100 σ.
«Ο καταυλισμός της Νουσεϊράτ, βρίσκεται υπό συνεχή βομβαρδισμό από το πρωί της Πέμπτης, 28.11.2024. Ισραηλινά μαχητικά χτύπησαν κατοικίες, τζαμιά και άλλες δημόσιες υποδομές, με τον απολογισμό να κάνει λόγο για τουλάχιστον 29 νεκρούς. Διασώστες και νοσηλευτικό προσωπικό συνεχίζουν τις δραματικές προσπάθειες εντοπισμού επιζώντων μέσα στα συντρίμμια, όμως προς το παρόν ανασύρουν μόνο πτώματα». (Ρεπορτάζ από την Εφ. Συν.)
Όλο το πρωί τα αεροπλάνα βομβάρδιζαν τον οικισμό. Νωρίς το απόγευμα σταμάτησαν και μπόρεσαν να πλησιάσουν οι διασώστες. Σωροί από πέτρες τα σπίτια, το πρόχειρο τζαμί ρημαγμένο. Και σιωπή. Μια βαριά, ατέλειωτη σιωπή, όπως θα ‘ναι στο τέλος του κόσμου. Έπιασαν αμέσως δουλειά οι διασώστες, μη και βρουν κανένα ζωντανό στα ερείπια. Μέχρι που έπεσε το φως του ήλιου μετρούσαν πτώματα και μέλη ανθρώπινα σκόρπια, άγρια κομμένα από τα σώματα. Και ένα σκύλο πεθαμένο ανέσυραν με λιωμένο κεφάλι.
Λίγο πριν δύσει ο ήλιος, κατέβασαν από τα φορτηγά τις γεννήτριες να έχουν φως ως τα μεσάνυχτα που θα συνέχιζαν τις έρευνες. Τις έφεραν μερικοί γεροδεμένοι άντρες του οικισμού που βοηθούσαν στις έρευνες. Σήκωναν πέτρες, χώνονταν σε τρύπες μη και βρουν κανένα ζωντανό, ακουμπούσαν το αυτί στα ερείπια μη και συλλάβουν μια πνοή, ένα βογγητό, κάποιο σημάδι ζωής, ακόμα κι αν είναι αλαφρύ σαν το θόρυβο που κάνουν τα πούπουλα των αγγέλων. Μερικές φορές υπάκουαν στις παραινέσεις των διασωστών που ξέρουν τη δουλειά και είναι μεθοδικοί, άλλες πάλι έχαναν την ψυχραιμία τους και πετούσαν με μανία πέτρες και χώματα μεταφέροντας απλώς τους σωρούς λίγα βήματα παρακάτω, προκαλώντας μικρές, επικίνδυνες κατολισθήσεις. Τότε οι νοσηλευτές πλησίαζαν και άλλοτε με τρυφερότητα άλλοτε βίαια τους τραβούσαν παραπέρα. Αν υπήρχε μια ελπίδα ήταν στη μεθοδική δουλειά, με σπασμωδικές ενέργειες το κακό μπορούσε να γίνει μεγαλύτερο. Μα πώς να ακούσει ο απελπισμένος που ‘χει χάσει τους δικούς του;
Τις γυναίκες τις είχαν αφήσει στην άκρια. Έκλαιγαν, χτυπιόντουσαν, κάθε που έβγαινε ένα πτώμα έτρεχαν όλες μαζί ελπίζοντας πως δεν είναι ο δικός τους άνθρωπος. Μερικές χώθηκαν μέσα στις έρευνες, σήκωναν κι αυτές πέτρες, έσκαβαν με φτυάρια κι άλλες ακόμα και με τα νύχια τους. Να εδώ, εδώ πρέπει να ήταν το σπίτι μου… μέσα ήταν η μάνα κι ο πατέρας…
Λίγο πριν δύσει ο ήλιος, έφτασαν εκεί που ήταν το σπίτι του. Αναγνώρισε τα πλακάκια της κουζίνας – πράσινα μ’ ένα ροζ λουλούδι στη μέση. Άρχισε να ουρλιάζει τα ονόματα των δικών του – μάνα, πατέρας, η γυναίκα του, τα τέσσερα παιδιά του, τρεις γιοι και το νεογέννητο κοριτσάκι του. Σαν τρελός πέταγε χώματα και πέτρες, πέντε διασώστες κι ένας γιατρός χρειάστηκαν όσο να τον κάνουν καλά και να τον πάνε στην άκρια μη κάνει ζημιά πατώντας άτσαλα στα ερείπια. Λίγο μετά άρχισαν να βγάζουν τα πτώματα. Πρώτον τον πατέρα του, μετά τη γυναίκα του με το μωρό στην αγκαλιά, τα τρία αγόρια και τη μάνα του τελευταία. Ούρλιαζε. Χύθηκε πάνω στους νεκρούς και τους φιλούσε, λες κι η ανάσα του μπορούσε να γίνει δική τους, τους έσφιγγε στην αγκαλιά του και γύριζε τα μάτια στον ουρανό. Ήρθαν δυο φίλοι του, η αδερφή της γυναίκας του με τη μεγάλη κόρη της, τον τράβαγαν… Αυτός τους έφευγε κι αγκάλιαζε τα πτώματα, πότε τον έναν πότε τον άλλον, όλους μαζί δεν τους χωρούσε η αγκαλιά του…
Μετά, ξαφνικά πετάχτηκε όρθιος κι άρχισε να τρέχει. Έτρεχε και χάιδευε το μαχαίρι που είχε στην τσέπη του, ένα μαχαίρι για να κόβει το ψωμί, με ξύλινη λάμα και κοφτερό. Έτρεχε χαϊδεύοντας το μαχαίρι και ούρλιαζε: εκατό, εκατό για τον καθένα τους κι ακόμα πιο πολλούς.
Έχουν περάσει μέρες. Τα μάτια του στάζουν αίμα. Δεν μιλά πια, δεν φωνάζει, δεν κλαίει. Ψύχραιμος κάθεται στα σταυροδρόμια, ψύχραιμος βοηθάει τους διασώστες, ψύχραιμος κουβαλά στα δυνατά του χέρια κιβώτια με λιγοστά τρόφιμα που δεν φτάνουν για να χορτάσουν τις λιμασμένες, τις τρομαγμένες κοιλιές των ανθρώπων, ψύχραιμος σηκώνει πτώματα από τα ερείπια άλλων βομβαρδισμών. Δεν μιλά σχεδόν καθόλου, δεν θέλει να τον αγγίζουν. Κάθεται μόνος του πάνω στους σωρούς των ερειπίων και τα χείλη του τρέμουν. Νομίζουν ότι προσεύχεται. Όμως αυτός μουρμουρά μόνο μια λέξη: εκατό.
Μίσος φέρνουν οι πόλεμοι, μίσος, κακό μεγαλύτερο κι απ’ το θάνατο.