Πάνω στη Μόσχα, πριν την αυγή, τι τρομάρα! Οι υπηρέτες δεν είχαν φορέσει ακόμη τις λιβρέες τους▪ το γκάζι φώτιζε την κουζίνα. Γιατί είχα σηκωθεί αφού ήτανε ακόμη νύχτα; Ίσως το’ βρισκα ποιητικό ή ίσως ήθελα να δω μια φορά ν’ ανατέλλει ο ήλιος πάνω στη Μόσχα. Οι υπηρέτες ήτανε όρθιοι γύρω από το τραπέζι της κουζίνας▪ υπήρχε επίσης εκεί ένα μπονέ υπηρέτριας τετράγωνο, αναγνώρισα την Ιζαμπέλ τη φτωχούλα! Της δώσανε ένα ψωμί μόλις αρχινισμένο και δεν είπε ευχαριστώ. Κατηφορίζοντας το Φωμπούρ στο σκοτάδι, όπου μόνο ένα εμπορικό ήτανε φωτισμένο, συναντάω την Ιζαμπέλ φορτωμένη ένα χοντρό σακί και της λέω:
«Έχετε πολλά παιδιά, φτωχιά μου Ιζαμπέλ, κοπιάζετε για τα παιδιά σας».
– Ω! Όχι, κύριε Μαξ, είναι για τα γουρούνια μου!».
Κι εγώ γύρισα σπίτι▪ κοντά στο νεροχύτη ο μικρός μου μουζίκος κοίταζε τη Μόσχα φρέσκια-φρέσκια που είχε μπανιαριστεί μέσα στη νύχτα: του ζήτησα τ’ αυγά μου και με πολλή φροντίδα τα δοκιμάσαμε μέσα στο νερό για να’χουμε μόνο τα φρέσκα: «Τα πιο βαριά θα είναι για το πρωινό μου, τα πιο ελαφριά για τα γουρούνια της Ιζαμπέλ.»