You are currently viewing Μαρώ Τριανταφύλλου: Η μάνα του άλλου

Μαρώ Τριανταφύλλου: Η μάνα του άλλου

 Κοιτάζει έξω από το μικρό παράθυρο όσο κομμάτι από τον απέραντο ουρανό μπορεί να δει και φαντάζεται τον υπόλοιπο.

Νύχτα βαθιά και σιωπηλή -πού και πού το αλύχτισμα ενός σκύλου, πού και πού σιγανά μουκανίσματα από τους στάβλους, πού και πού ένα αργό, βαριεστημένο χλιμίντρισμα της καμήλας. Θα χιονίσει, όλα δείχνουν πως σε λίγο θα αρχίσουν να πέφτουν οι πρώτες νιφάδες του χιονιού. Της αρέσει το χιόνι, αλλά όχι σήμερα, όχι τώρα. Το καραβάνι του αγαπημένου της έχει ξεκινήσει από δυο μέρες και όπου να’ναι, σε λίγες ώρες θα είναι εδώ. Θα ανοίξει αυτός την πόρτα, θα την αγκαλιάσει κι έπειτα θα βάλει το χέρι του πάνω στην κοιλιά της και θα την χαϊδέψει. Στο φως των λυχναριών θα δει στο πρόσωπό του προσμονή και αγαλλίαση. Ο γιος του, ο γιος τους, θα γεννηθεί σε λίγο και θα τον αγαπούν πολύ και οι δυο. Θα είναι όμορφος και γερός. Προσεύχεται η γυναίκα να είναι όμορφος και γερός. Στον πατέρα του να μοιάσει κι όταν μεγαλώσει να γίνει έμπορος σαν τον πατέρα του και να ζει σε σπίτι ζεστό και γεμάτο καλούδια, με καλή γυναίκα και πολλά παιδιά.

Στο διπλανό δωμάτιο κοιμάται η υπηρέτρια. Αν την πιάσουν ξαφνικά οι πόνοι, θα την καλέσει κι εκείνη θα τρέξει να φέρει τη μαμή και τη μάνα της θα φέρει και τις δυο αδερφές της και του αντρός της την αδερφή, να ‘ναι όλες κοντά της την ώρα της γέννας, όπως πρέπει κι όπως το θέλει γιατί φοβάται. Πρώτη της γέννα και φοβάται.

Ακουμπά τα χέρια της στην κοιλιά της, το μωρό δεν κινείται, τρομάζει, μα ξέρει πως κάνει λάθος, τίποτε δεν συμβαίνει, να , τώρα σε λίγο θα το νιώσει να κλωτσά και να γυρίζει μέσα της. Το ένα χέρι ανεβαίνει στο στήθος, πρησμένο, έτοιμο να δώσει γάλα στο μωρό όταν ανοίξει τα μάτια του σε τούτο τον κόσμο. Πάλι προσεύχεται. Με αγάπη. Μέσα της ο Θεός και το παιδί της μπερδεύονται γλυκά. Νυστάζει. Ρίχνει ένα τελευταίο βλέμμα στον ουρανό, αφέγγαρος και άναστρος, σκοτεινός και γυάλινος, στο βάθος του ορίζοντα μια λωρίδα φωτεινή, τόσο όσο να μην είναι κι αυτή σκοτάδι.

Όταν ανοίγει τα μάτια της, ο γέροντας είναι μέσα στο δωμάτιο, στέκει μπροστά στην πολυθρόνα της. Ψηλός κι αδύνατος, με ρούχα τριμμένα όλο μπαλώματα, τα πόδια πρόχειρα τυλιγμένα σε πετσιά, στηρίζεται σε ένα μακρύ ραβδί, ένα κεφάλι πάνω από το κεφάλι του, στραβόραδο, από κλαδί ελιάς, χοντρό όσο το μπράτσο νέου και γεροδεμένου άντρα. Στο λιγοστό φως της κάμαρας βλέπει το πρόσωπό του, χαρακωμένο από ρυτίδες, στη βρώμικη λευκή γενειάδα του λιώνει μια ξεχασμένη νιφάδα χιονιού. Στο λευκό των ματιών του ξεχωρίζει μια σκιά εκεί όπου κάποτε θα υπήρχε ένας στρογγυλός κύκλος με ζεστό καστανό χρώμα. Είναι τυφλός κι όμως νιώθει ότι την κοιτά και πως το βλέμμα του μπαίνει μέσα της, αγγίζει τα φορτωμένα σπλάχνα της, βλέπει το μωρό μέσα στη μήτρα της και τρομάζει·  μαζεύεται στην πολυθρόνα της και με τα χέρια της προστατεύει την κοιλιά της. Ποιος είναι; πώς μπήκε μέσα; Τι θέλει; Προσπαθεί να φωνάξει τη μικρή υπηρέτρια, να ζητήσει βοήθεια, αλλά φωνή δεν βγαίνει από τα χείλη της. Ανασαίνει με δυσκολία.

Ο γέροντας αρχίζει να μιλά· οι λέξεις βγαίνουν από το στόμα του στρογγυλές, βαριές σα σιδερένιες σφαίρες, με κόπο και σοφία. Κι όσο μιλά, τόσο η ψυχή της γεμίζει σκιές, λαίμαργοι δαίμονες παίρνουν να τυραγνούν το νου της.  «Γιος θα είναι», λέει ο γέροντας, «θα γίνει ο σύντροφος ο Μοναδικός του Μοναδικού. Μαζί θα πορευτούν, μαζί θα ονειρευτούν, όμως ο γιος σου θα κάνει μεγάλη θυσία. Ευλογημένος με κατάρα. Θα πονέσει, θα παρακαλέσει  να μην πιει το δηλητήριο του αναθέματος, αλλά θα το πιει ως την τελευταία γουλιά. Πρόθυμα. Και με αγάπη. Με πίστη θερμή στην υπόθεση. Μοναδικός για τον Μοναδικό, που γεννιέται κι αυτός απόψε. Μαζί θα ζήσουν την ελπίδα, ο ένας μπρος κι ο άλλος πίσω του, σιωπηλός και μόνος, μέσα στη βεβαιότητα του πόνου, με το στίγμα του προδότη στο μεσόφρυδο· μαζί θα προδοθούν απ’ τους ανθρώπους». Μπήγει τα νύχια η γυναίκα στο λαιμό της, κλείνει με τις παλάμες της τ’ αυτιά της να μην ακούει, αλλά ακούει, τα λόγια του γέροντα την φτάνουν, μπαίνουν στο αίμα της, καταλαμβάνουν το μυαλό της, πνίγεται.

Τότε έρχονται οι πρώτοι πόνοι. Το παιδί βιάζεται να βγει. Το νιώθει. Και νιώθει πως όλο τούτο με το γέροντα ήταν όνειρο και λίγο ησυχάζει. «Της ετοιμόγεννης οι αγωνίες», σκέφτεται, από μικρή δεν πίστευε μαντέματα και προφητείες. Κι άλλος πόνος κι άλλος, όλο και πιο κοντά ο ένας στον άλλο, βάζει φωνή και ξυπνά την υπηρέτρια. Από μικρή δεν πίστευε σε οράματα και όνειρα, αλλά ήταν όνειρο άραγε ο γέροντας; Ανάμεσα στους πόνους και την αγωνία της γέννας σκέφτεται τα λόγια του γέροντα, πιο βαθιά και σκληρά την τυραννούν του γέροντα τα λόγια από τις ωδίνες. Παλεύει να μην πιστέψει, συγκεντρώνεται στο μωρό που έρχεται, σφίγγει το χέρι της μάνας της, των αδερφάδων της, φωνάζει, φωνάζει δυνατά για να μην ακούει τα λόγια του. Μακάρι να ήταν εδώ ο πατέρας του μωρού της, πόση ανάγκη είχε το δυνατό του χέρι και την αγάπη του και να της πει πως όλο τούτο ήταν όνειρο και πάει.

Το μωρό τώρα κοιμάται χορτασμένο στην αγκαλιά της. Δεν είναι πολλές οι ώρες που είχε ακούσει το πρώτο κλάμα του με λατρεία. Στο σπίτι έχει απλωθεί μια γλυκιά ηρεμία. Οι γυναίκες έχουν φύγει, μόνο η μάνα της έμεινε να την βοηθήσει στις πρώτες ώρες της νέας της ζωής. Αλλά κι αυτή απόκαμε και έγειρε να ξεκουραστεί, χαρούμενη που όλα πήγαν καλά κι ο εγγονός της ήρθε στον κόσμο χωρίς δυσκολίες, γερός κι  αρτιμελής. Το μωρό κοιμάται χορτασμένο στην αγκαλιά της. Έξω χιονίζει απαλά. Τα λόγια του γέροντα της τρυπούν το μυαλό. Σηκώνεται προσεκτικά, με το μωρό στην αγκαλιά, ανοίγει την πόρτα προσπαθώντας να μην κάνει θόρυβο, δεν την νοιάζει που φορά μόνο τη μάλλινη νυχτικιά της, ούτε το σκέφτηκε να ρίξει πάνω της ένα πανωφόρι, ένα σάλι ζεστό. Βγαίνει με αργά βήματα στην αυλή. Τα μαλλιά της γεμίζουν νιφάδες χιονιού.  Οι ώμοι της το ίδιο. Σφίγγει το μωρό της πάνω στο στήθος της. Στο σκοτεινό ουρανό έχει φανεί ένα αστέρι, είναι πολύ φωτεινό και μεγάλο. Δεν το έχει ξαναδεί αλλά ούτε που τη νοιάζει. Σηκώνει το μωρό της ψηλά και στο φως του αστεριού ξεχωρίζει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του – την σχισμή των ματιών, το ροδαλό στρογγυλό στόμα, το πλατύ δυνατό σαγόνι και την ελιά στο μεσόφρυδο. Προσεύχεται να μην ήταν παρά ένα όνειρο. Δείχνει το παιδί της στον ουρανό και προσεύχεται. Περιμένει ένα σημάδι από το Θεό πως όλα ήταν μια ονειροφαντασιά, της ετοιμόγεννης πρωτομάνας η αγωνία πως ήταν. Παρακαλεί, θυμώνει, εκλιπαρεί για ένα σημάδι. Άδειος ο ουρανός από πάνω της, άδειος σαν άρνηση.

Τεντώνει πιο πολύ τα χέρια της, το μωρό ξυπνά και κλαίει. Κλαίει δυνατά. Δείχνει το μωρό στον ουρανό. Με πείσμα και απελπισία. Με παράκληση. Καμιά απόκριση.

Και το αστέρι εκεί στη μέση του ουρανού, επίμονο, σκορπίζει ένα γλυκό και ανελέητο φως.

 

Δεκέμβριος 2023.

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.