You are currently viewing Marie Luise Kaschnitz  3 ποιήματα  – Μετάφραση από τα γερμανικά – Επίμετρο: Θεοδόσης Κοντάκης        

Marie Luise Kaschnitz 3 ποιήματα – Μετάφραση από τα γερμανικά – Επίμετρο: Θεοδόσης Κοντάκης       

          Χάρτης της Σικελίας

           [Karte von Sizilien]

 

Θα σας σχεδιάσω το περίγραμμα. Ένα φτερό

όπως απ’ τον ώμο μιας θεάς της Νίκης.

Σχεδιασμένο κάθετα, ένας σβώλος ξεροβούνι

πετρωμένο κάτω απ’ του Ήλιου τη λάμψη,

καθώς η θάλασσα τις μαλακές ισάδες σκεπάζει

ολοτρόγυρα με φύκια κι άμμο και κοπάδια ψάρια.

Οι σκούρες μολυβιές αντιστοιχούν στους απότομους γκρεμνούς.

Ένα στεφάνι οδοντωτό το βουνό, όπου πάγος και φωτιά

ιερό γάμο τελούν. Ελάτε τώρα πιο κοντά

στο τραπέζι του φαγητού. Σηκώνω το λαδικό.

Εκεί που χύνω σταγόνες, φυτρώνουνε

δάση από ασημόμαυρες ελιές.

Κει που ψιχαλίζω το ψωμί, ανεμίζει η σοδειά

απάνω σε κόκκινους λόφους, του υνιού δρόμος μακρύς.

Τ’ αλάτι το λευκό, που σπέρνω κατά την Ανατολή

της θάλασσας σημαίνει τις τροφές, άλας και ψάρια,

αλλά το κίτρινο μισοφέγγαρο λεμόνι κατά το Βορρά

είναι πέργκολας σκιά, γλυκιά μυρωδιά λουλουδιών.

Τα κόκκινα βέλη που απλώνονται στη θάλασσα,

ένα από την ηπειρωτική χώρα, ένα απ’ την Αφρική,

τούτο απ’ την Ισπανία, κείνο απ’ την Πελοπόννησο

είν’ οι θαλασσινοί δρόμοι των ξένων κατακτητών.

Πάρτε τώρα από το δρομάκι του κήπου χαλίκια λευκά

δυο δυο, τρία τρία. Δε σας μοιάζουνε ν’ αστράφτουν

ναοί και τρούλοι κάτω απ’ το φεγγαρόφωτο –

αλλά να, τα πόδια κει πάνω χτυπώ, δείτε

πώς σαλεύουν και χορεύουν

όπως όταν αρχινά και σειέται η γη, κι έπειτα σταματά.

Τη λάμπα πλησιάζω και πάλι απομακρύνω

και πάλι την πλησιάζω. Φως τώρα. Τώρα σκότος.

Στίλβη και μαρασμός, διαπάλη αιώνια.

Πού είναι τ’ αγροτόπαιδο, που ’φτιαξα

από ζυμάρι; Ακόμα στέκεται κει πέρα

με την τσάπα στο χέρι. Λίγο πιο βαθιά

καμπουριασμένο απ’ ό,τι πρωτύτερα. Το όλον τι είναι;

Ψωμί, αίμα και πέτρα. Ένα κομματάκι Εσπερία.

 

 

              Σελινούντας

              [Selinunt]

 

Όσα λένε για τον πόλεμο, για τις χιλιάδες

κατεστραμμένες πόλεις, δε μ’ εκπλήσσουν.

Γκρέμισε ο Θεός τους εξήντα στύλους του Ναού Ε΄

μονομιάς. Για τούτο δε χρειάστηκαν

μήτε βόμβες, μήτε βαρύ πυροβολικό

παρά μονάχα μια πιο βαθιά εισπνοή.

 

Έρχονται οι ξένοι, σαν οι αμυγδαλεώνες

ανθίζουν, μπόλικοι απάνω στο λόφο.

Ο ήλιος στραφταλίζει στα παρμπρίζ τους.

Μήτε μαλλί μυρίζουνε προβατίσιο, μήτε χώμα –

τα ρούχα τους έχουνε τ’ άγγιγμα από ίνες γυαλιού.

Κανείς τους δε γνωρίζει πώς είναι σαν πέσει η νύχτα

όταν χάνονται οι τελευταίοι προβολείς πίσω απ’ τα βουνά

πώς αλυχτούν έπειτα τα μοναχικά σκυλιά από πέρα ως πέρα

πώς τσιρίζουνε τα τριζόνια κάτω από τ’ αστέρια.

 

Χοροπηδά ο μικρός μου αδελφός μες στην ξυλαποθήκη.

Κρινάκια κόκκινα πάνω στο μουσαμά

χορεύουνε στη φωτοβολή της λάμπας πετρελαίου.

Ο πατέρας μου ψηλαφεί τη γκαστρωμένη αγκαλιά

της χλωμής μου, μαραμένης μητέρας∙

την κατακαμένη ακτή τήνε δέρνει η θάλασσα.

 

Σαν με καλεί τ’ αγόρι μου, ο τσοπάνος, τρέμω ολόκληρη.

Νερό πάμε να φέρουμε απ’ την κρήνη της θεάς του Θανάτου∙

τα χείλια του κολλάει στα δικά μου.

Ποτέ μου δε θα ιδώ τις γυάλινες πόλεις της νύχτας,

λέει η κόρη του φύλακα του Σελινούντα.

 

     Ενθάδε κείται ο Πιραντέλλο  

        [Hic jacet Pirandello]

 

Είχε ορίσει από πριν ο ποιητής

έναν τάφο διαφορετικό. Ένανε πιο ευάερο.

Μια κηδεία μες στη νύχτα σε φέρετρο φτωχικό,

ύστερα τα οστά στη φωτιά και μια χούφτα στάχτες

που τις άρπαξε ο άνεμος, όποιος φύσαγε κείνην την ώρα.

 

Ενάντια στη θέλησή του τόνε φέραν πίσω στη γενέτειρα

από υδρία σε υδρία. Από πήλινο δοχείο

σε πήλινο δοχείο. Κει που ανάερες χορεύουνε

κοπέλες στων γκρεμνών τις πηγές και κοιλαράδες Σειληνοί

φυλακισμένοι πίσω από γυαλί σκονισμένο.

 

Τι τόπος αναπαύσεως γι’ άνδρα δίχως αναπαμό,

πόδια που αναζητούνε

βλέφαρα που παίζουν

χείλια που μέρα-νύχτα αρθρώνουν

το ζοφερό μύθο των φτωχών.

 

Πώς μπορεί να νιώθει άνετα ο Περιπλανώμενος, εδώ

να κάνει παρέα με τους χυδαίους

φύλακες και τους αχαλίνωτους ξένους;

Καμιά φωνή, οσμή καμιά,

καμιά λάμψη από φως μεσημεριάτικο –

 

Έλα πιο κοντά, κοίταξε στο κιτρινισμένο πια βιβλίο,

τον καμπυλωτό αμφορέα. Φόντο τόσο μελανό

σαν το ηφαιστειακό πέτρωμα της Σικελίας, λιωμένο ποτάμι

κόκκινο σαν τα σταροχώραφα του Ακράγαντα.

Κι η Ελένη, η πολυαγαπημένη, να φυλάει

τη διαλυμένη καρδιά του ποιητή.

 

 

 

 

               ΕΠΙΜΕΤΡΟ

          

Η Marie Luise Kaschnitz (1901-1974) είναι μια σημαντική Γερμανίδα ποιήτρια, πεζογράφος και δοκιμιογράφος. Το έργο της είναι πλούσιο και έφτασε στην πλήρη του ακμή μόνο κατά τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής της. Και τα τρία ποιήματα που μεταφράζονται εδώ ανήκουν στην ποιητική συλλογή με τον εύγλωττο τίτλο «Νέα ποιήματα» (1957), η οποία εγκαινιάζει την όψιμη άνθηση της έμπνευσής της.

 Παιδί δύο παγκόσμιων πολέμων, η Κάσνιτς συνδυάζει στο ποιητικό της έργο τις τραυματικές εμπειρίες του μαζικού ολέθρου και της συλλογικής ενοχής με την εσωτερίκευση ενός «άλλου» τόπου: του μεσογειακού τοπίου, καθώς ήταν συχνές οι επισκέψεις της στους αρχαίους τόπους της Ελλάδας και της Ιταλίας, μαζί με τον αρχαιολόγο σύζυγό της. Στην Ιταλία (ή σχετικά με την Ιταλία) έγραψε κάποια από τα σπουδαιότερα ποιήματά της, στην ίδια χώρα άφησε και την τελευταία της πνοή.

 «Η πόλις θα σε ακολουθεί», όπως έλεγε κι ο Αλεξανδρινός∙ πράγματι, και η Γερμανίδα – Μεσογειακή ποιήτρια, ενόσω χαρτογραφεί τον νέο τη κόσμο, μοιραία συνδιαλέγεται με τον παλιό. Οι εικόνες που βλέπει στα ερείπια του Σελινούντα παραπέμπουν επίμονα στα ερείπια της πατρίδας της, των οποίων υπήρξε μάρτυρας, και μάλιστα δυο φορές. Γι’ αυτό, εξάλλου, ο άχαρος και πλήρης ενοχών ρόλος του Φύλακα, του βουβού φύλακα της μνήμης, επανέρχεται στο έργο της. Το παρελθόν με το παρόν σε συνεχή, μουσική, αντίστιξη. Η ομοιότητα κι η αντίθεση. Η ζεστή πέτρα και το χώμα, το παρελθόν∙ το ψυχρό γυαλί, το παρόν. Ζωή και θάνατος, φως και σκότος, «στίλβη και μαρασμός, διαπάλη αιώνια», της ψιθυρίζει ο Εμπεδοκλής καθώς εκείνη διασχίζει τον Ακράγαντα.

 Πάντως, η ποιήτρια δεν αγνοεί ότι ο ξένος για κείνην τόπος, ο ζεστός από ήλιο και παρουσία ανθρώπινη, έχει μια μοίρα τραγική: τα τέσσερα κόκκινα βέλη, που ξεκινούν από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, σχηματίζουν εκεί έναν μεγάλο κατακόκκινο λεκέ. Τούτη είν’ η μοίρα των νήσων και των μικρών τόπων της Μεσογείου, χιλιετίες τώρα: τι άλλο από «ψωμί κι αίμα και πέτρα» είναι τα χιλιοχτυπημένα απ’ τον άνεμο και τους πειρατές Κυκλαδονήσια; Τι άλλο η Κρήτη, η Κύπρος;

 Συνοδοί της στο ταξίδι, ο γενναίος Πιραντέλλο, το σώμα του σπαρμένο πια στους τέσσερις ανέμους, και -σε ένα άλλο ποίημα της ίδιας συλλογής- ο Πικάσσο («Ο Πικάσσο στη Ρώμη»): «τσακισμένο τ’ ανθρώπινο πρόσωπο», ξεκινά το ποίημα – κι εκείνη προσπαθεί, εναγώνια, να το ανασυνθέσει…

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.