Με τον κ. Μπάμπη Σαραντίδη γνωριζόμαστε από τα μαθητικά μου χρόνια, στο 1ο ΓΕΛ Κερατσινίου. Τότε μάλιστα, είχα διαβάσει την πρώτη του ποιητική συλλογή <<ex nihilo>> στα πλαίσια μιας σχολικής εργασίας για την οποία του πήραμε συνέντευξη, ως ποιητή, μαζί με τους συμμαθητές μου. Ο Μπάμπης Σαραντίδης ξεχώριζε πάντα για τη γλυκύτητα και τις ευαισθησίες του. Διαβάζοντας τώρα το καινούριο του έργο <<ο κύκλος της Απώλειας>>, ένιωσα ικανοποίηση που υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που στους αντιποιητικούς καιρούς που διανύουμε, όχι μόνο γράφουν ποίηση, όχι μόνο αγγίζουν κοινωνικά θέματα μέσω αυτής, αλλά και βρίσκονται στο χώρο της εκπαίδευσης επηρεάζοντας, προβληματίζοντας και ευαισθητοποιώντας τα νέα παιδιά.
Η σπουδαιότερη αρετή αυτής της ποιητικής συλλογής θα έλεγα ότι είναι ο απλός λόγος με τον οποίο προσεγγίζει τα θέματα που μας απασχολούν και μας προβληματίζουν όλους, σε υπαρξιακό και κοινωνικοπολιτικό επίπεδο. Τα μεγάλα, τα ωραία και τα αληθινά της ζωής, αποτυπώνονται με καθαρότητα λόγου, είναι προσιτά για όλους, και αυτό είναι πολύ σημαντικό ειδικά για τα νέα παιδιά που δυσκολεύονται ίσως να κατανοήσουν το Ρίτσο, τον Ελύτη, το Σεφέρη, αλλά θέλουν και πρέπει να έρθουν σε επαφή με την ποίηση.
Συγκεκριμένα, το έργο πραγματεύεται την απώλεια σε διάφορα επίπεδα, της προσωπικής και της κοινωνικής ζωής. Κυριαρχεί η μελαγχολική διάθεση, από την οποία όμως δε λείπει και η ελπίδα.
<<Μ’αρέσει να αποδομώ
τα κεκτημένα να διαλύω
Στη θέση τους να εναποθέτω
Κομμάτια σκόνη…
Ίσως κάποτε και μικρά
θραύσματα μιας ανεπαίσθητης ελπίδας>>
Γράφει στο ποίημά του <<Αποδόμηση>>.
Η απώλεια, ο πόνος, η ματαίωση καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος της ζωής μας, όμως,με αυτό τον τρόπο, σύμφωνα με τον ποιητή, γίνονται πιο ξεχωριστές οι χαρούμενες στιγμές και γεννιέται η ελπίδα μιας νέας συνάντησης, μιας προσωπικής ή κοινωνικής αλλαγής.
Το πρώτο που μας έρχεται στο μυαλό στο άκουσμα της λέξης << απώλεια>> είναι ο χαμός ενός αγαπημένου προσώπου. Η πιο οδυνηρή απώλεια είναι αυτή της μητέρας, στην οποία ο ποιητής αποτίει φόρο τιμής στο πρώτο μέρος του βιβλίου με δύο ποιήματα που αγγίζουν βαθιά την ψυχή. << Όταν σβήνει η μέρα, όταν φεύγει μια ανάσα, κλείνει στα μάτια της μητέρα, τα δικά σου τα μάτια>>. Η μητέρα, που έζησε <<ήρεμα>>, <<γλυκά>> παλεύοντας καθημερινά σε χρόνια δίσεκτα κι ανόσια και έγινε για εμάς η απαραίτητη ανάσα, άφησε το ιερό αποτύπωμά της σε αυτή τη ζωή και ξεκίνησε για ένα μακρινό ταξίδι στα αστέρια, γλυκιά, σεμνή και όμορφη, όπως ήταν πάντα. Ακόμα, όμως κι όταν φεύγει η μητέρα, η γλυκιά ανάμνησή της μας συντροφεύει καθημερινά.
Με μια <<Ωδή στους Ανώνυμους>> ο ποιητής μιλά για τους άσημους ανθρώπους, που πορεύτηκαν στη ζωή με ιδανικά και τιμιότητα. Ο χρόνος έφθειρε μόνο το σώμα, αλλά όχι και την ψυχή τους. Για αυτό έμεινε άφθαρτο και το παράδειγμά τους, άφθαρτη και η ανάμνησή τους να μας καθοδηγούν.
<<Είναι τούτοι οι αφανείς που κρατούν το χέρι
Τι κι αν η ζωή τους άφησε πίσω;
Τι κι αν ο θόρυβος του πολύβοου τίποτα
σήμερα κυριαρχεί;
Αυτοί πετούν και στροβιλίζονται πάντα
Γαλήνια και ήρεμα
Ανέγγιχτοι απ’ τη φθορά του χρόνου
Γιατί ζήσανε και χαθήκανε ακέρια >>
Ο ποιητής αναπολεί τα χρόνια της νιότης. Ο νέος εαυτός μας είχε ένα όνειρο
<<σαν το νησί το μακρινό,
σαν το ταξίδι το ξεχασμένο
Όνειρο τόσο ακριβό
Πολυαγαπημένο>>
Ο ώριμος πλέον εαυτός αναπολεί και νοσταλγεί αυτό το όνειρο βιώνοντας τη ματαίωση.
Τότε ήταν τα χρόνια τα ασυμβίβαστα, όταν κυριαρχούσε η αισιοδοξία ότι αυτός ο κόσμος θα αλλάξει. Βλέποντας όμως τι άλλαξε από τα χρόνια εκείνα, γεννιέται το ερώτημα << Αλλάξαμε τον κόσμο; Ή μήπως αλλάξαμε κι εμείς;>>. Επιχειρώντας να απαντήσω σε αυτό το στίχο θα έλεγα ότι ο κόσμος αλλάζει σίγουρα. Το αν αλλάζει προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο,είναι στην κρίση του καθενός. Τελευταία όμως, με όλα αυτά που ζούμε, ακρίβεια, πολέμους, περιβαλλοντική καταστροφή, απαξίωση του πολιτισμού και των ανθρωπιστικών επιστημών και όχι μόνο, το μέλλον φαίνεται δυσοίωνο. Αφού ο κόσμος είμαστε εμείς, άρα εμείς τελικά δεν είμαστε που αλλάζουμε προς το χειρότερο; Τι φταίει; Διαβάζοντας τα όμορφα αυτά ποιήματα βλέπω μια απάντηση που μου φαίνεται πειστική. Φταίει ότι αφήσαμε τον ορμητικό, ονειροπόλο νεαρό εαυτό μας, να γίνει άβουλος, αδιάφορος, συμβιβασμένος, μαζοποιημένος. Στον <<κομπάρσο>> το ποιητικό υποκείμενο αναρωτιέται
<<Είναι η ζωή μια ταινία;
Με ήρωα εσένα ή με εσένα στο περιθώριο;
Κομπάρσος στη δική σου ζωή
άραγε να υπήρξες;>>
Ο νέος εαυτός ήθελε να πάρει τη ζωή στα χέρια του και να χαράξει τη δική του πορεία. Όμως, μπορεί να κατέληξε κομπάρσος στην ταινία της ζωής του, επειδή άφηνε άλλους να αποφασίζουν για αυτήν σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο. Για παράδειγμα, το τελευταίο δίστιχο μου θυμίζει κάτι επικαιρότητα: την επιλογή να απέχει κάνεις από τις εκλογές. Είναι αντικειμενική αλήθεια ότι το να απέχουμε από τα κοινά σημαίνει ότι άλλοι θα αποφασίζουν για εμάς, ενώ εμείς απλώς θα παρακολουθούμε τις εξελίξεις άπραγοι.
Οι χίμαιρες της νιότης, όλα αυτά που ο νέος εαυτός ήθελε να κατακτήσει και να ορίσει χωρίς επιτυχία είναι οι σημερινοί δαίμονες που κυνηγούν τον ώριμο εαυτό κατακλύζωντάς τον από την πικρή αίσθηση του ανεκπλήρωτου.
Κάθε κριτικά σκεπτόμενος άνθρωπος της σημερινής εποχής θα ταυτιστεί με τους κοινωνικοπολιτικούς προβληματισμούς που εκφράζονται στο έργο αυτό. Κι επειδή-δυστυχως- δε διαθέτουμε όλοι -ή τουλάχιστον δεν ξέρουμε ότι διαθέτουμε- την ικανότητα να εκφράσουμε με ποιητικό λόγο τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας, θεωρώ ότι το να διαβάσει κανείς τα ποιήματα του κ.Μπάμπη Σαραντίδη προσφέρει μια μορφή εκτόνωσης. Γιατί διαβάζεις αυτά που σκεφτόσουν για καιρό, γραμμένα με απλό και συνάμα γοητευτικά μελαγχολικό ύφος. Στα ποιήματά του εκπροσωπούνται και παίρνουν φωνή οι αδύναμοι και κατατρεγμένοι, τα παιδιά, οι γυναίκες, τα θύματα της κρατικής αμέλειας, οι απόκληροι της ζωής…
Στο ποίημα <<Στο περιθώριο του δρόμου>> ο ποιητής μάς μιλά για <<τους μικρούς Αλέξηδες του κόσμου τούτου>>. Είναι τα παιδιά που έχουν σιχαθεί την κοινωνική αδιαφορία, την υποκρισία, έχουν σιχαθεί τους πολιτισμένους και κουστουμαρισμένους ληστές του μέλλοντός τους και δηλώνουν την αντίδραση με το δικό τους ορμητικό τρόπο, με τρόπο προσβλητικό για τους καθωσπρέπει ξεπεσμένους μικροαστούς που σπεύδουν να κουνήσουν το δάχτυλο. Δυστυχώς, υπάρχουν αυτοί που δε συγχωρούν ένα παιδί που βρίζει έναν αστυνομικό, αλλά συγχωρούν τον αστυνομικό που οπλίζει και σημαδεύει την αντίδραση της νιότης. Η τέχνη, όμως, είναι εδώ για να μας θυμίζει όσα μας βόλευε να ξεχάσουμε και για να πολεμά το μικροαστικό τρόπο σκέψης μας.
Στο ποίημα <<για τη μικρή Όλγα>> στηλιτεύεται για μια ακόμη φορά το θέμα της κοινωνικής υποκρισίας. Θα θυμάστε το οκτάχρονο κοριτσάκι που βρήκε τραγικό θάνατο όταν το συνέτριψε μεταλλική πόρτα σε εργοστάσιο του Κερατσινίου.
<< Όλοι εσείς
Συγκλονισμένοι για λίγες μέρες
από το δράμα της μικρής Όλγας>>
γράφει ο ποιητής.
<< Για νάρθουν τα κροκοδείλια δάκρυα
από τα κανάλια και τα Μέσα
που μας ταΐζουν αναλγησία, το φόβο απέναντι στο διαφορετικό…
Μας ταιζουν τον καθημερινό ρατσισμό>>
Συνεχίζει.
Καθημερινά βομβαρδιζόμαστε από ειδήσεις τραγικών περιστατικών που συμβαίνουν στην κοινωνία μας. Και κάθε επόμενη μέρα συνεχίζουμε να έχουμε τον ίδιο τρόπο σκέψης που είχαμε την προηγούμενη. Ώσπου να σταματήσουμε να είμαστε ανατριχιαστικά υποκριτές και τραγικά αδιάφοροι, ώσπου να σταματήσουν να υπάρχουν άνθρωποι που βλέπουν <<μια ψυχή που χάνεται, ατάραχα, συνεχίζοντας το δρόμο τους>>, όπως διαβάζω και στο ποίημα, δε θα σταματήσουν να υπάρχουν δολοφονημένα παιδιά, παιδιά ξεχασμένα, σφηνωμένα σε σιδερένιες πόρτες.
Δε θα σταματήσουν να υπάρχουν γυναίκες θύματα, ξυλοκοπημένες ή δολοφονημένες. Από τη συλλογή δε λείπει ούτε αυτό το θέμα:
<<Και στη μεσημεριανή ζώνη
κέρδισες αποκλειστικότητα
Τι κι αν σε βιάζουν ακόμα. Δημοσίως….
Είπανε και μια ιστορία
Τη δική σου ιστορία; Σιγά να μη…
Όση θάφτανε για να πουλήσουν>>
Με τις πλούσιες μεταφορές, τα οξύμωρα σχήματα, τις προσωποποιήσεις και τις εικόνες που χρησιμοποιεί, ο ποιητής αναδεικνύει την ανάγκη να αλλάξει αυτός ο κόσμος. Το όνειρό του μπορεί να φαντάζει ουτοπικό, αλλά όπως γράφει στο ποίημά του <<οιωνεί ουτοπία>> αξίζει τουλάχιστον να μπορούμε να ονειρευόμαστε ακόμα.
Θα ήθελα να κλείσω το λόγο μου με μια αναφορά στο ποίημα <<Η σημασία των αντωνυμιών>>. Ο ποιητής γράφει:
<<Ας αναλογιστούμε λοιπόν ξανά τα πρόσωπα των αντωνυμιών
Εγώ
Εσύ
Αυτός
Και ξανά
Εγώ
Εσύ
Αυτός
Ή πάλι, μήπως είναι
Εσύ
Εγώ
Αυτός
Και αν πάλι είναι
Αυτός
Εσύ
Εγώ;>>
Ίσως αν σταματήσουμε να βάζουμε πρώτο το << Εγώ >> και στη θέση του βάλουμε το <<εσύ>>, το <<αυτός>> ή ακόμα καλύτερα το <<εμείς>>, ο κόσμος μας να γίνει καλύτερος. Γιατί, ναι, ο κόσμος είναι ο καθένας από εμάς και αν εμείς πριν από κάθε μικρή πράξη, σκέφτόμαστε τον αντίκτυπο που θα έχει για τους άλλους και για τη φύση, τότε μόνο μπορεί να τον αλλάξουμε προς το καλύτερο.
Η Μαριάννα Μπέλκα είναι Φιλόλογος, Ms στις Επιστήμες της Αγωγής.