αξιωματικοί, όπως ο Άιχμαν. Ο όρος δήμιοι είναι ακατάλληλος, γιατί ηταν άνθρωποι σαν κι εμάς μέτριας ευφυίας και συνηθισμένοι, απλώς είχαν διαπαιδαγωγηθεί άσχημα. Αυτό βέβαια δεν τους απαλλάσσει από την ενοχή.

Ριζικά αντίθετος με την πασίγνωστη ρήση του Αντόρνο ότι μετά το Αουσβιτς είναι αδύνατον να γραφεί ποίηση, ο Λέβι πασχίζει ακριβώς με το σύνολο του έργου του (πεζού και ποιητικού) να δείξει ότι, στην περίπτωσή του, το Αουσβιτς ήταν ακριβώς το κύριο κίνητρο γραφής, το «Πανεπιστήμιό» του, όπως το αποκαλεί.

Ο Primo Levi άρχισε να γράφει ποίηση σχετικά αργά στην καριέρα του, με την πρώτη του δημοσιευμένη ποιητική συλλογή, “Ad ora incerta”, που εμφανίστηκε το 1984. Αυτή η συλλογή σηματοδότησε μια νέα φάση στην καλλιτεχνική έκφραση του Λέβι.

Η δημοσίευση του «Ad ora incerta» ήρθε δεκαετίες μετά τις εμπειρίες του Λέβι στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τη μετέπειτα καριέρα του ως χημικού και συγγραφέα. Ενώ ο Levi έγραφε πεζογραφία αμέσως μετά τον πόλεμο, μόλις τη δεκαετία του 1980 άρχισε να εξερευνά την ποίηση ως μέσο περαιτέρω αντιμετώπισης της πολυπλοκότητας της μνήμης, του τραύματος και της ανθρώπινης ύπαρξης.

Μετά τη δημοσίευση του “Ad ora incerta“, ο Levi συνέχισε να γράφει ποίηση παράλληλα με τα πεζά του έργα, με επόμενες συλλογές όπως “L’osteria di Brema”  το 1986. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ύστερης καριέρας του, η ποίηση του Levi λειτούργησε ως συμπλήρωμα στην πεζογραφία του, προσφέροντας μια πιο εσωστρεφή και λυρική εξερεύνηση των θεμάτων που τον απασχολούσαν από καιρό.

 

 

Ποιητικός λόγος στην πεζογραφία του

Πριν περάσουμε στο αμιγώς ποιητικό του έργο θα ήθελα να πάρουμε μια ιδέα για την γραφή του στο γνωστό σε όλους μας πεζογραφικό έργο. Έχω απομονώσει κάποια αποσπάσματα που συνδέονται με την έννοια του ονείρου και θα ήθελα να παρακολουθήσουμε πώς ο Λέβι κατορθώνει να μας μεταφέρει με την λογοτεχνική του πένα που ήταν κυριολεκτικά βουτηγμένη στο αίμα τις καταστάσεις που βίωναν οι κρατούμενοι στα ναζιστικά στρατόπεδα.

Για τους κρατούμενους η νύχτα «είναι ένα σημαντικό διάλειμμα» – ειδικά το χειμώνα που οι νύχτες είναι μεγαλύτερες. Λίγο η προστασία της κουβέρτας, λίγο η (έστω και λεπτή) συναισθηματική θωράκιση του ύπνου, η επαφή με το κοιμισμένο σώμα του άλλου, η αχνή όσο και ακαθόριστη ελπίδα ενός διαφορετικού ονείρου. Τα χαρακτηριστικά του ύπνου: η αγωνία να μην είναι κανείς ο τελευταίος στον κάδο με το κάτουρο (οι κρατούμενοι κατουρούν πολύ καθώς τρέφονται ουσιαστικά με νερόβραστες «σούπες») και αναγκαστεί να αδειάσει διακόσια λίτρα κάτουρου, ο αγώνας για τον χώρο στο κοινό κρεβάτι, ο τρόμος του εγερτηρίου, η υποψία πως όλος ο θάλαμος βλέπει τα ίδια όνειρα.

Δύο από τα όνειρα αυτά καταγράφονται σε τούτες τις «Νύχτες»· το πρώτο είναι εύκολο να το φανταστεί κανείς: είναι ένα όνειρο πείνας:

«…Ακούω την αναπνοή και το ροχαλητό των κοιμισμένων. Πολλοί πλαταγίζουν την γλώσσα και χτυπούν τα σαγόνια. Ονειρεύονται ότι τρώνε: κι αυτό το όνειρο είναι συλλογικό. Ένα όνειρο ανελέητο, το ήξερε όποιος επινόησε το μύθο του Ταντάλου. Όχι μόνο βλέπεις τα φαγητά αλλά τα αγγίζεις με τα χέρια σου και διακρίνεις ξεχωριστά το καθένα με την πλούσια και άγρια μυρωδιά τους· κάποιος καταφέρνει να τα φέρει μέχρι το στόμα του, αλλά κάτι συμβαίνει και η πράξη δεν ολοκληρώνεται. Τότε το όνειρο γίνεται κομμάτια, διαλύεται για να ξανασχηματιστεί αμέσως και να ξαναρχίσει όμοιο ή με παραλλαγές: κι αυτό χωρίς ανάπαυλα, σε όλους, για όλη τη νύχτα και κάθε νύχτα.»

Στο δεύτερο όνειρο η βιολογική ανάγκη γίνεται συναισθηματική εμμονή. O Häftling ονειρεύεται μια παράξενη εικόνα επιστροφής· βρίσκει τους δικούς του, την οικογένεια του, τα αγαπημένα του πρόσωπα. Είναι η ώρα που πρέπει να πάψει να είναι Häftling’ προσπαθεί να τους αφηγηθεί τα όσα έζησε. Μάταιος κόπος: δεν τον ακούει κανείς. Έντρομος διαπιστώνει ότι μιλούν μπερδεμένα αναμεταξύ τους σαν να μην υπάρχει κι εκείνος ανάμεσά τους. Η αδελφή του σηκώνεται να φύγει:

«…Τότε με κυριεύει μια απελπισμένη θλίψη, σαν τη θλίψη της παιδικής ηλικίας που θυμόμαστε πολύ αμυδρά: η βαθιά θλίψη, που δεν την απαλύνει η αίσθηση της πραγματικότητας και τα εξωτερικά γεγονότα, όπως αυτά που κάνουν τα παιδιά να κλαίνε. (…). Το διηγήθηκα ήδη στον Αλμπέρτο που μου εξομολογήθηκε, εκπλήσσοντάς με, ότι και αυτός  βλέπει το ίδιο όνειρο, όπως και πολλοί άλλοι σύντροφοι, ίσως όλοι. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί η θλίψη της κάθε μέρας αποτυπώνεται αδιάκοπη στα όνειρά μας στην επαναλαμβανόμενη σκηνή της διήγησης που κανείς μας δεν ακούει;

»  (…) Έτσι περνούν οι νύχτες μας. Το όνειρο του Ταντάλου και το όνειρο της διήγησης πλέκουν έναν καμβά συγκεχυμένων εικόνων: το μαρτύριο της μέρας, η πείνα, το ξύλο, το κρύο, η εξάντληση, ο φόβος και η σύγχυση, τη νύχτα επιστρέφουν σαν άμορφοι εφιάλτες απίστευτης βίας, όπως στην ελεύθερη ζωή συμβαίνει μόνο στις νύχτες του πυρετού.

» (…) Σε όλη τη διάρκεια της νύχτας, στην εναλλαγή του ύπνου, του εφιάλτη και της αγρύπνιας, καραδοκεί ο τρόμος και η αναμονή του εγερτηρίου (…). Ο νυχτερινός φρουρός παραδίδει υπηρεσία: ανάβει τα φώτα, σηκώνεται, τεντώνεται και ανακοινώνει την καθημερινή μας καταδίκη: Aufstehen ή πολύ συχνά στα πολωνικά: Wstawac.

» (…) H ξένη λέξη πέφτει σαν πέτρα στην ψυχή όλων μας. ‘Εγερτήριο: η απατηλή προστασία της ζεστής κουβέρτας, η λεπτή θωράκιση του ύπνου, η νυχτερινή αν και βασανιστική απόδραση, γίνονται κομμάτια και είμαστε ξανά και αμετάκλητα εκτεθειμένοι στην προσβολή, εντελώς γυμνοί και τρωτοί. Μια ακόμη μέρα αρχίζει, ίδια με όλες τις άλλες, τόσο μεγάλη που είναι αδύνατο να φανταστούμε το τέλος της, μας χωρίζουν τόσο κρύο, τόση πείνα, τόση κούραση…»

Αυτό το εφιαλτικό εγερτήριο Wstawac, αποτελεί τον κεντρικό άξονα ενός τρίτου ονείρου που καταγράφει ο Πρίμο Λέβι, μια πιο ολολοκληρωμένη εξελιξη του προηγούμενου· τούτο το όνειρο αναφέρεται στον καιρό της ειρήνης, τον καιρό μετά το Άουσβιτς, τα χρόνια μετά το Wstawac. Η αφήγησή του βρίσκεται στο «Ξύπνημα», το δέκατο έβδομο και τελευταίο κεφάλαιο της Ανακωχής· με αυτήν κλείνει το βιβλίο:

«Έφτασα στο Τορίνο στις 19 Οκτωβρίου, μετά από τριάντα έξι μέρες ταξιδιού. Το σπίτι ήταν όρθιο και στη θέση του. Όλοι οι συγγενείς ζούσαν, κανείς δεν με περίμενε. Ήμουν πρησμένος, αξύριστος και ρακένδυτος, και δεν δυσκολεύτηκαν να με αναγνωρίσουν. Ξαναβρήκα τη ζωτικότητα των φίλων μου, τη ζεστασιά του σίγουρου φαγητού, το χειροπιαστό της καθημερινής εργασίας, την απελευθερωτική χαρά της εξιστόρησης. Ξαναβρήκα ένα φαρδύ και καθαρό κρεβάτι που, το βράδυ, μετά από μια στιγμή τρόμου, παραδινόταν μαλακά κάτω απ’ το βάρος μου. Πέρασαν όμως αρκετοί μήνες, μέχρι να φύγει από πάνω μου η συνήθεια να περπατάω με το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα, όπως όταν έψαχνα κάτι για να φάω ή να το βάλω στη τσέπη μου για να το πουλήσω και να πάρω ένα κομμάτι ψωμί, και ένα όνειρο που με φοβίζει δεν σταμάτησε να με επισκέπτεται κατά διαστήματα, άλλοτε πυκνά και άλλοτε αραιά.

» Είναι ένα όνειρο μέσα σ’ ένα άλλο όνειρο, διαφορετικό στις λεπτομέρειές του αλλά πάντα ίδιο στην ουσία του. Βρίσκομαι στο τραπέζι με την οικογένειά μου ή με φίλους, στη δουλειά ή στην εξοχή, σ’ ένα χαλαρό και γαλήνιο περιβάλλον, απαλλαγμένο από εντάσεις και πόνους. Παρ’ όλα αυτά, νιώθω ένα αδιόρατο και βαθύ άγχος, την αίσθηση μιας επικείμενης απειλής. Πράγματι, όσο το όνειρο συνεχίζεται, σιγά σιγά ή βίαια, κάθε φορά και με διαφορετικό τρόπο, τα πάντα πέφτουν και γκρεμίζονται γύρω μου, το σκηνικό, οι τοίχοι, τα πρόσωπα και το άγχος μεγαλώνει. Βυθίζονται όλα στο χάος. Είμαι μόνος στο κέντρο μιας γκρίζας και θολής αβύσσου. Και ξαφνικά ξέρω τι σημαίνει αυτό, ξέρω επίσης ότι πάντα το γνώριζα. Βρίσκομαι ξανά στο Λάγκερ και τίποτε δεν ήταν αλήθεια έξω από το Λάγκερ. Τα υπόλοιπα ήταν σύντομες διακοπές ή μια πλάνη των αισθήσεων, ένα όνειρο: η οικογένεια, η φύση με τα λουλούδια, το σπίτι. Τώρα αυτό το εσωτερικό αυτό όνειρο, το όνειρο της ειρήνης τέλειωσε και στο εξωτερικό όνειρο που ακολουθεί παγερό, ακούω πάλι μια γνωστή φωνή, μια λέξη μόνο, όχι επιτακτική αλλά σύντομη και βαριά. Το πρόσταγμα που συνόδευε την αυγή στο Άουσβιτς, μια λέξη ξένη που τη φοβόμασταν και την περιμέναμε: έγερση, Wstawac.»

 

Ο Λέβι είναι βέβαιος: το παράγγελμα «Σήκω!» θα ξανακουστεί – και επαναλαμβάνει την βεβαιότητά του στο ποίημα με το οποίο αρχίζει η Ανακωχή του 1963. Γραμμένο στις 11 Ιανουαρίου του 1946 (την επέτειο ενός χρόνου από την είσοδό του στο αναρρωτήριο του Λάγκερ με οστρακιά, που εν τέλει αποδείχτηκε σωτήρια) το συστατικό ποίημα του βιβλίου γίνεται ο τίτλος του και συνάμα ο πρόλογός του – ανακωχή: δηλαδή ένα πρόσκαιρο διάλειμμα.

 

Ανακωχή

Ονειρευόμασταν στις άγριες νύχτες

όνειρα βίαια και πυκνά,

ονειρευόμασταν με την ψυχή και το σώμα

να γυρίσουμε, να φάμε, να εξιστορήσουμε.

Ώσπου αντηχούσε κοφτά, σιγανά

το πρόσταγμα που συνόδευε την αυγή

«Wstawać»

και ράγιζε την καρδιά μας.

Τώρα που ξαναβρήκαμε τα σπίτια μας,

τώρα που χορτάσαμε την κοιλιά μας

και οι αφηγήσεις μας στέρεψαν όλες,

σήμανε η ώρα

 Όπου να ’ναι θ’ ακούσουμε πάλι

το ξενικό πρόσταγμα:

«Wstawać». (στάβατς) (=σήκω)

 

Ο Πρίμο Λέβι έγραψε περίπου 140 ποιήματα στη διάρκεια της ζωής του. Τα ποιήματά του αναδεικνύουν την ευαισθησία του, την εμπειρία του ως επιζών του Ολοκαυτώματος και την εκτεταμένη του γνώση σε θέματα ανθρώπινης ψυχολογίας, επιστήμης και φιλοσοφίας. Τα ποιήματά του αναδεικνύουν τη συνεχή προσπάθειά του να κατανοήσει και να αντιμετωπίσει τις συνέπειες του πολέμου, του Ολοκαυτώματος και της ανθρώπινης ύπαρξης γενικότερα.

Η ποίηση του Primo Levi   έχει τα εξής χαρακτηριστικά:

  1. Προσωπική μαρτυρία και ντοκουμέντο: Ως επιζών του Ολοκαυτώματος, η ποίηση του Levi χρησιμεύει ως αφήγηση από πρώτο χέρι για τη φρίκη και τις αδικίες που βίωσε στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τα ποιήματά του μαρτυρούν τις φρικαλεότητες του Ολοκαυτώματος, παρέχοντας στους αναγνώστες μια οικεία και σπλαχνική κατανόηση του ανθρώπινου κόστους της γενοκτονίας.
  2. Εξερεύνηση του τραύματος και της μνήμης: Η ποίηση του Levi εμβαθύνει στην ψυχολογική και συναισθηματική επίδραση του Ολοκαυτώματος στους επιζώντες και στους απογόνους τους. Μέσα από τον στίχο του, καταπιάνεται με θέματα του τραύματος, της θλίψης, της ενοχής και του βάρους της μνήμης, προσφέροντας βαθιές γνώσεις για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του ιστορικού τραύματος σε άτομα και κοινότητες.
  3. Αντίσταση και Ανθεκτικότητα: Παρά το βαθύ σκοτάδι της θεματολογίας του, η ποίηση του Levi ενσαρκώνει επίσης θέματα αντίστασης και ανθεκτικότητας. Μέσα από τα λόγια του, γιορτάζει το αδάμαστο ανθρώπινο πνεύμα και την ικανότητα της ελπίδας, του θάρρους και της αξιοπρέπειας ακόμη και μπροστά σε αδιανόητα δεινά.
  4. Ηθικός προβληματισμός και ανθρωπισμός: Η ποίηση του Levi αντικατοπτρίζει τη βαθιά του δέσμευση στον ηθικό προβληματισμό και τις ανθρωπιστικές αξίες. Αντιμετωπίζει ζητήματα ηθικής, δικαιοσύνης και ευθύνης, προκαλώντας τους αναγνώστες να αντιμετωπίσουν την ηθική πολυπλοκότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και τις συνέπειες της αδιαφορίας, της προκατάληψης και του μίσους.
  5. Διασταυρώσεις με την Επιστήμη και τη Φιλοσοφία: Αντλώντας το υπόβαθρό του ως χημικός και διανοούμενος, η ποίηση του Levi συχνά εμπλέκεται με επιστημονικές και φιλοσοφικές έννοιες. Ο στίχος του εξερευνά τις τομές μεταξύ επιστήμης, ηθικής και ανθρώπινης ύπαρξης, εμπλουτίζοντας το λογοτεχνικό τοπίο με πολυδιάστατους στοχασμούς για τη φύση της πραγματικότητας, της γνώσης και του νοήματος.
  6. Παγκόσμια Συνάφεια και Μνήμη: Η ποίηση του Levi’s ξεπερνά το ιστορικό της πλαίσιο για να έχει απήχηση στους αναγνώστες σε όλο τον κόσμο. Μαρτυρώντας το Ολοκαύτωμα και τα επακόλουθά του, η ποίησή του συμβάλλει στο συνεχιζόμενο έργο της μνήμης, προκαλώντας το κοινό να αντιμετωπίσει τις κληρονομιές της γενοκτονίας, του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας στην επιδίωξη ενός πιο δίκαιου και συμπονετικού κόσμου.

Το Ad ora incerta συγκεντρώνει 63 ποιήματα και 10 μεταφράσεις που εκτείνονται σε 40 χρόνια, από το 1943 («Crescenzago») έως το 1984, όταν δημοσίευσε τα ποιήματά του τακτικά στο πολιτιστικό τμήμα της εφημερίδας του Τορίνο La Stampa.

Υπάρχουν ποιήματα που γράφτηκαν με θέρμη αμέσως μετά την επιστροφή του από το Άουσβιτς, όταν ένιωθε ακόμα να τον συντρίβει η εμπειρία του, και στη συνέχεια ποιήματα εμπνευσμένα αργότερα και διαποτισμένα από μία ηθική-διδακτική διάθεση. Ακολουθεί ο πρόλογος του Levi στην ανθολογία του.

 

Σε όλους τους πολιτισμούς, ακόμα και σε αυτούς που δεν έχουν ακόμη συγγραφείς, πολλοί, αρχαίοι και σκοτεινοί, νιώθουν την ανάγκη να εκφραστούν με στίχους, υπόκεινται επομένως σε αυτό και είναι επομένως ποιητικό υλικό, απευθυνόμενο στον εαυτό τους, στην εγγύτητα τους με το σύμπαν, εύρωστο ή περιορισμένα, αίτια ή εφήμερα.  Η ποίηση γεννήθηκε σίγουρα πριν από την πεζογραφία.  Που δεν έχει γράψει ποτέ στίχους

Ειμαι άνδρας.  Κι εγώ, κατά διαστήματα, σε μια αβέβαιη στιγμή, έχω υποκύψει στην παρόρμηση: προφανώς, είναι εγγεγραμμένο στη γενετική μας κληρονομιά και κάποιες στιγμές, η ποίηση μου φάνηκε πιο κατάλληλη από την επόμενη για τη μετάδοση ιδεών ή εικόνας.  Δεν μπορώ να πω γιατί και δεν το έχω σκεφτεί: γνωρίζω ελάχιστα τις θεωρίες της ποιητικής, διαβάζω ελάχιστα άλλα ποίηση, δεν πιστεύω στην ιερότητα της τέχνης και δεν πιστεύω καν ότι αυτά οι στίχοι μου είναι εξαιρετικοί.  Μπορώ μόνο να διαβεβαιώσω τον πιθανό αναγνώστη ότι σε ορισμένα ένστικτα (κατά μέσο όρο, όχι περισσότερο από μία φορά το χρόνο) τα μεμονωμένα ερεθίσματα έχουν λάβει μια συγκεκριμένη μορφή, την οποία το λογικό μισό μου συνεχίζει να θεωρεί αφύσικο

(Εισαγωγή του Π.Λ στον τόμο με την ποίηση)

 

Το ποίημα “Crescenzago” του Πρίμο Λέβι είναι ένα από τα ποιήματά του που αναφέρεται σε συγκεκριμένη τοποθεσία. Στο συγκεκριμένο ποίημα, ο Λέβι αναφέρεται στη γειτονιά Crescenzago στο Μιλάνο, την πόλη όπου μεγάλωσε και έζησε.

 

Crescenzago

 

Ίσως δεν το σκέφτηκες ποτέ,

Αλλά ο ήλιος ανατέλλει και στο Crescenzago.

Σηκώνεται και βλέπει αν δει ποτέ λιβάδι,

Ή ένα δάσος, ή ένα λόφο, ή μια λίμνη.

Και δεν τα βρίσκει, και με άσχημο πρόσωπο

Αντλεί ατμό από το ξηρό Naviglio.

 

Από τα βουνά ο άνεμος έρχεται δυναμικά,

Ελεύθερο το άπειρο τρέχει σιγανά .

Όταν όμως βλέπει αυτή την καμινάδα

Ο αρουραίος γυρίζει και τρέχει μακριά,

Γιατί ο καπνός είναι μαύρος και δηλητηριώδης

Ότι ο άνεμος φοβάται ότι θα του κόψει την ανάσα.

 

Οι γριές κάθονται να περάσουν τις ώρες

Και να αριθμούν τη βροχή όταν πέφτει.

Τα πρόσωπα των παιδιών έχουν το χρώμα

Της νεκρής σκόνης των δρόμων,

Και εδώ οι γυναίκες δεν τραγουδούν ποτέ,

Αλλά το τραμ σφυρίζει βραχνά και επιμελώς.

 

Στο Crescenzago υπάρχει ένα παράθυρο,

Και πίσω από ένα κορίτσι ξεθωριάζει.

Έχει πάντα τη βελόνα και την κλωστή στο δεξί του χέρι,

Ράβει και επιδιορθώνει και πάντα παρακολουθεί την ώρα.

Και όταν έρθει η ώρα να βγει

Αναστενάζει και κλαίει και αυτή είναι η ζωή του.

 

Όταν η σειρήνα ηχεί τα ξημερώματα

Σέρνονται από τα ατημέλητα κρεβάτια.

Βγαίνουν στους δρόμους με το στόμα γεμάτο,

Τα μαύρα μάτια και τα αυτιά που βουίζουν,

Τα λάστιχα του ποδηλάτου φουσκώνουν

Και ανάβουν μισό τσιγάρο.

 

Από το πρωί μέχρι το βράδυ πάνε βόλτα

Ο σκοτεινός μαύρος ατμοστρωτήρας λαχανιάζει,

Ή μένουν όλη μέρα παρακολουθώντας

Τον δείκτη του ρολογιού που τρέμει στο καντράν.

Κάνουν έρωτα ένα Σάββατο βράδυ

Στο λάκκο του σπιτιού του οδηγού.

 

Η ποίηση του Λέβι περιγράφει, παίζει με τις λέξεις, εκτοξεύεται προς μακρινές γεωγραφίες και προς ιστορίες βυθισμένες στο μύθο. Οι μεταφραστικές ασκήσεις αφορούν έναν ανώνυμο Σκοτσέζο του δέκατου έβδομου αιώνα, τον Ράντγιαρντ Κίπλινγκ και κυρίως -οκτώ στα δέκα κείμενα- τον Χάινριχ Χάινε: εκδοχές, όπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας, «περισσότερο μουσικές παρά φιλολογικές και μάλλον ψυχαγωγικές παρά επαγγελματικές».  Ο ποιητής Τζιοβάνι Ραμπόνι γράφει για τον Λέβι:

 

«[…] μου φαίνεται ότι η ποιητική γραφή του Levi έχει, από την αρχή […], την ίδια σοβαρή ηθική οξυδέρκεια, την ίδια δύναμη μνήμης, προειδοποίησης και ευσέβειας, που την καθιστούν τόσο ουσιαστική, τόσο δίκαιη, τόσο φυσικά αξέχαστη είναι η πεζογραφία του. […]

 

Στο επόμενο ποίημα, ο Levi απεικονίζει τον επιζώντα ως κάποιον που έχει επιστρέψει από τη φρίκη του Ολοκαυτώματος, αλλά αγωνίζεται να επανενταχθεί στην καθημερινή ζωή. Ο επιζών στοιχειώνεται από αναμνήσεις ταλαιπωρίας και απώλειας, ανίκανος να διατυπώσει πλήρως το βάθος των εμπειριών του στους άλλους. Το ταξίδι επιστροφής στην κανονικότητα απεικονίζεται ως επίπονο και αποπροσανατολιστικό, με τον επιζώντα να νιώθει αποκομμένος από τον κόσμο γύρω του.

Ο Levi αιχμαλωτίζει την αίσθηση της αποξένωσης και της απομόνωσης του επιζώντα, αντιπαραβάλλοντας τη ζοφερή του χειμώνα με τη ζεστασιά και την οικειότητα της οικογενειακής ζωής. Παρά τις προσπάθειες του επιζώντος να ξαναρχίσει μια κανονικότητα, τους στοιχειώνει το φάσμα του τραύματος και η επιθυμία να επιστρέψουν στη λήθη του ύπνου.

Το ποίημα τελειώνει σε μια νότα αμφιθυμίας, με τον επιζώντα να σύρεται πίσω στη μοναξιά της νύχτας και στην απεραντοσύνη του σύμπαντος. Υποδηλώνει μια αέναη ένταση μεταξύ της επιθυμίας του επιζώντος για σύνδεση και της λαχτάρας του για απόδραση από τα βάρη της μνήμης και του πόνου.

Συνολικά,  “Ο Επιζήσας” αντικατοπτρίζει τη βαθιά κατανόηση του Levi για τις ψυχολογικές πολυπλοκότητες της επιβίωσης και τη διαρκή κληρονομιά του τραύματος στις ζωές εκείνων που έζησαν το Ολοκαύτωμα.

 

O επιζήσας

 

στον Μπ. Β. *

 

Από τότε κι έπειτα, σ’ αβέβαιην ώρα

κείνη η αγωνία επιστρέφει

κι ωσότου η φριχτή μου η ιστορία ειπωθεί

τούτη η καρδιά μου καίει μες στα σωθικά μου.

Samuel Coleridge (1772-1834)

 

Ξαναβλέπει των συντρόφων τα πρόσωπα,

σκοτεινιασμένα μες στο πρώτο φως,

γκρίζα απ’ την ασβεστόσκονη,

δίχως να ξεκρίνονται καθαρά μες στ’ αγιάζι,

βαμμένοι με θάνατο μέσα σ’ ανήσυχους ύπνους:

σαλεύουνε τη νύχτα οι μασέλες τους

κάτω απ’ τη βαριά σκιά του ονείρου

κι ανύπαρκτο μασούν γογγύλι.

«Πίσω μου πάτε, έξω από δω, άνθρωποι βυθισμένοι,

φύγετε. Κανένανε δεν παραγκώνισα,

κανενός δεν έκλεψα το ψωμί,

κανείς στη θέση μου δεν πέθανε. Κανείς.

Γυρίστε πίσω στην ομίχλη σας.

Δεν είναι φταίξιμο δικό μου αν ζω κι ανασαίνω,

τρώγω και πίνω, ντύνομαι και κοιμάμαι.»

 

(* ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΟ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΜΠΡΟΥΝΟ ΒΑΖΑΡΙ (1911-2007))

 

Στο επόμενο ποίημα, ο Levi αποχαιρετά τους φίλους του, χρησιμοποιώντας τον όρο «φίλοι» με την ευρεία έννοια για να συμπεριλάβει όλους εκείνους που υπήρξαν σημαντικοί στη ζωή του, είτε μέλη της οικογένειας, συμμαθητές ή περιστασιακοί γνωστοί. Το ποίημα αντικατοπτρίζει την ανθρώπινη σύνδεση και την αμοιβαία επιρροή που έχουν οι φίλοι ο ένας στον άλλον σε όλη τη διάρκεια της ζωής. Τελειώνει με μια ευχή για ειρήνη και γαλήνη για όλους τους φίλους του, επικαλούμενος την ηρεμία και τη γλυκύτητα του φθινοπώρου ως μεταφορά για μια ειρηνική και γεμάτη περίοδο ζωής.

 

Στους φίλους μου

 

Αγαπητοί φίλοι, εδώ λέω φίλοι

Με την ευρεία έννοια της λέξης:

Σύζυγος, αδελφή, σύντροφοι, συγγενείς,

Συμμαθητές και συνοδοί,

Άνθρωποι που συναντήθηκαν μόνο μια φορά

Ή πέρασαν μαζί μια ζωή:

Αρκεί που μεταξύ μας, έστω για μια στιγμή,

σχεδιάστηκε ένα κομμάτι,

Ένα καλά καθορισμένο σχοινί.

Μιλώ για σας, σύντροφοι μιας πυκνής πορείας,

όχι στερημένης από κούραση,

Και για σας που έχετε χάσει

την ψυχή, το πνεύμα, τη θέληση για ζωή:

Ή κανένας, ή κάποιος, ή ίσως μόνο ένας, ή εσύ

Που με διαβάζεις: θυμήσου την ώρα,

Πριν σκληρύνει το κερί,

τότε που ο καθένας ήταν σαν σφραγίδα.

Ο καθένας μας κουβαλά το αποτύπωμα

Από τον φίλο που συνάντησε στον δρόμο του.

Στο καθένα το ίχνος του καθενός.

Για καλό ή για κακό

Στη σοφία ή στην ανοησία

Κάθε ένα σφραγισμένο από όλους.

Τώρα που ο χρόνος κλείνει,

που οι πράξεις έχουν τελειώσει,

Σε όλους σας η χαμηλόφωνη ευχή

Αυτό το φθινόπωρο να είναι μακρύ και ήπιο.

 

 

Το Buna είναι ένα ποίημα γραμμένο από τον Primo Levi, που αναφέρεται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Buna-Monowitz όπου ο Levi κρατήθηκε αιχμάλωτος κατά τη διάρκεια του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό το ποίημα αποτυπώνει τη σκοτεινή πραγματικότητα της ζωής στο στρατόπεδο συγκέντρωσης και τη βαθιά ταλαιπωρία που βιώνουν οι τρόφιμοι του. Απεικονίζεται ζωντανά η αίσθηση απόγνωσης και απελπισίας που διαπέρασε τη ζωή στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το ποίημα στοχάζεται στη βαρβαρότητα της ύπαρξης στο Buna-Monowitz, όπου οι τρόφιμοι αντιμετώπιζαν συνεχή υποβάθμιση, βία και απανθρωποποίηση. Η «ώρα» που περιγράφεται στο ποίημα συμβολίζει την αδυσώπητη σκληρότητα του περιβάλλοντος του στρατοπέδου, που αφαιρεί κάθε όψη ανθρωπιάς και δεν αφήνει στα θύματά του τίποτα άλλο παρά μόνο βάσανα και απελπισία.

Το «Buna» στέκεται ως μαρτυρία της ανθεκτικότητας του ανθρώπινου πνεύματος απέναντι στην αφάνταστη σκληρότητα, ενώ ταυτόχρονα μαρτυρά τις θηριωδίες του Ολοκαυτώματος.

 

 BUNA

 

Un’ora che squarcia gli uomini e le loro ultime speranze

E non sa parlare

E non ha chi gli dia il buon giorno

E non si sazierà più.

Un’ora che non domanda

Perché e perché proprio io,

Perché proprio ora e a che scopo,

E non trova risposta.

Un’ora che non si può scrivere

Sulla carta di rapporto,

Perché non si spiega

Se non con lacrime.

 

Μια ώρα που σκίζει τους άντρες και τις τελευταίες τους ελπίδες

Και δεν μπορεί να μιλήσει

Και δεν έχει κανέναν να του πει καλημέρα

Και δεν θα είναι ποτέ ξανά ικανοποιημένος.

Μια ώρα που δεν ζητάει

Γιατί και γιατί εγώ,

Γιατί τώρα και για ποιο σκοπό,

Και δεν βρίσκει απάντηση.

Μια ώρα που δεν γράφεται

Στην κάρτα αναφοράς,

Γιατί δεν μπορεί να εξηγηθεί

Παρά μόνο με δάκρυα.

 

 

Da memorizzare

 

Dobbiamo memorizzare

Ma non per amore

Né per dovere, bensì affinché non

Dimentichiamo

E per avvertire gli altri.

 

Για να θυμόμαστε    

 

Πρέπει να απομνημονεύσουμε

Όχι όμως για αγάπη

Ούτε από καθήκον

αλλά για να μην ξεχνάμε

Και για να προειδοποιήσουμε τους άλλους.

 

Το ποίημα “Da memorizzare” χρησιμεύει ως μια οδυνηρή υπενθύμιση της διαρκούς σημασίας της μνήμης και της επιτακτικής ανάγκης να αντιμετωπίσουμε και να διδαχθούμε από τα πιο σκοτεινά κεφάλαια της ανθρώπινης ιστορίας.

 

Συνοψίζοντας, η ποίηση του Primo Levi κατέχει κεντρική θέση στη λογοτεχνία του Ολοκαυτώματος και στην ανθρωπιστική έκφραση, προσφέροντας βαθιές γνώσεις για την ανθρώπινη κατάσταση, την ηθική πολυπλοκότητα του ιστορικού τραύματος και τη διαρκή αναζήτηση κατανόησης, δικαιοσύνης και συμφιλίωσης στον απόηχο της θηριωδίας. Μέσω του στίχου του, ο Levi συνεχίζει να εμπνέει τους αναγνώστες να αντιμετωπίσουν το παρελθόν, να τιμήσουν τη μνήμη των θυμάτων και να εργαστούν για ένα μέλλον ενσυναίσθησης, αλληλεγγύης και ειρήνης.

Θα κλείσουμε με το πιο εμβληματικό ποίημα του Λέβι που προτάσσεται του ομώνυμου βιβλίου, «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος»:

 

Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος

Εσείς που ήσυχοι ζείτε στο ζεστό σας σπίτι                                                                                           και το βράδυ γυρνώντας θα βρείτε                                                           

φαγητό και πρόσωπα φίλων.

Σκεφτείτε εάν αυτό είναι ο άντρας

Αυτός  που δουλεύει στη λάσπη

που δεν ησυχάζει ποτέ που παλεύει για λίγο ψωμί

που πεθαίνει για ένα ναι ή ένα όχι.

Σκεφτείτε εάν αυτό είναι η γυναίκα

Αυτή που έχασε  τ’ όνομά της, τα μαλλιά της                                                                                 

τη δύναμη να θυμάται

κρύο το στήθος άδεια τα μάτια

Σαν βάτραχος τον χειμώνα

Σκεφτείτε αν αυτό έχει συμβεί 

τις λέξεις αυτές σας ορίζω

γράψτε τις στην καρδιά σας στο σπίτι, στο δρόμο                                                                              πριν κοιμηθείτε όταν ξυπνάτε

επαναλάβετέ τις στα παιδιά σας.

Ή

-Το σπίτι σας να ερημώσει 

– η αρρώστια να σας καταβάλει

– οι γιοί σας να σας απαρνηθούν.

 

 
[1] Primo Levi, Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, μτφρ. Χαρά Σαρλικιώτη, εκδόσεις Άγρα, 1997, σελ. 14.
[2]  Oι περισσότερες βιογραφικές πληροφορίες αντλήθηκαν από το https://el.m.wikipedia.org.
[3] Οντέτ Βαρών Βασάρ, «Πρίμο Λέβι: τριάντα χρόνια μετά» στο the book’s journal, 83 (Δεκέμβριος 2017)
https://www.academia.edu/36124397/%CE%A0%CF%81%CE%AF%CE%BC%CE%BF_%CE%9B%CE%AD%CE%B2%CE%B9_%CE%A4%CF%81%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B1_%CF%87%CF%81%CF%8C%CE%BD%CE%B9%CE%B1_%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%AC
[4] Πηγή πληροφοριών: «Ο αιώνας του Πρίμο Λέβι» στο Τσβετάν Τοντορόφ, Μνήμη του κακού, πειρασμός του καλού. Στοχασμοί για τον αιώνα που έφυγε, μτφρ. Κώστας Κατσουλάρης, επιμ. Στρατής Μπουρνάζος, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2003, σελ. 267-268

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.