Πόσους χαμούς μπορείς ν’ αντέξεις;
Χαμός λέει στην πόλη Όρσκ. Τόνοι νερού κινδυνεύουν να πνίξουν χιλιάδες κατοίκους της, λόγω δημιουργίας ρήγματος σε φράγμα στα Ουράλια όρη, έλεγαν στις ειδήσεις, όπως έφταναν στ’ αυτιά μου μέσα από τ’ ακουστικά.
Χαμός και με κείνο το ποίημα που είχα γράψει και με βασάνιζε· ποιες λέξεις να κρατήσω, ποιες να πετάξω, πόσο να ράψω, πόσο να ξηλώσω. Το δίπλωνα, το ξεδίπλωνα, το χαρτί είχε αρχίσει να εμφανίζει έντονα σημεία φθοράς, στις ραφές ήταν ήδη ξεφτισμένο, τα γράμματα κι οι λέξεις που βρίσκονταν εκεί ψυχορραγούσαν και σκεφτόμουν μήπως τελικά αυτό σηματοδοτούσε το μέλλον τους.
Χαμός και στην πλατεία Εμπορίου, στη Θεσσαλονίκη, παρά το γεγονός ότι ήταν 6 το απόγευμα. Για καφέ είχαμε πει να συναντηθούμε εκεί με την Κοκό, όχι τη Σανέλ, εκείνη δεν την γνώριζα προσωπικά, την άλλη, τη φίλη μου, τη μαστόρισσα στην ποίηση και στην αρχιτεκτονική, με το εκλεπτυσμένο γούστο και το καθαρό πρόσωπο. Ως συνήθως έφτασα νωρίτερα. Πάντα πηγαίνω νωρίτερα στα ραντεβού. Θέλω να κατοπτεύσω τον χώρο με την ησυχία μου, να τον μυρίσω, να του δώσω την αξία που τού πρέπει μέσα μου. Ένα γύρω από την πλατεία βρίσκονταν τα διάφορα καφέ. Κυκλικά και προστατευτικά είχαν αραδιάσει τα τραπεζάκια τους. Οι θαμώνες απολάμβαναν τον καφέ τους. Οι μουσικές ξεχύνονταν άτακτα από παντού, κι ανακατεύονταν σαν κακοψημένες πίτες. Παρά το ακατάλληλο της ώρας κανα δυο steak house ετοίμαζαν τα πρώτα κρεατικά τους. Δέλεαρ κυρίως για τους τουρίστες ή και για κάποιους που θα θελαν να νοστιμίσουν τη μέρα τους πριν κλειστούν πάλι στα σπίτια τους, για την επερχόμενη επανάληψη της καθημερινότητας.
Χαμός μεγάλος επίσης στον ουρανό από σύννεφα που, καθώς περίμενα την Κοκό με το χαρτί στο χέρι ν’ ανεμίζει αμήχανα σαν ξεχασμένη σημαιούλα σε παρέλαση, γρήγορα τον σκέπασαν κι έγινε μαύρος σαν μολύβι. Στην αρχή μικρές, μετά μεγαλύτερες και στο τέλος ένας κρουνός από σταγόνες κατέκλυσε τον χώρο. Μία βροχή βαριά και δυνατή ξέσπασε πάνω μας φερμένη απ’ το φράγμα; απ’ του Θεού τις άγνωστες βουλές; Θυμήθηκα το έργο αρ.28, Νο 15 σε Ρεb μείζονα του Σοπέν κι εκείνη τη νότα Λα ύφεση που κουδούνιζε στο κεφάλι του μεγάλου μουσουργού σαν βρόχινη σταγόνα και μετά το μαρτύριο των Κινέζων με την σταγόνα που πέφτει σιγά και ρυθμικά στο κεφάλι τους μέχρι να τρελαθούν. Και πριν τρελαθώ κι εγώ, κρύφτηκα κάτω από ένα στέγαστρο, παρατηρώντας όμως με τρόμο την εξαφάνιση των λέξεων που γίνονταν στόχος των βροχοσταγόνων. Και σκεφτόμουν ότι, αν αυτό συνεχιζόταν, το ποίημα θα οδηγούνταν σε βέβαιο θάνατο.
Ο μεγαλύτερος χαμός όμως ακολούθησε, όταν η Κοκό, φτάνοντας στο ραντεβού, με τράβηξε στο καφέ και παρήγγειλε μία ζεστή σοκολάτα κι ένα ποτήρι νερό. Στην αγωνία μου να συνέλθω, πήγα να πιάσω το φλιτζάνι. Χτύπησα πάνω στο ποτήρι, αυτό έχασε την ισορροπία του, το περιεχόμενο χύθηκε μισό πάνω στο τραπέζι, μισό πάνω μου, ποτίζοντας στο διάβα του το ήδη ταλαιπωρημένο χαρτί με το ποίημα. Ήμουν έτοιμη να ουρλιάξω. Τότε η μαστόρισσα Κοκό επενέβη. Με ψυχραιμία το έπιασε, το τίναξε να φύγει η περίσσια του νερού, το σκούπισε μ’ ένα χαρτομάντιλο, το έστρωσε με το χέρι της κι ύστερα… ύστερα, ξεκόλλησε με προσοχή μία μία τις λέξεις με τις άκρες των δαχτύλων της. Τις τοποθέτησε σε δύο στήλες. Τις έχτισε ανάμεσα σε δύο οριζόντιες, τρεις κάθετες και με το κομψό της στυλό, το γεμάτο ασημένια σκαλίσματα, ίδιο χειροποίητο δαμασκηνό μαχαίρι, συμπλήρωσε τα κενά ψάχνοντας ταιριαστά σύμφωνα και φωνήεντα, ακουστικές αλληλουχίες, σύμφωνες ομοιοκαταληξίες, εναλλάσσοντας κεφαλαία με μικρά. Από πάνω τους τοποθέτησε δύο καμπύλες σαν θόλο για να προστατεύσει την ακριβή τους ομορφιά, κλειδώνοντας τες στο σημείο, το χάιδεψε όπως το μικρό παιδί το ακριβό του παιχνίδι, το κοίταξε μερικές φορές ακόμα και μου είπε: “Τώρα διάβασέ το”. Είδα το ποίημα να λάμπει με μια ενέργεια και φρεσκάδα λες και τού είχες κάνει μπότοξ. Έμεινα να το κρατώ σαν πολύτιμο κέντημα παραδοσιακής αξίας. Αγκάλιασα την Κοκό.
Ο τόπος μετά τη δυνατή βροχή είχε καθαρίσει. Μία απαστράπτουσα φωτεινότητα κυριαρχούσε στον χώρο. Οι χαμένες λέξεις που είχαν εγκλωβιστεί στις τελευταίες βροχοσταγόνες, μού φάνηκε ότι σπίθιζαν σαν μικρά διαμαντάκια.
∞