You are currently viewing Μάριος Μιχαηλίδης: Κώστας Γουλιάμος, Το Μάτι της Λέξης, (εκδ.  ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, Αθήνα 2024)

Μάριος Μιχαηλίδης: Κώστας Γουλιάμος, Το Μάτι της Λέξης, (εκδ.  ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, Αθήνα 2024)

  Ο Κώστας Γουλιάμος, με την πρόσφατη ποιητική του συλλογή Το Μάτι της Λέξης, (εκδ.  ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, Αθήνα 2024) έρχεται να επιβεβαιώσει την ικανότητα με την οποία διαχειρίζεται την ποιητική  γραφή, καθώς και τα όσα σημαντικά έχουν δημοσιευθεί μέχρι τώρα για το καθ’ όλα αξιόλογο ποιητικό του έργο.

Η πορεία του συγγραφέα είναι, πράγματι, αξιοσημείωτη. Γεννημένος στην Καλαμάτα, ολοκληρώνει εκεί τις εγκύκλιες σπουδές του, μετά επιλέγει τον τομέα των πολιτικών επιστημών στην Ελλάδα, όπου και αποκτά το σχετικό πτυχίο, και κατόπιν σπουδάζει επικοινωνία και πολιτισμό στον Καναδά. Εκεί, μάλιστα, εργάστηκε ως ερευνητής και πανεπιστημιακός.  Το έτος 2000, καταλήγει στην Κύπρο, όπου διετέλεσε για δύο θητείες Πρύτανης του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου. Μετά από τις σπουδές του, ακολουθούν σημαντικές ακαδημαϊκές διακρίσεις στην Ευρώπη, με ξεχωριστή την εκλογή του ως τακτικού μέλους της Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών της Ευρώπης. Στη πολύχρονη διάρκεια της ακαδημαϊκής του πορείας, όπου είδαν το φως πολλές επιστημονικές μελέτες και εκδόσεις πανεπιστημιακών έργων, ποτέ δεν παραμέλησε την δημιουργική ενασχόλησή του με την ποίηση.

Η παρούσα συλλογή είναι η έκτη κατά σειρά και έρχεται να διαδεχθεί το «Υγρό Γυαλί», συλλογή η οποία βραβεύτηκε με το Βραβείο Ποίησης  «Jean Moreas». Πράγματι, η γραφή του Κώστα Γουλιάμου εκπλήσσει τόσο με την λεκτική ευρηματικότητα όσο και με την εικονοποιία που κοσμούν τον ποιητικό του λόγο. Είναι στιγμές που ο λόγος αυτός, προκαλεί ακόμη και τον πλέον έμπειρο αναγνώστη να εγκύψει και να απολαύσει την διακριτή  έμπνευση που χαρακτηρίζει τα ποιήματα της συλλογής.

Οι στίχοι που προηγούνται των ποιημάτων της συλλογής, Όσα αγγίζουν οι λέξεις/γίνονται αίμα/στη ρίζα των νεκρών, επιβεβαιώνουν τόσο τις προθέσεις του ποιητή, όσο και την δύναμη της ίδιας της ποίησης, η οποία, στα χέρια άξιων ποιητών, αποκτά αναστάσιμες ιδιότητες. Αυτό, εύκολα μπορεί να το διαπιστώσει ο αναγνώστης, εστιάζοντας στην λεκτική  ιδιοσυστασία των ποιημάτων  αυτής της συλλογής.  Ταυτόχρονα, αυτοί οι στίχοι, προδιαθέτουν τον αναγνώστη για τα όσα ακολουθούν. Το ίδιο συμβαίνει και στο πρώτο μέρος της συλλογής Η λάμψη των οστών που εισάγεται με τον προοιμιακό στίχο από την τραγωδία του Αισχύλου, Αγαμέμνων. «(…) τερπνόν τόδ’  ’ελθόν φως ’εφήλωσεν φρένας…» : (Αυτό το ευχάριστο φως, σαν ήρθε, ηρέμησε τις σκέψεις και  τον νου). Στο σημείο αυτό, δικαιολογημένα ο αναγνώστης θα μπορούσε να διερωτηθεί, αν αυτό το φως, είναι  η ίδια η ποίηση, χωρίς να απομακρύνεται από την αλήθεια που διέπει την ιδιοσυστασία του ποιητικού λόγου.

Αυτήν την αλήθεια την αντιλαμβάνεται κανείς άμεσα, μελετώντας το πρώτο ποίημα της συλλογής που φέρει τον τίτλο Ημερολόγιο Λαού, 3 Δεκέμβρη 1944. Πρόκειται για ένα πολύστιχο ποίημα που εστιάζει στην αρχή του ξεσηκωμού του ελληνικού λαού, εναντίον όλων εκείνων που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές:

Άσε την Κυριακή να μιλήσει /Ό,τι αγαπάς είναι στο δρόμο/Άσε να μιλήσουν οι νεκροί που θυμούνται/Απόψε συνέρχονται φονιάδες/Αστοί διαταραγμένοι/Μοναρχοφασίστες (………) Ο Λόχος Σπουδαστών να μιλήσει/Οι γδαρμένοι τοίχοι/Τα σπίτια να μιλήσουν /Πρωτοχρονιά του 1945 (……..)

Αυτό το ποίημα το ακολουθούν άλλα  δώδεκα  ποιήματα, τα οποία αριθμούνται με λατινικούς αριθμούς, και που όλα μαζί συνιστούν το πρώτο μέρος της συλλογής. Το πρώτο από αυτά,  αποτελείται από επτά στροφές, από τις οποίες, οι πρώτες τρεις είναι εξάστιχες, ενώ οι επόμενες τρείς, πεντάστιχες. Κοινό χαρακτηριστικό των πρώτων έξι στροφών είναι ο πανομοιότυπος και μονόλεξος, πρώτος στίχος της καθεμιάς, όπως και η απουσία στίξης. Συγκεκριμένα, όλες οι στροφές αρχίζουν με την λέξη Φως. Στην έβδομη στροφή, με την ίδια λέξη αρχίζουν ο πρώτος, ο δεύτερος και ο πέμπτος στίχος. Αυτή η τριπλή επανάληψη προκαλεί την αίσθηση ενός είδους λεκτικού, μαζί και μουσικού κρεσέντο: Φως πρωινής πείνας/Φως πλήθος πέρα απ’ το φως/Απ’ τα σοφά νερά πιο πέρα/Φως στου κάτω κόσμου τους αγρούς/ Πώς ξεσηκώνεις τ΄ άστρα και τυραννάς τον ήλιο (…..).

Με τη λέξη Φως, πάλι, αρχίζουν οι δύο στροφές του δεύτερου και του τρίτου ποιήματος που ακολουθούν: (ΙΙ) Φως μέσα σε τόσα σώματα/Π’ αγάπησαν οι όμορφες κόρες (……) /Φως θυσανόμορφο νέφος/Στις στέγες της φλεγόμενης Θήβας (……).

 (ΙΙΙ) Φως των προσφύγων/Όπως ταξιδεύουν χρόνια τώρα με τα ίδια μάτια (……) Φως μυρωδιά της μνήμης μετά από βροχή (……).

Αυτό το μαγικό φως αναζητεί ο ποιητής, καθώς ο ίδιος νιώθει και συνάμα πιστεύει πως μόνο αυτό έχει τη δύναμη να μεταλλάξει τα όσα συνιστούν την δεινή πραγματικότητα. Κι αυτό, μακριά από τις όποιες υποσχέσεις  επιτηδείων και μη προσώπων. Στο ποίημα που ακολουθεί (ΙV), ο ποιητής καταλήγει στο φως που εκπέμπει ο έρωτας: Ας φέρει φως ο έρωτας/Φωτιά τα κόκκαλα να πάρουν/ (.…..) Ας γίνει ο ήλιος φως στων εραστών τα δάση/Να πυρωθεί στο μέγα άπειρο το ιερό τους δέντρο/Με της φωτιάς τη γλώσσα (……).

Ωστόσο, η μνήμη με τα σκληρά βιώματα, αντιπαλεύει με τις επιθυμίες και τις προθέσεις του ποιητικού υποκειμένου, και με τα όσα αυτή διασώζει, έρχεται να σταθεί απέναντί του. Tο επόμενο ποίημα (V) αρχίζει με τους στίχους: Κραυγές σπαράγματα συντρόφων/Κάτω απ’ το κόκκινο φεγγάρι/Ξεκίνησε το χρώμα της νύχτας/ κόκκινη νύχτα/τόσο πολύ το αίμα (……) /Πού η στεριά και πού η θάλασσα/πού οι νεκροί και που το απατηλό τους τέλος (……). Όσα υπάρχουν πουλήθηκαν/Ούτε ένα πιθάρι, μια σκληρή ελιά/Μια ρίζα κρυμμένης γέννησης (……).

Αμέσως μετά, ο ποιητής εστιάζει στην περιπέτεια της Κύπρου και στους αδικοχαμένους νεκρούς. Το  ποίημα VI, αφήνει να αναδυθούν σκέψεις και συναισθήματα, δηλωτικά της τραγικής μοίρας που εβίωσε η Κύπρος και οι άνθρωποί της το 1974, από το προδοτικό πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή. Και αυτά, με τη συνέργεια του ενός περίτεχνου ποιητικού λόγου: Πατρίδα του Πενταδάχτυλου/ Με την ωχρή φωτιά του άλλου κόσμου/ Σ’ έναν τόπο που σταυρώνουν/Με σύνεργα συναλλαγής/και σίδερα θανάτου (…..) Φωνάζουν οι νεκροί στα όνειρα/Τόσα όνειρα χωρίς πατρίδα/ Τόσες λέξεις χωρίς όνειρο/Ξεράθηκαν σαν αίμα/Και όσοι δε βλέπουν, μήτε ακούν/Γερνούν και σκοτεινιάζουν.

Μέσα σ’ αυτό το πνεύμα του άδικου χαμού, βρίσκονται και τα αμέσως επόμενα ποιήματα: (VII) Φθινόπωρο του εμφυλίου/Όλο το μήνα χιόνι/Απλώθηκαν όλη νύχτα οι αντάρτες/στα κάγκελα της πόλης/Ως πέρα στο δρόμο των δακρύων (……).

(VIII) (…..) Δεν έχει σάρκα η θάλασσα/Δεν έχει χρώμα ο αιθέρας/Είναι της ψυχής φως/ Και οστά παγωμένης πατρίδας (…..).

Στην σελ. 31, ολοκληρώνεται το πρώτο μέρος της συλλογής. Μετά, (σελ. 35), ακολουθεί το δεύτερο μέρος,  με τον τίτλο Φλόγα σωμάτων,   και με τη διασάφηση που παραπέμπει στο έργο του Πλάτωνος Τίμαιος: «…φλόγα των σωμάτων εκάστων απορρέουσαν…», (….. Την φλόγα που εκπέμπει το κάθε σώμα….).

Το πρώτο ποίημα (σελ. 35) βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία με τον τίτλο του δευτέρου μέρους: (……) Ποιος ήλιος κυβερνά τα χείλη σου/ποια σάρκα ψαριού το στήθος σου σαρκάζει/ (……) Ποια σφήκα άφησε το ρυπαρό της τραύμα/στο δροσερό σου στήθος:/ω πάντα νικηφόρο το στήθος σου (…..). Στο δεύτερο ποίημα (σελ. 36) ο εναρκτικός στίχος, Έρχεται η Άνοιξη ή το σώμα σου είναι η Άνοιξη, αποτελεί μιαν υπέροχη συστοιχία, όπου η ιδιοσυστασία του «εσύ» μεταβάλλεται σε πεδίο μαγνητισμού: Απ’ το παράθυρό σου περνούν ατίθασες νύχτες/ Άστρων σκόνη κουρνιάζει στα μαλλιά σου. Ωστόσο, το πεδίο αρχίζει να μεταλλάσσεται. Πιο κάτω η θάλασσα: κανείς δεν την βλέπει/(…..)Πιο κάτω η πόλη: κανείς δεν την ακούει/(…..)/Γύρω ο ήλιος καίγεται δίχως να φαίνονται οι νεκροί. Στο τρίτο ποίημα (σελ. 37) ο ποιητικός λόγος με υπερρεαλιστικά λεκτικά και εκφραστικά στοιχεία επιβεβαιώνει την πλήρη μετάλλαξη του περιβάλλοντος και την αδυναμία προσδιορισμού αυτών των αλλαγών: Κι όπως ακούς το χρώμα/Δεν ξέρεις αν είναι αράχνη καραβιού/κόκκινο καρβέλι ή άγονο φεγγάρι/ (…..).

Στο ποίημα που ακολουθεί, (IV), κυριαρχεί το μοτίβο της απώλειας και του άδικου χαμού. Χάθηκαν τ’ άλογα και οι σημαίες καρφωμένες/ ξεψύχησαν στο παγωμένο φράγμα/ -πού ταξιδεύουν οι νεκροί/ (…..) Στο δρόμο για τον Πενταδάχτυλο/Λάθος οστά/Λάθος θάνατος (…). Οι στίχοι αυτοί, κυριολεκτικά συνεπαίρνουν τον αναγνώστη και, εντελώς ξεχωριστά, όσους έχουν βιώσει το προδοτικό πραξικόπημα και τις επακόλουθες συνέπειες της τουρκικής εισβολής. Όμως, ο ποιητής δεν περιορίζεται μόνο σ’ αυτά. Σε αντίθεση με όσα καταγράφηκαν σε παλαιότερες εποχές στην κυπριακή ποίηση και την πεζογραφία, τολμά και επικρίνει την τωρινή απάθεια που χαρακτηρίζει την πλειονότητα των ατόμων. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι του ποιήματος (VI)  (σελ.40): Γεράσαμε σε λαβυρίνθους λογισμικούς/ (……) Γεράσαμε με φορητά τηλέφωνα/ Ποντίκια και σαρωτές εικόνας (……) Χάσαμε το χάραμα στ’ άνθη της λεμονιάς (…..) Κοροϊδέψαμε τη Ρωμιοσύνη/Σαν έμενε ζωντανή στη γλώσσα μας.

Στους  στίχους αυτούς, ο ποιητής σχολιάζει με πικρία, χωρίς να εξαιρεί κανέναν, ούτε τον ίδιό του τον εαυτό, την απόλυτη και δουλική εξάρτηση από τα σύγχρονα μέσα τεχνολογίας, τα οποία, όπως ο ίδιος αναφέρει, κατήργησαν την κατά πρόσωπο επικοινωνία μεταξύ των ατόμων, καθώς επίσης, την επαφή με την φύση, ενώ υπονόμευσαν  και την ιστορική μας ιδιοσυστασία που αποτυπώνεται στον όρο «Ρωμιοσύνη». Το συγκεκριμένο ποίημα, νοηματικά συνδέεται με το αμέσως επόμενο (VII), όπου η αίσθηση της ανατρεπτικής αλλαγής αποτυπώνεται πολύ καθαρά, στους τρεις τελευταίους στίχους: Δεν είναι καιρός για ήρωες/Οι ήρωες πέταξαν/Κοιμούνται ήσυχοι σε πικρά δωμάτια.

Το τρίτο μέρος της συλλογής φέρει τον τίτλο Στην ερημιά της ύλης και περιλαμβάνει είκοσι τρία ποιήματα. Οι προοιμιακοί στίχοι θέτουν το ακόλουθο υπαρξιακό ερώτημα: Κι αν υπάρχω, τί είμαι; Αιθέρας που ξέρασε το μοναχικό μας αίμα; Ή λυσσασμένο αεράκι ανώνυμης χημείας;

Οι εναρκτικοί στίχοι  του πρώτου ποιήματος, «Αγρίμια της νύχτας» δίδουν έμμεσες απαντήσεις στο ερώτημα: Όλα μένουν κρυφά στις λέξεις/Κι αμίλητα χάνονται/Στ’ ουρανού την παγωμένη νύχτα (…..) Όλα μένουν κρυφά/αγρίμια άγρυπνα σε μεθυσμένα σώματα (…..) : Θύματα και θαύματα αθέατα στον καθρέφτη: Ο συγκεκριμένος στίχος με την -όχι τυχαία- επανάληψη του γράμματος θ, (αρχής γενομένης από τη συλλαβή θυ -μεθυσμένα σώματα- υπερβαίνει τα όρια του λογοπαίγνιου και μεγιστοποιεί το νόημα και τη σημασία του στίχου: Όλα μένουν κρυφά στις λέξεις.

Στο επόμενο ποίημα Πρόσεχε Ουρανέ και λαλήσω, ο ποιητής προσωποποιεί τον ουρανό και του απευθύνει τον λόγο σε πρώτο πρόσωπο: Πρόσεχε, ουρανέ,  τα παιδιά μας/ και λαλήσω την οργή τους/ Πρόσεχε, ουρανέ, τα εγγόνια μας/και λαλήσω την οργή τους/Πρόσεχε ουρανέ  τις γυναίκες μας…../…… τους συντρόφους/και λαλήσω την οργή τους/σαν η πατρίδα δραπετεύει/ Πρόσεχε όταν μιλώ από σκλαβωμένο τόπο/Μνημονεύοντας ζώντας και νεκρούς (…..). Πρόσεχε όταν ο θάνατος δε θα ’χει πια εξουσία/ Πρόσεχε ουρανέ/Και λαλήσω υπέρ πάντας ανθρώπους

Στους στίχους  αυτούς, εκείνο που υπογραμμίζεται είναι το ασύλληπτο μέγεθος της ανήκουστης οργής του λαού της Κύπρου για τα δεινά που υπέστη, για την προδοσία και τους αδικοχαμένους νεκρούς. Αυτήν την οργή ούτε ο ουρανός δεν μπορεί να την αντέξει. Πραγματικά, το βάρος της προδοσίας υπήρξε και εξακολουθεί να παραμένει πρωτόγνωρο. Μάλιστα, όσα χρόνια κι αν περάσουν, η τέχνη του λόγου  θα αντλεί διαρκώς από τις αιμάσσουσες εμπειρίες του λαού μας. Και αυτό, χωρίς να επηρεάζεται από εκείνους που τολμούν να συμβιβάζονται, και να διαγράφουν επιδεικτικά όσα διασώζει η συλλογική μνήμη.

Στο αμέσως επόμενο ποίημα με τον τίτλο Γεράσαμε τόσο νέοι, ο ποιητής χωρίς ενδοιασμό σημειώνει: Μικροί θάνατοι κρύβονται στο σώμα μας/ (…..) Γεράσαμε τόσο νέοι στων τραπεζών τα νοσηρά βιβλία/Δεμένοι με ελεεινούς αριθμούς και κωδικούς σκουλήκια /Αγκαλιά με τ’ άρρωστο χρήμα (…..) Γεράσαμε μέσα σε τόσα ναυάγια/ Σ’ ένα κελί από δενδρίτες χάθηκε η γλώσσα μας.

Η φθορά του σύγχρονου ανθρώπου, κυρίως η πνευματική, αλλά και ως η σωματική, συνδέεται αναπόφευκτα με τις συνθήκες που οι πιο πολλοί καθημερινά βιώνουν. Αυτό το πρόωρο γήρας, δεν το αντιλαμβάνονται, ή, καλύτερα, δεν το αντιλαμβανόμαστε. Κι αυτό, γιατί  ο χρόνος, ενώ μάς προσπερνά με άπιαστη ταχύτητα, αφήνοντας στο σώμα μας καθώς και  στην ψυχή μας ανεξίτηλα σημάδια φθοράς, εμείς πορευόμαστε χαμένοι μέσα στα όσα επιτάσσει η καθημερινότητα, καθώς και σ’ εκείνα που τόσο εύκολα μάς σαγηνεύουν.

Το τρίτο μέρος της συλλογής συνεχίζεται μέχρι την σελίδα 75, με καθόλα ισάξια ποιήματα. Στις δύο τελευταίες σελίδες (74-75) φιλοξενείται το πολύστιχο ποίημα με τον τίτλο Η Μεγάλη Έκρηξη.  Μαζί με αυτό ολοκληρώνεται η εξαιρετική ποιητική συλλογή Το Μάτι της Λέξης.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.