Χωριό μου με τη βρύση σου
στέρνα με τη βοή σου
δάσος μου μυστικό
Κι o Ουρανός –
ρίζωμα βράχου,
ακίνητος.
Δυο μάτια σκοτεινά
στο φρύδι καρφωμένα
της Ανατολής
και δυο καμένα δάχτυλα
κρατούν ξανά τα σύμβολα
Θυμώνουν ξεραμένα λαρύγγια
στο ισοκράτημα αρχαίων ύμνων.
Τί τα φορτώσατε
τους στίχους, το μέλος
τα λόγια˙
λόγια που δεν ελόγιασαν
της ξενιτιάς τη μοίρα τους…
Και πάλι
κάτω απ’ τον αέρα,
η ποδιά μιας γυναικός με το παιδί
που άρρωστο
είτε ανήμπορο ή και χειρότερα,
πάνω από τον αέρα
προσμένει πια χωρίς τα σύμβολα,
μη και
τουμπαρισμένα σύμβολα – όρθια νοήματα
κινήματα ζωής πάνω σε σάπιο πτώμα
μήπως ξεκρίνει.
Στέρφο ποτάμι χωρίς το δικό του νερό,
κλεμμένο νερό, σπασμένο λαγήνι
λαμπάδες που τις πνίγουν νωρίς –
της ανακύκλωσης- oικονομία.
Κρανία – κολοκύθες – παιχνίδια
στον μικρό ετούτο κόσμο,
πολύ μικρό.
Τουμπαρισμένα σύμβολα – όρθια νοήματα
κινήματα ζωής πάνω σε σάπιο πτώμα
μήπως ξεκρίνει.
Της τάβλας, της αγάπης και του μισεμού
τραγουδιστές κι ακρίτες
ο μαραγκός, ο αγγειοπλάστης
ο χτίστης κι η κεντήστρα
ο πελεκάνος, η ανυφάντρα
ο κύρης κι η κυρά του
τα έργα των χεριών του,
όποιος ακόμα πονεί,
πολύ αφότου
όλα γίνηκαν γκρεμίδια,
κρατάει δεμένα κόμπο τα κειμήλια τα παλιά
στο μαντήλι του
σα να ‘ταν κοπανέλια τ’ ουρανού
μη και σχιστούν
στα δόντια των αχρείων.
Αυτός
ο κόσμος ο μικρός-
μη πειραχτούν τα ιερά του
και τα όσια.
Χωριό μου με τις γλώσσες σου
Στέρνα που κελαρύζεις
Θόλοι που, ας είναι και παράταιροι,
ηχούν ξανά
Δάση καμένα κι άλλα
που σκάνε τώρα μύτη
στην κρούστα πάνω
των βουνών,
Ο Ουρανός ρίζωμα βράχου
Ακίνητος.