Μια γάτα του Αιγαίου. Μμμμ… Μάλλον ένα γατί θηλυκό. Εγώ! Και γέννημα και θρέμμα και μορφή. Ψυχούλα ανεξάρτητη, χαδιάρα, παιχνιδιάρα, αλλά από ανατροφή…. Ντροπή! Τα πρώτα μου τα βήματα, του δρόμου… Μας γέννησε η μάνα μας πέντε μαζί αρσενικά θηλυκά, μας θήλασε και μας άφησε. Καθένας με την τύχη του, είπε. Δεν κατάλαβα. Ούτε και οι ομογάλακτοι μου. Πήρα τους δρόμους κι όπου βγει… Αδέσποτο.
Στο πεζοδρόμιο . Από τον ένα στον άλλο τοίχο μη βρω κάτι να φάω… «Αυτό θα πει ελευθερία», μονολόγησε μια μέρα ένας περαστικός προσπερνώντας με . Πού την είδε; Στα τροχοφόρα που καβαλάνε τα κράσπεδα και σε λιώνουν, στις κλωτσιές των περαστικών, στη λύσσα των αγριόσκυλων, στις βροχές και στα χιόνια… Γι’ αυτό, η γάτα που καταφέρνει κι επιβιώνει στους δρόμους είναι τρομερή! Αδείλιαστη, αγέρωχη κι αδάμαστη…
Εγώ; Ένα γατάκι μόλις. Με γουργουρίσματα και κουνήματα της ουράς πλησίαζα στην αρχή τους διαβάτες, αλλά όλοι βιάζονταν. Για να μη ποδοπατηθώ, αποφάσισα να γίνω κι εγώ μια αδάμαστη γάτα του δρόμου. Το κατάλαβα αμέσως. Δεν γίνεται. Αυτό είμαι! Έρμο γατί του Αιγαίου, χαμένο στις γειτονιές μιας πρωτεύουσας, πεινασμένο κι άμοιρο. Αν καταφέρω σήμερα να φτάσω μέχρι τη μεγάλη αγορά, κάτι θα φάω
από τα πεταμένα…
Αργά αργά, με χτυποκάρδια κι ελιγμούς μέσα από μπότες και μποτίνια κι αθλητικά, ακόμα και τακούνια, τα κατάφερα. Ο χασάπης, καλός άνθρωπος. Μου πέταξε ένα μεζέ που άρπαξα λαίμαργα και κατάπια. Ήθελα να πάω πιο πέρα. Κόοοσμος! Θα με πατήσουν σίγουρα. Μύριζε όμως κατά ‘κει κι ο πάγκος του ψαρά… Χώθηκα σε μια γωνιά να το καλοσκεφτώ όταν αχ… Ένοιωσα εκείνο το ξαφνικό γράπωμα στον αυχένα και είπα με λαχτάρα
«η μάνα μου»…
Δεν ήταν παρά η φούχτα μιας γυναίκας που με άρπαξε και μ’ έχωσε σε μια πάνινη τσάντα, γεμάτη. Τράβηξε και το φερμουάρ… Σκοτάδι. Και μετά άρχισαν τα κουνήματα μπρος πίσω, πίσω μπρος… Το τέλος μου, σκέφτηκα και τρύπωσα πιο βαθιά. Θα πέρασε ένας αιώνας, όταν κάποια στιγμή το κούνημα σταμάτησε. Άνοιξε και το φερμουάρ. Το ίδιο χέρι άρχισε να αδειάζει τα ψώνια σ’ ένα τραπέζι. Τελευταίο εμένα, ζαρωμένο κι έντρομο…
– Τι είναι αυτό το ψοφίμι πάνω στο τραπέζι της κουζίνας! Πας καλά;… Θεέ και Κύριε… Πάρτο από ‘δω! Αμέσως τώρα! Έξω! Αμέεεσως!…
Τέτοια στριγκιά φωνή γυναίκας δεν είχα ξανακούσει.
– Καλέ κυρία, το βρήκα στην αγορά σε μια γωνιά, είπε φοβισμένα η άλλη φωνή. Χαμένο κι έρμο… Το είδα σαν γούρι. Για τα γενέθλια της Ζωής, μέρα που είναι σήμερα…
-Να μην ακούω βλακείες! Έξω, είπα.! Τώρα, αμέσως τώρα, πριν το δει…
– Τι να μη δω μαμά, ακούστηκε μια θυμωμένη τρίτη φωνή, κοριτσίστικη.
Αυτόματα πήρα θάρρος. Μ’ ένα παρατεταμένο παραπονιάρικο νιάουουου πρόλαβα την όποια άλλη απάντηση. Αυτό ήταν. Η αρχή μιας μοναδικής σχέσης. Οι άνθρωποι λένε πως οι γάτες δεν αγαπάνε παρά μόνο τον εαυτό τους. Λένε πολλά, γιατί καταλαβαίνουν λίγα. «Μην ακούς τη μάνα μου», ψιθύρισε τρυφερά στο αυτί μου η κοριτσίστικη ζεστή φωνή κι εγώ συμφώνησα μ’ ένα τρυφερό ρρρρρρρ… Από τότε, κολλητές. Στο παιχνίδι, στο γραφείο, στο διάβασμα και κρυφά στο κρεβάτι.
Ένα απόγευμα ξάπλα και οι δυο μας στο χαλί, διαβάζαμε Ιστορία, όταν «’Οπα!», ξεφώνισε Ζωή. «Άκου, γατούλι μου, τι λέει εδώ… Άκου… Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι λάτρευαν τη Γάτα Θεά του Έρωτα… Είχε κεφάλι γατίσιο και σώμα ανθρώπινο… Και άλλες γάτες όμως, από καλές οικογένειες, λατρεύονταν σε ναούς σαν θεές… Κι άλλες πάλι, αριστοκράτισσες, είχαν τιμητικές θέσεις στα συμπόσια…» Μου έδειχνε τις εικόνες από το τάμπλετ της κι εγώ σκεφτόμουν την άμοιρη μάνα μου…
« Ε, λοιπόν το βρήκα», είπε ξαφνικά. «Από σήμερα, κι εσύ θα είσαι για μένα η πιο σπουδαία από αυτές! Η Νεφερτίτη μου!» Άνοιξα τα μάτια με δέος…. «Η πιο όμορφη, η πιο έξυπνη γυναίκα της αρχαίας Αιγύπτου… Η ξακουστή βασίλισσα του Νείλου. Με γατίσια μάτια , ίδια με τα δικά σου, αλλά…», σαν να ακούστηκαν βήματα απέξω… « Σιωπή! Αυτό θα είναι το μυστικό μας», ψιθύρισε. «Μπροστά στους άλλους, θα σε φωνάζω Τίτη ».
Είχα μουδιάσει εντελώς. Από το μεγαλείο αλλά κι από τη στάση μου. Και πώς να τεντωθώ μέσα απ’ το σταυροπόδι της Ζωής… Εκείνη όμως το κατάλαβε. Μ’ έπιασε μαλακά με τα δυο χέρια και με ακούμπησε πλάι της. Ο δεσμός μας στηριζόταν σε αμοιβαία έλξη για να μη πω αγάπη. Δεν υπερβάλλω. Ας λένε οι άνθρωποι πως οι γάτες αγαπάνε μόνο τον εαυτό τους. Αλλά κι έτσι να ‘ναι, θα την αγαπάω κι εγώ σαν άνθρωπος!
« Μάζεψε τα βιβλία σου και σήκω αμέσως», ακούστηκε απειλητικά η φωνή της στρίγκλας του σπιτιού. «Τώρα αμέσως! Σήκω και στρώσου επιτέλους στο γραφείο σου!» Είχα προλάβει να χωθώ στο καλάθι, ανάμεσα στα χαρτιά… « Τίτη και Νεφερτίτη και βλακείες… Ο Αντώνιος, μας έλειπε!….»
Και στρίγκλα και ανιστόρητη! Με μπέρδεψε με την Κλεοπάτρα…
……………………………………………………………………………………………………………………