ΟΙ ΚΛΕΦΤΕΣ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Οι κλέφτες άνθρωποι
τα δίχτυα τους απλώνουνε
τη νύχτα
και το πρωί
την μπάζα τους μετράνε
Τους θησαυρούς
και τα στολίδια του βυθού
που ντροπαλά τώρα
στον ήλιο λαμπυρίζουν
σε ξένη χώρα τ’αραδιάζουν,
την ανεκτίμητη αξία τους
θυσιάζουν
κι έκείνα σπαρταρούν
καθώς τελειώνει η αναπνοή τους
Οι κλέφτες άνθρωποι
τα όπλα τους υψώνουν
και κατεβάζουνε στη γη με μιάς
αυτά που δεν μπορούν να φτάσουν.
Πλέκουνε βρόχια
και χρυσά κλουβιά κεντούν
του κελαιδίσματος τον ήχο
να προφτάσουν.
Οι κλέφτες άνθρωποι
με βια σκίζουνε τη γη
να βγάλουν έξω
γυμνά τα σωθικά της.
Καθώς πλουτίζουν
και ανυπόμονα γλεντούν,
την ευτυχία
να αγγίξουν προσπαθούν,
την καρδιά να συγκινήσουν
και μες στην τρέλα πια
νεκρή,
πάνω στο χώμα
την ψυχή τους ακουμπούν.