Το εν λόγω βιβλίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πολιτικό, κατά την έννοια του τρόπου κατανομής της εξουσίας και σε ποιο βαθμό αυτός επηρεάζει τις κοινωνικές συμβάσεις.
Μία νέα γυναίκα, φυλακισμένη σ’ένα σώμα που δεν αναγνωρίζει ως δικό της, (“ένοιωθα πως είμαι μια απάτη,” αναφέρει) και με αφορμή κάποια όνειρα που βλέπει με τον Χίτλερ που την στοιχειώνουν, προσπαθεί, μέσα από μία εξομολόγηση στον γυναικολόγο της, στον οποίο έχει καταφύγει προκειμένου να προχωρήσει σε μία εγχείρηση αλλαγής φύλου, και σε μία εντελώς άβολη στάση, μέσα από έναν καταιγιστικό μονόλογο, να καταγράψει, αναλύσει αλλά και να συμφιλιωθεί, με όπλα το χιούμορ και τον καυστικό σαρκασμό, τόσο με την γερμανική της καταγωγή- κατατρύχεται από τους εφιάλτες που δημιούργησε η χώρα της σκορπίζοντας τον όλεθρο εξαιτίας του Ολοκαυτώματος-, όσο και με τους γεννήτορές της, την κοινωνία και τις συμβάσεις της:
-Κατ’ αρχάς με τη μάνα της που τη γέννησε με καισαρική καταστρέφοντας έτσι το σώμα της που έγινε δύσμορφο και αποκρουστικό.
-Με τον πατέρα της, έναν άβουλο άντρα.
-Τον χαμένο της αδερφό που θα ήθελε να είναι αυτός, απεκδυόμενη την λανθασμένη όπως λέει επιλογή της φύσης να την κάνει κορίτσι, αφού ποτέ δεν ένοιωσε έτσι.
-Την ασχήμια του κορμιού της που θεωρεί υπεύθυνη τη μητέρα της γι αυτό, την οποία αυτή ασχήμια παραλληλίζει με το σώμα του Χίτλερ -τον αποκαλεί “κοντό”- καταρρίπτοντας έτσι τον μύθο της Αρίας φυλής.
Την κοινωνία και τις συμβάσεις της που θέλουν:
-τη γυναίκα να επιτελεί τον ρόλο της στη ζωή μόνο μέσω της εγκυμοσύνης,
-τη γυναίκα που οφείλει ν’ ακολουθεί συγκεκριμένα πρότυπα ενδυμασίας, συμπεριφοράς, τη γυναίκα που μοιάζει μ’ εκείνα τα μαλακά γερμανικά κέικς,
-τη γυναίκα που αποτελεί δευτερεύον στοιχείο της κοινωνίας, σ’έναν κόσμο που είναι φτιαγμένος από άντρες οι οποίοι δικαιωματικά μπορούν να ικανοποιούν τις ανάγκες τους,
-τη γυναίκα ως διακοσμητικό στοιχείο. Παρομοιάζει την μητέρα της με τσαλαπετεινό.
Καταγγέλλει την ανόητη και χωρίς νόημα στάση του “κοντού” να εξουδετερώσει κάτι που δεν τον απειλούσε (οι Εβραίοι), αλλά και την αδιαφορία της Γερμανίας “να περισώσει την αίγλη κάποιας χαμένης αυτοκρατορίας”.
Καταγγέλλει την παρακμή, κάνοντας ευθεία αναφορά
-στο Χόλυγουντ που θα μπορούσε να γυρίσει ταινίες με την πλέον ευφάνταστη θεματολογία σχετική με τον Χίτλερ, με μοναδικό στόχο το κέρδος
-στη Νυρεμβέργης, μία βιομηχανική πόλη στην οποία ο πατέρας της πήγαινε μία φορά τον χρόνο για να ενημερωθεί για την τεχνολογική εξέλιξη των πλυντηρίων
-στις μηχανές του σεξ,
-στα ρομπότ και τη δυναμική εισβολή τους στη ζωή μας,
-στη βιομηχανία της ευτυχίας
Ασκεί κριτική στον Ζέμπαλντ, ίσως άδικα, το θέατρο ως μέσον εξαπάτησης, για να ολοκληρώσει τον κύκλο των καταγγελιών της, προς το τέλος του βιβλίου, με την φράση “είμαστε οι αμαρτίες των άλλων” ως ορισμό και καθορισμό των επιλογών μας.
Το βιβλίο κλείνει με μία εκπληκτική εικόνα ηρεμίας γύρω από το Άουσβιτς, στον τελευταίο πριν από το στρατόπεδο σταθμό, όπου ο προπάππους της και χρηματοδότης της επέμβασης που θέλει να πραγματοποιήσει, εκτελούσε τα καθήκοντα του απλού και ήσυχου σταθμάρχη.
Η συγγραφέας δανείζει στοιχεία της δικής της ζωής στην ηρωίδα του βιβλίου της· είναι γεννημένη στη Γερμανία ενώ ζει και εργάζεται στο Λονδίνο.
Το μυθιστόρημα γράφτηκε στ’ αγγλικά και μεταφράστηκε από τον Δημήτρη Καρακίτσο.
Ένα μικρό σε διαστάσεις βιβλίο που συνδιαλέγεται έντιμα με μεγάλα και δύσκολα θέματα.
Μαρία Βέρρου
——————–