Ο Πολ Όστερ γράφει ένα βιβλίο· ή μήπως περισσότερα; Όταν χώνεσαι στην αναγνωστική κρύπτη του νομίζεις ότι κολυμπάς κάτω απ’ το νερό, εκεί όπου ο χρόνος, με τραυματισμένη συνοχή σε ρουφάει, αποσβένοντας κάθε δύναμη αντίστασης, για να σε οδηγήσει εκεί όπου αυτός θέλει. Έτσι, γίνεται ένα με τον εβδομήντα ενός ετών Μπαουμγκάρντερ, τον ήρωα του βιβλίου του που κάθεται στο γραφείο του και ξεκινά να διηγείται μια ιστορία. Η καθημερινότητά του όμως τελεί υπό σύγχυση, εξαιτίας του θανάτου της αγαπημένης του γυναίκας Άννα. Ο κόσμος του έχει καταρρεύσει, η παρουσία της μέσα στο σπίτι είναι έντονη, την φαντάζεται, την ακούει, μετακινείται στους χώρους αναζητώντας την, ενώ παράλληλα τού συμβαίνουν και διάφορα ατυχήματα· ένα στην κουζίνα του σπιτιού, ένα στη γυναίκα που τού καθαρίζει, ένα στον ίδιο, ανοίγοντας έτσι ένα στοχαστικό μονοπάτι διερεύνησης θεμάτων που αφορούν τη ζωή, τον θάνατο, τη μνήμη. Παράλληλα, μας παρουσιάζει ένα ένα τα πρόσωπα του περιβάλλοντός του, αρχής γενομένης από την στρυφνή μικρή του αδερφή Ναόμι, από την οποία περιμένει τηλεφώνημα. Η ανημποριά, σωματική και ψυχική, στην οποία τον έχουν οδηγήσει τα ατυχήματα μέσα στο σπίτι, τον καθηλώνει ενώ ταυτόχρονα, εναλλάσσοντας το ένχρονο με το άχρονο, οδηγεί τη σκέψη του σ’ένα ταξίδι στο παρελθόν για να επιλέξει, από την απώτερη άκρη της μνήμης, κομμάτια της ζωής του. Σημαίνουσες αλλά και αδιόρατες λεπτομέρειες ανασύρονται από την καταβύθιση στον χάρτινο κόσμο της Άννα,- συγγραφέας κι η ίδια χωρίς όμως κραυγαλέα παρουσία- φωτίζοντας καταστάσεις κι εξηγώντας γεγονότα, τόσο της κοινής τους ζωής όσο και του χαρακτήρα της αγαπημένης του, στη σκιά της οποίας, μετά τον θάνατό της, ζει, προσπαθώντας να διαχειριστεί “το σύνδρομο μέλους φαντάσματος”, όπως το αποκαλεί.
Η ζωή του βρίσκεται σε μία συνεχή διαδικασία συγκρούσεων. Από τη μια η αγάπη για την Άννα και η αναζήτηση λύτρωσης από το τραύμα που άφησε ο ξαφνικός της θάνατος κι από την άλλη η ανάγκη του για ζωή, γι αλλαγή πλεύσης, γι αναζήτηση ενός νέου συντρόφου.
Μέσα από ένα ιδιαίτερο εμβόλιμο κείμενο, η συγγραφική του έμπνευση μας οδηγεί στο Στανισλάβ, την πόλη καταγωγής του στη Πολωνία, για να μας μιλήσει για τους γονείς του, το στρατόπεδο εξόντωσης Μπελζέκ, αλλά και ν’ αναπτύξει, με τρόπο μαγικό, τις σκέψεις του για όλες τις αγωνίες που βιώνει ο άνθρωπος, όχι μόνο τις υπαρξιακές, όπως η τυχαιότητα ή η μεταθάνατον ζωή αλλά και τις κοινωνικοπολιτικές, γιατί “ο κόσμος είναι μία κόκκινη φλόγα που καίει στην επιφάνεια των βλεφάρων του”.
Το βιβλίο εστιάζει σε δύο καίρια θέματα: αυτό της μνήμης (γιατί κάποια πράγματα τα θυμόμαστε και κάποια άλλα όχι, αναρωτιέται) κι αυτό της αναγκαιότητας αρμονικής συνύπαρξης των ανθρώπων μεταξύ τους, ανάγοντας την αλληλεξάρτηση ως κοινό τόπο αλληλενέργειας.
Ένας Όστερ στα καλύτερά του, να μιλάει με ευαισθησία για τον άνθρωπο, συγχωρητικός απέναντί του ακόμα κι όταν ζητά την καταδίκη σε θάνατο της γιαγιάς Μίλι που εγκατέλειψε τη κόρη της, έτσι απλά, σαν να ήταν “ένα χνούδι που βρώμιζε τη σατέν επιφάνεια του φορέματός της”. Σαν να μας αφήνει μία παρακαταθήκη μ’ αυτό το βιβλίο και μία παραίνεση ταυτόχρονα, αφού το αμετάκλητο του θανάτου δεν επιτρέπει παρά μόνο όσο ζούμε να διορθώσουμε ή να συμφιλιωθούμε με τους δαίμονές μας.
Με χιούμορ, σαρκασμό, γλυκιά απαντοχή και εγκαρτέρηση μάς αποχαιρετά, κλείνοντας μας όμως ένα ραντεβού με την αθανασία.
Μαρία Βέρρου