Η γειτόνισσα
Γυρνούσε από τη δουλειά κουρασμένη. Μέρα χειμωνιάτικη αλλά ζεστή με ένα ήλιο μεγάλο που σκορπούσε γενναιόδωρα φως πάνω από την ανήσυχη, κουρασμένη πόλη. Την είδε να έρχεται από την άλλη πλευρά του δρόμου. Στην αρχή, τι περίεργο, δεν την γνώρισε αλλά μετά κατάλαβε ότι ήταν η γειτόνισσά της που την ήξερε από χρόνια και συχνά μιλούσαν στην είσοδο της πολυκατοικίας ή σκύβοντας από το διαχωριστικό των μπαλκονιών – δίπλα δίπλα τα διαμερίσματα, μεσοτοιχία, δίπλα και τα μπαλκόνια τους. Πώς ήταν δυνατό να μην την αναγνώρισε αμέσως; Αυτά τα μαλλιά, πολύ κοντά κομμένα και σχεδόν λευκά, το οστεώδες πρόσωπο, τα λεπτά ακόμη κόκκινα παρά την ηλικία της λεπτά χείλη, το αδύνατο, γυμνασμένο σώμα… τι παράξενο! Πώς είναι δυνατόν να της χρειάστηκαν πολλά δευτερόλεπτα για να την αναγνωρίσει; Ούτε βδομάδα δεν ήταν που στάθηκαν ώρα στην είσοδο κι αντάλλαξαν νέα τους.
Έσερνε η γειτόνισσα με δυσκολία ένα καροτσάκι της λαϊκής φορτωμένο μπουκάλια με χυμούς και γάλα, κι ένα μεγάλο μάτσο πράσα. Ζοριζόταν να το σύρει, αγκομαχούσε. Στο πρόσωπό της απλωμένο ένα πέπλο σκοτεινό, κάτι σαν απόγνωση. Το σώμα της διπλωμένο, δύσκαμπτο, λες και δεν ήταν δικό της, δεν μπορούσε να το ορίσει, την απογοήτευε και την τυραννούσε.
Μόλις κατάλαβε ποια ήταν σήκωσε το χέρι και τη φώναξε με τ ’όνομά της, ένα όνομα που παρέπεμπε σε αρχαίες ομορφιές, νιάτα και έρωτα, τόσο αταίριαστο πια πάνω της. Τη φώναξε και έτρεξε προς το μέρος της να τη βοηθήσει. Δέχτηκε εκείνη τη βοήθεια με ευγνωμοσύνη. Τα μάτια της ήταν κόκκινα και υγρά σαν να προσπαθούσε να συγκρατήσει δάκρυα (είχε ωραία μάτια, μικρά, πράσινα, στρογγυλά, της έδιναν μια τσαχπινιά στα νιάτα της, αντίθετη με τον κάπως μονοκόμματο χαρακτήρα της), τα μάτια της τα κατοικούσε η απελπισία. Τρόμαξε αυτή, έγειρε το καροτσάκι πιο πολύ προς το μέρος της, να πάρει το πιο πολύ βάρος και το ανέβασαν σιγά-σιγά από τα λιγοστά σκαλιά της εισόδου. Έβγαλε η γειτόνισσα ένα αναστεναγμό ανακούφισης και ευχαρίστησε με ειλικρίνεια. Ετοιμάστηκε να την χαιρετήσει αλλά εκείνη της έπιασε το χέρι και με φωνή ήρεμη της είπε «με ξέρεις χρόνια, περάσαμε και οι δυο από καιρό τα εξήντα. Δεν ξέρω εσύ, αλλά εγώ πάτησα τα εξήντα εννιά. Πριν από ένα μήνα είχα γενέθλια. Φροντίζω τη μάνα μου είκοσι πέντε χρόνια και βάλε. Μόνη μου. Τ’ αδέρφια μου έφυγαν στην Αμερική, μ’ άφησαν μόνη, όταν θυμούνται στέλνουν λίγα χρήματα. Η μάνα γέρασε πολύ, κοντεύει τα εκατό. Τα ‘χει χαμένα. Τρώει από το χέρι μου, την πλένω, την σηκώνω από το κρεβάτι να μην ανοίξει… Έχω χρόνια να κοιμηθώ μια ολόκληρη νύχτα. Έβαλα το κρεβάτι μου δίπλα στο δικό της να αφουγκράζομαι τους ήχους του κορμιού της. Πετάγομαι κάθε τρεις και λίγο μη και θέλει κάτι, μη κι έπαθε τίποτε. Τρέμω μη πέσει κι έχω κι άλλα. Γιατροί πάνε κι έρχονται στο σπίτι μας. Μόνη μου. Τα λεφτά δεν φτάνουν να πάρω μια κοπέλα να με βοηθήσει -παίρνω πολύ μικρή σύνταξη, δεν μπόρεσα να προχωρήσω στη δουλειά, έπρεπε να τη φροντίζω. Μαζί με τη δική της ίσα που τα βγάζουμε πέρα. Πού λεφτά για κοπέλα… Αλλά και πάλι… Να, πρόπερυσι το Πάσχα πλήρωσα μια κυρία να μείνει με τη μάνα πέντε μέρες, να πάω μια εκδρομή, να ανασάνω. Τίποτα δε φχαριστήθηκα. Όλο εδώ το είχα το μυαλό μου. Γύρισα νωρίτερα. Ντρέπομαι που το λέω, μα είναι φορές που ονειρεύομαι πως έχει πεθάνει και παίρνω ένα αυτοκίνητο, κόκκινο αυτοκίνητο, και τρέχω στην Εθνική. Κι από την άλλη, πώς θα ναι η ζωή μου όταν πεθάνει; Είκοσι πέντε χρόνια έχω ξεχάσει να ζω. Αν είχαμε λίγα χρήματα να πάρω μια κοπέλα, αν είχα λίγη βοήθεια από κάπου, να πάω για ένα καφέ χωρίς έγνοια, να πάω για ψώνια στη λαϊκή χωρίς να κοιτάω το ρολόι μου…».
Της άφησε το χέρι η γειτόνισσα και τη χαιρέτησε ευχαριστώντας την ξανά. Έπειτα άνοιξε την πόρτα του ασανσέρ κι έσπρωξε μέσα το καροτσάκι. Αυτή είδε το φως στην πόρτα, την καμπίνα να ανεβαίνει, μετά το παραθυράκι της καμπίνας σκοτεινό. Με μια αργή κίνηση, στράφηκε κι άρχισε να ανεβαίνει από την σκάλα. Έμενε στον πρώτο κι ανέβαινε πάντα με τα πόδια, όταν δεν είχε ψώνια. Καθώς ανέβαινε τη σκάλα σκέφτηκε πως δεν της είχε πει ούτ’ ένα λόγο παρηγοριάς. Μόνο της είχε αγγίξει φευγαλέα τον ώμο. Αλλά και πάλι τι να της έλεγε; Αόριστα, ανόητα λόγια που θα λέκιαζαν την ειλικρίνεια της γειτόνισσας.
Σαν μπήκε στο σπίτι, τηλεφώνησε σε μια φίλη της. Της ζήτησε να πάνε το βράδυ σινεμά και στη φωνή της φαινόταν πως δεν θα άντεχε την αντίρρηση.