Επτά χρόνια αργότερα
σ’ ένα σπίτι των νεκρών
αδειάζουν οι δήμιοι του χτες
το χρυσό ποτήρι.
Ιγκεμπορ Μπάχμαν
1.
Σαν έφυγε από τις Σάρδεις ο Κύρος, εμπιστεύτηκε τον θησαυρό του Κροίσου στον Λυδό Πακτύη. Μα εκείνος, πριν ακόμα καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός των αλόγων του βασιλιά, με το χρυσάφι αυτό οργάνωσε στρατό και παρακίνησε τους Λυδούς σε στάση. Έξω από τις Σάρδεις ήταν και τις πολιορκούσε με τους μισθοφόρους του, σαν το ‘μαθε ο Κύρος. Έξαλλος ο Πέρσης, σκεφτόταν τρόπους να τιμωρήσει τους Λυδούς, αλλά ο Κροίσος, που τον ακολουθούσε στην εκστρατεία, είδε τον κίνδυνο -τι τύχη ζοφερή περίμενε του συμπατριώτες του- και έπεισε το μανιασμένο άρχοντα να εκδικηθεί μόνο τον Πακτύη και τους συν αυτώ. Έστειλε, λοιπόν, τον Μήδο Μάζαρη να του φέρει ζωντανό τον Πακτύη, που στο μεταξύ είχε καταφύγει ικέτης στην Κύμη της Αιολίδας, για να τον τιμωρήσει. Ο Μάζαρης με το στρατό του έφτασε στην Κύμη και ζήτησε να του παραδώσουν τον ικέτη.
Τρομαγμένοι οι Κυμαίοι από τον στρατό που είχε στρατοπεδεύσει έξω από την πόλη τους και απειλούσε με πολιορκία, έστειλαν θεοπρόπους στο ναό των Βραγχιδών, που τον σέβονταν όλοι οι Αιολείς και οι Ίωνες, και ζήτησαν χρησμό από τον Απόλλωνα, αν πρέπει να παραδώσουν τον ξένο. Και ο θεός, αντίθετα από όσα όριζαν τα ηθικά και τα δίκαια των Ελλήνων για τους πανάρχαιους νόμους της ιερής φιλοξενίας, είπε πως πρέπει να τον παραδώσουν. Γύρισαν πίσω οι θεοπρόποι και μετέφεραν τον παράξενο χρησμό, που, όμως, καθόλου δεν ξένισε τους Κυμαίους και ίσα-ίσα που τους ανακούφισε, αφού ο θεός πήρε την ευθύνη γι’ αυτό που κατά βάθος ήθελαν να κάνουν, αλλά δεν τολμούσαν. Και ετοιμάστηκαν να παραδώσουν τον ικέτη.
Ένας νέος άντρας, όμως, ο Αριστόδικος, που είχε φήμη συνετού ανθρώπου, ένιωσε πως κάτι δεν πήγαινε καλά, του φαινόταν αδιανόητο να έχει δώσει ο θεός τέτοιο χρησμό και ζήτησε επίμονα να σταλεί νέα αντιπροσωπία στο ναό των Βραγχιδών και να είναι κι αυτός ένας από τους απεσταλμένους. Κρυφά μέσα του σκεφτόταν μήπως οι θεοπρόποι από φόβο αλλοίωσαν τον χρησμό και φόρτωσαν στο θεό την απαράδεκτη προτροπή. Πράγματι, νέα αντιπροσωπία από την Κύμη πήγε στο ναό των Βραγχιδών και ο ίδιος ο Αριστόδικος υπέβαλε το ερώτημα.
Και πάλι ο θεός έδωσε την ίδια απάντηση.
Ο Αριστόδικος υποψιάστηκε ότι πίσω από την επιμονή του θεού σε κάτι τόσο ανόσιο, κρυβόταν κάτι σκοτεινό και επικίνδυνο. Άλλο ήθελε να πει ο θεός και δεν το καταλάβαιναν. Κι άρχισε αμίλητος να χαλάει τις φωλιές των σπουργιτιών που κατοικούσαν γύρω από το ναό. Τα σπουργίτια ήταν τα ιερά πουλιά του θεού και η πράξη του νέου άνδρα ήταν ασεβέστατη.
Τότε ακούστηκε οργισμένη η φωνή του Απόλλωνα, «άφρονα θνητέ, γιατί ξεφωλιάζεις τα σπουργίτια μου;». Ο Αριστόδικος συνέχισε για λίγο αμίλητος τη δουλειά του κι έπειτα, χωρίς βιασύνη, με παρρησία αλλόκοτη, απάντησε στο θεό: «κι εσύ γιατί δίνεις τέτοιες συμβουλές στους συμπολίτες μου;».
Ο θεός για άλλη μια φορά απάντησε με οργή στο θνητό «Για να κάνετε το λάθος και η πόλη σας να καταστραφεί, αφού τολμήσατε και να σκεφτείτε ακόμη να ζητήσετε χρησμό για το αυτονόητο: πως γίνεται να παραδώσετε ικέτη στο διώκτη του».
2.
Των Σπαρτιατών η έγνοια πάντα ήταν οι Είλωτες. Ανθρώπους που τους πήρες την ελευθερία τους άγρια και άδικα, που ήρθες στον τόπο τους άρπαγας και κακόβουλος, να τους φοβάσαι. Δεν πεθαίνει στου ανθρώπου την ψυχή ποτέ η λαχτάρα του φρέσκου αέρα, ούτε των ψηλών βουνών το σκαρφάλωμα, της ασφάλειας η ζεστασιά, του σπιτιού του αμόλυντου η γλυκιά πεθυμιά. Πάντα στο νου τους θα ‘χουν το πέταγμα και ανέσωστη θα είναι η λαχτάρα τους να είναι αυτόβουλοι, όσο να γίνει η γη μια πατρίδα μεγάλη των ανθρώπων μέσα στης φύσης τη χαρά και να τελειώνουμε με όλα τούτα.
Κάθε φορά που έβγαιναν για πόλεμο, των Σπαρτιατών το νου σκοτείνιαζε ο φόβος μη και ξεσηκωθούν οι Είλωτες και τους πάρουν το βιος και την εξουσία. Αλλά είχαν κι άλλο καημό οι Σπαρτιάτες· πάντα λίγοι ήτανε, μετριότανε και τους λείπανε άντρες για να βγουν στις μάχες και να κατατροπώσουν τους εχθρούς. Δεν ήταν λίγες οι φορές που γύρεψαν των Ειλώτων τη βοήθεια για να αυξήσουν τον στρατό τους. Τους έπαιρναν με υποσχέσεις, σαν βοηθητικούς πιο πολύ, μα λένε κάποιοι που ξέρουν πως ήταν φορές που έφτασαν να γίνουν ακόμα και οπλίτες -τιμή μεγάλη και ακόμα μεγαλύτερη μαθητεία στα όπλα και τη μάχη.
Έτσι, κάποια φορά, στα μέσα περίπου του μεγάλου εμφύλιου που τυράγνισε τις πόλεις της Ελλάδας τριάντα χρόνια και βάλε, βρέθηκαν πάλι με λιγοστούς πολεμιστές και στράφηκαν στους Είλωτες για να συμπληρώσουν τις δυνάμεις τους. Τα λέει αυτά ο Θουκυδίδης και ο λόγος του είναι βαρύς και τιμημένος. Τους έταξαν προνόμια και ελευθερία και έτρεξαν πολλές εκατοντάδες παλικάρια των Ειλώτων να βοηθήσουν και, αν νικούσε η πόλη, να έπαιρναν κι αυτοί το μεγάλο αντάλλαγμα.
Σαν γύρισαν από τη μάχη νικητές, οι Σπαρτιάτες ένιωσαν μεγάλη αγωνία. Είχαν επιδείξει οι δούλοι τους τέτοια ανδρεία αξιοζήλευτη, είχαν ρίξει με τόσο πάθος κορμιά σμιλεμένα σε σίδερο και ψυχές γενναίες στις μάχες, που σφίχτηκε η καρδιά τους και νόμισαν πως είδαν στα πρόσωπά τους τον κίνδυνο της εξέγερσης. Αυτούς να ελευθερώσουν; Που με την πρώτη ευκαιρία θα ζητούσαν μια λεύτερη πατρίδα και ποιος μας λέει ότι δεν θα την κέρδιζαν… Κι έκαναν πράξη ανόσια. Κάλεσαν όσους πίστευαν πως πολέμησαν γενναία και πως την άξιζαν τη λευτεριά να εμφανιστούν, λέει, μπροστά στους εφόρους και αυτοί, αφού θα εξέταζαν τις μαρτυρίες, θα ξεδιάλεγαν όσους έκριναν, θα τους φορούσαν στεφάνια και θα έστηναν μεγάλη γιορτή για να γιορτάσουν την απελευθέρωση.
Μαζεύτηκαν δυο χιλιάδες παλικάρια. Λάμπανε τα γερά κορμιά στον ήλιο, καθόλου δεν έμοιαζαν με δούλους. Λεβέντες, περήφανοι, το βλέμμα καθαρό, με ήσυχη συνείδηση, ανυπόμονοι, πήρανε τα στεφάνια τους και γύρισαν σε πομπή ολόκληρη την πόλη και στάθηκαν ευλαβικά στους ναούς να προσφέρουν θυσίες της ευχαριστίας. Δάγκωσαν τα χείλη τους οι κοπελιές ξετρελαμένες, αλλά έκρυψαν τον άνομο πόθο, μια σπαρτιάτισσα να πλαγιάσει με ένα Είλωτα, πώς να γίνει; Δάγκωσαν τα χείλη και οι άντρες και γέμισαν τα σπλάχνα τους ζήλεια κι απέχθεια, φίδια σαλέψανε στο νου τους -πώς γίνεται να είναι οι δούλοι τους καλύτεροι απ’ αυτούς;
Τέλειωσε η μέρα με γέλια και χαρές. Περίμεναν το βράδυ οι Ειλώτισσες -μάνες και ερωμένες και νόμιμες σύζυγοι, τον γυρισμό των αντρών αλλά κανείς δεν γύρισε. Τους έψαχναν μέρες και μήνες μάταια. Κανείς δεν τους είχε δει μετά από τη γιορτή, κανείς δεν είχε τίποτε ακούσει. Αίματα στην πόλη δεν βρέθηκαν, στα ποτάμια και τους χειμάρρους δεν επέπλεαν τουμπανιασμένα κουφάρια, νιόσκαφτοι τάφοι δεν φαίνονταν ένα γύρο στην πόλη. Στους βωμούς των θεών κανένα υπόλειμμα από τις θυσίες που είχαν δεχτεί από την πομπή της χαράς. Σαν να μην είχαν ποτέ υπάρξει οι δυο χιλιάδες.
Οι Σπαρτιάτες πίστεψαν πως είχαν γλιτώσει από μέγα κίνδυνο. Τούτοι οι δυο χιλιάδες, αν ξεσηκώνονταν μπορούσαν να πάρουν την πόλη τους. «Χάθηκαν όλοι», λέει ο Θουκυδίδης, και απόλυτα σίγουρος για την μαζική δολοφονία συμπληρώνει «και κανείς δεν έμαθε με ποιο τρόπο τους είχαν σκοτώσει».
Η σιωπή κάλυψε το έγκλημα και τους δολοφόνους που το διέπραξαν. Μήπως έτσι δεν συμβαίνει συχνά ακόμα και σήμερα; Θα ‘κλάψαν οι μάνες, οι γυναίκες, τα παιδιά τους, θα πρόσφεραν σε τάφους κενούς νεκρικές τιμές και πριν τελειώσει η γενιά εκείνη, θα είχαν όλα ξεχαστεί. Κι αν δεν ήταν ο ιστορικός να το σημειώσει απορημένος το αρχαίο ολοκαύτωμα, ούτε κι εμείς θα το ξέραμε σήμερα. Μη κι είναι άγνωστη τούτη η τακτική;
3.
Ξύπνησε και το κεφάλι του ήταν βαρύ. Ο ραβίνος Ελιάχ Κοέν. Το κράτησε με τα δυο του χέρια σφιχτά σα να ‘ταν κάτι ξένο. Το όνειρο έσταζε από τα μάτια του αργά και δύσκολα, το ξετύλιγε ο νους σαν κορδέλα. Ήταν στην κουζίνα του και μαγείρευε μια κότα, λέει, και μοσχοβόλαγε το μαγειριό. Πεινούσε και ανυπομονούσε να ψηθεί η κότα για να φάει. Άνοιξε το καπάκι της κατσαρόλας και τσίμπησε μέσα από το χοκλακιστό νερό ένα κομματάκι κρέας, μα πριν το βάλει στο στόμα του, κοίταξε από το παράθυρο και είδε πως ένας μεγάλος τοίχος είχε φυτρώσει θαρρείς μπροστά στο σπίτι του την προηγούμενη νύχτα. Μακρύς και ψηλός όσο το μπόι ενός ψηλού άντρα και μισό ακόμη. Γκρίζος, το χρώμα του άβαφου τσιμέντου και πιο σκούρο ακόμα. Γυαλισμένη η επιφάνεια, λες και την είχαν περάσει πολλά χέρια με λαδομπογιά. Φαρδύς ως μισό μέτρο, σχημάτιζε ένα στενό διάδρομο στο πάνω μέρος του, όσο να περπατήσει με προσοχή ένας άνθρωπος. Κοιτούσε απορημένος, λέει, τον τοίχο, πού βρέθηκε τούτο το πράγμα μπροστά στο σπίτι του ξαφνικά, να του κρύβει τη θέα από το παράθυρο – το μεγάλο δρόμο με τις αμυγδαλιές που τόσο αγαπούσε. Κι εκεί που τον κοιτούσε τον τοίχο, σαν να ‘γιναν τα τοιχώματα ελαστικά, πέρασμα σα να ‘γινε ο τοίχος, κι άρχισε να βλέπει τα σχήματα ανθρώπων που περπατούσαν μέσα του. Έβλεπε καθαρά να σχηματίζονται κεφάλια και έβλεπε μικρά παιδικά χεράκια, ένα κοριτσάκι έσερνε μια κούκλα, ένας άντρας σήκωνε ψηλά ένα μπόγο με ρούχα κι εκεί μια μάνα κρατά το μικρό της απ’ το χέρι και μια άλλη σπρώχνει ένα καροτσάκι κι ο γέρος με τη γριά καμπουριασμένοι βαδίζουν μπρος εκείνη κι εκείνος πίσω της να την κρατά από τον ώμο… Περπατούν ο ένας πίσω από τον άλλο, αργά, ταλαιπωρημένοι άνθρωποι, πληγωμένοι, άλλοι νεκροί -τον βλέπει τον θάνατό τους, τον κουβαλούν απάνω τους σα φορεσιά- άλλοι ζωντανοί, οι τραυματίες με τις πληγές ανοιχτές, τους ορούς καρφωμένους στο χέρι, άλλοι ακουμπούν για λίγο τα ακρωτηριασμένα μέλη τους, που τα πήραν μαζί τους στο ταξίδι, να πάρουν μια ανάσα, να συνεχίσουν… Κι ανάμεσά τους παιδιά που κρατούν μια γλάστρα με φαρμακερό μέσα της ένας παράξενο άνθος. Κι είναι το άνθος αυτό μίσος κι οργή και πάλι μίσος. Τι κόσμος είναι αυτός που κάνει ένα παιδί να μισεί; Κι ακούει μια μακρινή οιμωγή, που είναι ο ήχος της απελπισίας και του αδικημένου η οργή. Περπατά ατέλειωτη η πομπή μέσα στον τοίχο, πού πάνε; πού δεν πάνε;
Τί όνειρο κι αυτό!
Στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι του βρίσκεται μισάνοιχτο το τετράδιο που ο ραβίνος Ελιάχ Κοέν γράφει τα ποιήματά του, για το Θεό και την αγάπη, για τον έρωτα. Το ‘χε φέρει δίπλα του τη νύχτα γιατί είχε νιώσει που ένα ποίημα γεννιόταν μέσα του και δεν ήθελε να το χάσει. Αργά σκίζει μια -μια τις σελίδες του και τις σκορπίζει πάνω στο κρεβάτι του « Ούτε μετά τη Γάζα υπάρχει ποίηση» λέει και σηκώνεται.
Νοέμβριος 2023
Μαρώ Τριανταφύλλου